Η ΤΣΕΡΛΙΝΕ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τετάρτη, 09/12/2015 12:46
Η παράσταση Η ΤΣΕΡΛΙΝΕ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ, βασισμένη σε μια διασκευή του κειμένου του Χέρμαν Μπροχ με τίτλο "Οι Αθώοι", παρουσιάζεται στην κεντρική σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας σε σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβριανού.
Στη Γερμανία λίγο πριν την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Τσερλίνε, υπηρέτρια στο σπίτι της βαρόνης Ελβίρας, πέρασε όλη τη ζωή της υπηρετώντας τις εκάστοτε κυρίες της, πηγαίνοντας σα ζώσα κληρονομιά από τη μία στην άλλη, ζώντας στη σκιά τους, ερωτευόμενη τους ίδιους άντρες με αυτές και καταλήγοντας να μεγαλώσει το νόθο παιδί της βαρόνης. Μένει μόνιμα σε ένα σπίτι κλειστό, σκοτεινό, μυστηριώδες, που μοιάζει να κατατρώει τους ενοίκους του, μαζί με τις σκιές του παρόντος και τα φαντάσματα του παρελθόντος, με το μόνιμο παράπονο ότι αν και υπήρξε ικανή η ζωή δε στέκεται γενναιόδωρη με τις υπηρέτριες. Και όταν τελικά η ζωή της χαμογελάει, το πικρό χαμόγελο καθρεφτίζει όλη τη ματαιότητα της πρηγούμενης ζωής. Το περιβάλλον αυτό το φοβικό, το ιδεοληπτικό, της κυνικής μπουρζουαζίας και το επικριτικό προς καθετί ξένο και άγνωστο είναι αυτό στο οποίο γεννήθηκε και επωάστηκε ο ναζισμός.
Η διασκευή του Στρατή Πασχάλη από τη μετάφραση του Βασίλη Πουλαντζά και της Ελένης Βαροπούλου, διατηρεί μυστήριο και ατμόσφαιρα και μια ροή που δε δείχνει να χάνει σε κανένα σημείο τη δύναμη, τη συμβολικότητα και τη συνέχειά της.
Ο Γιάννης Καλαβριανός στη σκηνοθετική επιμέλεια της παράστασης, ακολουθεί τη γραμμή του κειμένου και υπογραμμίζει και αναδεικνύει με αδρές γραμμές την έντασή του. Δεν επιδίδεται σε φλυαρία και περιττές εξηγήσεις, αλλά υιοθετεί ένα τέμπο υποφωτισμένο, με διαλόγους σύντομους, κοφτούς, που συχνά μπορεί να δείχνουν απλές, αδιάφορες συζητήσεις μεταξύ αστών, αλλά κρύβουν μια οξύτητα και ένα υποδόριο δηλητήριο, που τροφοδοτεί σχεδόν απροκάλυπτα τις διαπροσωπικές σχέσεις των ηρώων στη σκηνή. Οι μαρτυρίες και οι σύντομες αναμνήσεις γίνονται δυναμικές εικόνες στο νου του θεατή, που περιμένει ατάκα την ατάκα τις μικρές συγκρούσεις-κορυφώσεις μεταξύ των χαρακτήρων. Οι φοβικές και χαμηλών τόνων σκηνές εναλλάσσονται με αυτές του ωμού, κυνικού ρεαλισμού και γίνονται τα εργαλεία της βαθύτερης κατανόησης της καταπιεσμένης προσωπικότητας των ηρώων του έργου.
Το λίγο και μάλλον πικρό χιούμορ δεν είναι εμφανές, αλλά μεταλλάσσεται σε ειρωνεία και αυτοσαρκασμό. Σε ένα κόσμο φαντασμάτων παρελθόντων και ζωντανών, δεν υπάρχει πολύς χώρος για χαμόγελα στα πρόσωπα και την ψυχή των ηρώων και η όποια ευτυχία είναι εξαιρετικά εφήμερη. Χτίζεται έτσι ένα περιβάλλον εξωτερικά πειθαρχημένο, θρησκόληπτο, σκληρό, αδιάφορο για τους γύρω του, όπου πάντα πλανάται η απειλή ενός αόρατου εχθρού. Ο κάθε ηθοποιός αντιμετώπισε με διαφορετικό πρίσμα το ρόλο του, αλλά στη σκηνή έδειξαν μια ομάδα δουλεμένη, συμπληρωματικοί ο ένας του άλλου και έχοντας κατανοήσει σχεδον πλήρως τις σκηνικές απαιτήσεις.
Η Μπέττυ Αρβανίτη παίζοντας την Τσερλίνε, έβαλε σε αυτήν σημαντικά ψήγματα της μεγάλης σκηνικής της εμπειρίας, αλλά χωρίς να δείχνει το παίξιμό της ελεγχόμενο ή με στεγανά. Πολλές φορές αφηνόταν να την παρασύρει η αφήγηση και σα θεατής, την ένιωσα να ταξιδεύει στις αναμνήσεις της αφήγησής της και τα καταπιεσμένα θέλω της. Άλλοτε σκληρή, κυνική και άκαμπτη σα δεσμοφύλακας των Ες Ες και άλλοτε ανθρώπινη, προσεγγίσιμη και γυναίκα έδωσε με μέτρο και εξαιρετική ακρίβεια τις δύο πτυχές του χαρακτήρα που υποδύθηκε. Αντιθετική, αλλά με απόλυτη συμμετρία στις αντιθέσεις αυτές.
Η Μαρία Κατσιαδάκη ήταν η Βαρόνη Ελβίρα, μια αστή συνηθισμένη να δίνει διαταγές, αλλά βαθιά μέσα της φοβισμένη και άβουλη. Η καλή ηθοποιός αυξομείωνε συνεχώς την ένταση της φωνής της, εκφράζοντας πότε τους μύχιους φόβους και πότε τις βαθύτερες επιθυμίες της. Το πρόσωπό της καλυμμένο από μια σχεδόν μόνιμη θλίψη, καθρέφτιζε όλη την ευτυχία που προοριζόταν να ζήσει, αλλά δεν έζησε ποτέ.
Τον μυστηριώδη Αντρέα που εισβάλλει στο σπίτι της βαρόνης και προς στιγμήν το αναστατώνει, ερωτευόμενος τόσο μια μικρή χωρική, όσο και την κόρη της βαρόνης, τον υποδύεται με επιτυχία ο Κώστας Βασαρδάνης. Ορμητικός, κεφάτος, με διάθεση για ζωή και απόκτηση νέων εμπειριών στην αρχή, αφήνεται να παρασυρθεί στον κυκεώνα των γυναικών που τον περιστοιχίζουν και σιγά σιγά βουλιάζει στο συναισθηματικό βάλτο που ο ίδιος δημιούργησε. Χωρίς υπερβολές και αμετροέπειες στο λόγο του, αλλά ούτε και στη σκηνική έκφραση του συναισθηματικού του κόσμου, δείχνει να έχει κατανοήσει πλήρως το ρόλο του και να τον υποδύεται εξαιρετικά.
Η Σύρμω Κεκέ ερμηνεύει τη Χίλντεγκαρντ, την κόρη της βαρόνης, που αντίθετα με τη μητέρα της φαίνεται να προσπαθεί να πιάσει το νόημα της ζωής της. Τη μία στιγμή είναι δυναμική, σχεδόν βάναυση, διεκδικητική στο έπακρο και την επόμενη δείχνει ευάλωτη, μπερδεμένη και φοβισμένη. Προσπαθεί να σταθεί αντίβαρο στην κυνικότητα και την ακαμψία της Τσερλίνε, αλλά στο τέλος συνειδητοποιεί την ήττα της. Ισορροπημένη και συνεπής ερμηνεία.
Τέλος, η Εύα Σιμάτου παίζει τη νεαρή Μελίττα, μια νεαρή χωρική που μπλέκεται κατά λάθος στον ιστό των ραδιουργιών των υπολοίπων. Στο ρόλο βάζει μια νεανική αθωότητα, μια ανεμελιά και ένα αυθόρμητο ερωτικό πάθος, όντας αδύναμη και άπειρη, ώστε να μαντέψει το μέλλον, αποτελώντας έτσι μια ικανή και δροσερή παρουσία στη σκηνή.
Τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου εντυπωσιακά, έχουν λειτουργικότητα, φαντασία και αναδίνουν μια έντονη αίσθηση εγκατάλειψης και καταπιεσμένης μιζέριας.
Τα κοστούμια της ίδιας, αντιπροσωπευτικά των χαρακτήρων που ντύνουν και προορισμένα για παράσταση που εξελίσσεται σε ένα κλειστοφοβικό εσωτερικό χώρο.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, ένα διαρκές παιχνίδι του φωτός με τη σκιά, έδωσαν ατμόσφαιρα και ρυθμό στην παράσταση και φώτισαν τον ψυχισμό των ηρώων.
Τη μουσική επιμέλεια που είχε ένα χαρακτήρα ρετρό και καλλιέργειας της αγωνίας στο θεατή ανέλαβε ο Άγγελος Τριανταφύλλου, ενώ την κίνηση που είχε μια δραματικότητα η Αλεξία Μπεζίκη.
Συμπερασματικά, στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας θα παρακολουθήσετε μια παράσταση άρτια από όλες σχεδόν τις απόψεις, με δυνατό και αιχμηρό κείμενο, με υψηλή αισθητική, σκηνοθεσία που στάθηκε στις λεπτομέρειες και τις επεξεργάστηκε επιτυχημένα και πολύ καλές ερμηνείες, τόσο από τους ηθοποιούς της παλαιότερης γενιάς, όσο και της νεώτερης. Το αποτέλεσμα σίγουρα αξίζει να το παρακολουθήσετε και φεύγοντας από αυτή θα έχετε πολλά να επεξεργαστείτε στο μυαλό σας.