Η ΤΑΞΗ ΜΑΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

Η ΤΑΞΗ ΜΑΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (4 ψήφοι)

Το κείμενο του Tadeusz Slobodzianek με τίτλο "Η Τάξη μας" σκηνοθετεί στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου ο Τάκης Τζαμαργιάς. Γραμμένο το 2009, και έχοντας κερδίσει αρκετές διακρίσεις, στηρίζεται στην αληθινή ιστορία της πολωνικής πόλης Γιεντβάμπνε, όπου υπό την καθοδήγηση της Γερμανικής κατοχής οι Εβραίοι της πόλης δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ και με αγριότητα από τους Καθολικούς συντοπίτες τους. Δέκα άνθρωποι που υπήρξαν συμμαθητές και τους συνέδεσαν κοινή εθνικότητα και κοινές παιδικές μνήμες, χωρίστηκαν, διχάστηκαν και κατασπάραξαν ο ένας τον άλλο λόγω θρησκείας και της κοινωνικής της παθογένειας. Η εισβολή των Σοβιετικών και στη συνέχεια των Γερμανών στην Πολωνία αλλοιώνει και καταστρέφει τις σχέσεις αγάπης, αλληλοϋποστήριξης και αλληλεγγύης που είχαν χτιστεί μεταξύ τους και τους χωρίζει σε στρατόπεδα που ανάμεσα τους κυριαρχεί το μίσος και η έλλειψη σεβασμού στην ανθρώπινη ζωή. Η ιστορία του καθενός ξεχωριστή, όπως και η καταβολή και η προσωπικότητά του. Η αθωότητα των παιδικών χρόνων τους ένωσε, η αγριότητα της ενηλικίωσής τους όμως τους χώρισε με μη αναστρέψιμο τρόπο. Δέκα ηθοποιοί διαφορετικών ηλικιών και υποκριτικών γενιών, αφηγούνται τις ιστορίες τους, θυμούνται με νοσταλγία την κοινή τους αρχή και αναρωτιούνται πάνω στη δύναμη του Κακού που τους έκανε έρμαια της βίας και της ανθρώπινης καταπίεσης και αγριότητας. Κάποιες φορές η ιστορική αλήθεια μπορεί να διαφέρει από την επίσημη Ιστορία και το άτομο μπορεί να βρει τη δύναμη να ανατρέψει τη δεύτερη για να φτάσει στην πρώτη. Ποιος χρόνος μπορεί να επουλώσει τις πληγές που έμειναν ανοιχτές; Πώς η ψυχή μπορεί να πάρει άφεση για τις πιο σκοτεινές στιγμές της; Η Έρι Κύργια ανέλαβε τη μετάφραση του κειμένου και το απέδωσε με σαφήνεια, συνέπεια και απόλυτα προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της γλώσσας μας.

Ο Τάκης Τζαμαργιάς αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία, σε μια παράσταση που ισορροπεί ανάμεσα στην αφήγηση των προσωπικών ιστοριών των ηρώων και τη θεατρική αναπαράσταση στιγμιοτύπων της πολυκύμαντης ζωής που τους ένωσαν ή τους έφεραν αντιμέτωπους με τα χειρότερα πάθη τους. Ο προφανής στόχος του είναι να φτάσει στο μεδούλι της ανθρώπινης ύπαρξης και μέσα από τη διαφοροποίηση των χαρακτήρων, προϊούσης της ιστορίας, να προσεγγίσει το Καλό και το Κακό που κρύβουμε μέσα μας. Το αφηγηματικό μέρος του έργου συνέδεσε τις διαφορετικές ιστορίες και γεφύρωσε αποστάσεις, διαφορετικούς σκηνικούς χώρους και το χρονικό εύρος το οποίο κάλυψε η ιστορία. Το θετικό ήταν ότι η αφήγηση είχε πάθος, είχε ψυχή, είχε συναίσθημα και δεν αρκέστηκε σε μια καλολογική περιγραφή γεγονότων και καταστάσεων. Δεν τραβούσε σε μάκρος και ήταν διανθισμένη με μουσική, τραγούδια και έντονες εικόνες που ο σκηνοθέτης δημιούργησε στις σκηνές δράσης. Τα θρανία που χρησιμοποιούνται στην αρχική τάξη και είναι τα σύμβολα της μαθητικής ανεμελιάς, στη διάρκεια του έργου γυρίζουν στο πλάι και γίνονται οι ταφόπλακες αυτών που σιγά σιγά πεθαίνουν εγκαταλείποντας την "παρέα" των συμμαθητών, σε ένα συγκινητικά αθόρυβο πέρασμα από τη ζωή στο θάνατο.
Η σκηνή χρησιμοποιείται δημιουργικά σε όλο της το βάθος και το πλάτος και διάφορα σκόρπια σκηνικά αντικείμενα ακόμα και όταν μοιάζουν ατάκτως ερριμένα στο θεατρικό σανίδι, λειτουργούν συμβολιστικά, όπως η σπασμένη υδρόγειος, η σκάλα στο πίσω μέρος της σκηνής πάνω στον τεράστιο μαυροπίνακα, το σχολικό κουδούνι που εξακολουθεί να χτυπά και μετά την ενηλικίωση των ηρώων. Το έργο ερεθίζει εξίσου τη λογική και το συναίσθημα του θεατή, καθώς θέλει να αποτελέσει σχόλιο για τα μαθήματα που μας δίνει η πρόσφατη Ιστορία, αλλά και για την ίδια την ανθρώπινη φύση με την καλοσύνη που μπορεί να επιδείξει, αλλά και τις θηριωδίες στις οποίες μπορεί να προβεί.
Οι διαφορετικές γενιές ηθοποιών δε δείχνουν ετερόκλητες πάνω στη σκηνή, αλλά έχουν ομογενοποιηθεί σε μία αρμονική ομάδα, μέσα στην οποία ο καθένας διατηρεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και αλληλοσυμπληρώνονται. Το δεύτερο μέρος της παράστασης, υπολείπεται λίγο σε ένταση και δυναμική του πρώτου, κάνοντας μια μικρή κοιλιά, αλλά διατηρεί το ενδιαφέρον του και κλείνει το έργο σκεπτόμενα και ελπιδοφόρα.

Στη διανομή των ρόλων θα ξεκινήσω από το Γιώργο Πυρπασόπουλο που ερμήνευσε το Ζίγκμουντ. Κυνικός, μακιαβελικός, δόλιος, αλλά και με ένα εσωτερικό πάθος και φλόγα που δείχνει να κινεί το λόγο και το πάτημά του στη σκηνή. Με εξαιρετική άρθρωση και ένταση φωνής, δείχνει να έχει τη δύναμη να "αποπλανήσει" το θεατή και να μετατρέψει το άδικο σε δίκαιο. Έχοντας δει το συγκεκριμένο ηθοποιό σε αρκετές πρόσφατες δουλειές του, θεωρώ, ότι είναι η πιο ώριμη, στέρεα και ολοκληρωμένη ερμηνεία του τα τελευταία χρόνια.
Η Κωνσταντίνα Τάκαλου υποδύεται την Ντόρα, μια γυναίκα γεμάτη ενέργεια, που προσπαθεί να ακουμπήσει την ευτυχία, κάνοντας κάποιους συμβιβασμούς. Την ενέργεια αυτή τη διοχετεύει και στη σκηνική της παρουσία βγάζοντας μία κοριτσίστικη αφέλεια και ξενοιασιά στην αρχή και μια γυναικεία ρομαντική ανασφάλεια στη συνέχεια. Οι εκφράσεις του προσώπου της αποτυπώνουν τον ψυχικό της κόσμο και ο λόγος της βγάζει ένταση, θέληση και επιμονή. Συνεπέστατη στα υψηλά ερμηνευτικά στάνταρ που μας έχει συνηθίσει.
Ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος παίζει τον Ρισίεκ, έναν ιδεολόγο νέο που το πάθος και η ορμητικότητά του τον αποπροσανατολίζει και τον κάνει να ξεχάσει την ουσία της ανθρώπινης φύσης του. Παθιασμένος, κινείται με μεγάλη ένταση σε όλη τη σκηνή και πλάθει ένα χαρακτήρα με εκδικητικότητα, κυνισμό και σκληρότητα μετά τα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκε. Πηγαίος, αυθεντικός και στην καλή και την κακή πλευρά του, δείχνει να ζει το ρόλο του και να έχει εμβαθύνει με επιμέλεια σε αυτόν.
Η Ράνια Οικονομίδου στο ρόλο της Ραχέλκα (ή Μαριάνας όταν βαπτίζεται καθολική), διατηρεί ένα χαμηλών τόνων προφίλ, μιας γυναίκας που γρήγορα συνειδητοποιεί ότι αν επιθυμεί να επιβιώσει χρειάζονται συμβιβασμοί και γρήγορες αποφάσεις. Δεν έχει εκρήξεις και έντονες κορυφώσεις, αλλά αποκαλύπτει τον πόνο, την ευαισθησία και τα βαθύτερα συναισθήματά της με έναν ήρεμα νωχελικό τρόπο και στηριζόμενη σε μικρές λεπτομέρειες για να υφάνει με μαεστρία την ηρωίδα της.
Ο Θέμης Πάνου είναι ο Μενάχεμ, ένας χαρακτήρας που μοιάζει να ακροβατεί μεταξύ της έντονης ανάγκης για επιβίωση, αλλά και μιας απογυμνωμένης από συναισθήματα προσωπικότητας, δισυπόστατος και με έντονα πάθη. Ακολουθεί κάποιες φόρμες στην ερμηνεία του, αλλά τις εμπλουτίζει εντυπωσιακά με την εμπειρία του και προσωπικές πινελιές.
Ο Γιάννης Νταλιάνης ερμηνεύει το Σλάντεκ και είναι πολύ πειστικός στην απεικόνιση ενός χαρακτήρα ικανού για ηρωικές πράξεις (όπως όταν εφορμά με το άλογο και σώζει τη Ραχέλκα), αλλά και αδύναμου να αντιτάξει τη δύναμή του στην ανθρώπινη βαρβαρότητα, επιλέγοντας συχνά τη μη συμμετοχή ή τη φυγή. Οι δύο όψεις ενός ανθρώπινου νομίσματος.
Η Καίτη Κωνσταντίνου ως Ζόχα, έχει πολύ καλές στιγμές, στις οποίες βάζει συναίσθημα και ευαισθησία στην ηρωίδα της και την ερμηνεύει με έναν προσωπικό τρόπο.
Ο Άλκης Παναγιωτίδης υποδύεται το Χένιεκ, ένα χαρακτήρα που ακροβατεί μεταξύ κυνισμού και πίστης, με τη σκοτεινή του φύση να αντιπαλεύει τη φωτεινή, την ανθρώπινη. Εσωτερικός και πολύ εκφραστικός στην κακή πλευρά του εαυτού του.
Ο Κώστας Γαλανάκης στο ρόλο του Άμπραμ, έχοντας μεταναστεύσει στην Αμερική, αγνοεί τις λεπτομέρειες της ζωής των υπόλοιπων και η γνώση του έρχεται μόνο μέσα από αποσπασματική αλληλογραφία. Ευαίσθητος, ανθρώπινος, ρομαντικός και απόλυτα ταγμένος στην πίστη του στον άνθρωπο και το μεγαλείο του, έχει μια ευγένεια στο λόγο του και μια μεγαλοπρέπεια στην κίνησή του, αφήνοντας θετικό ίχνος στην παράσταση.
Τέλος ο Βασίλης Μαγουλιώτης παίζει το Γιάκουμπ Κάτζ, έναν Εβραίο που υπηρετεί τα πιστεύω του και την αλήθεια τους, αλλά παραπλανάται από αυτά και έχει τραγικό τέλος. Ζεστός, άμεσος, με στέρεα πατήματα στη σκηνή, επιβεβαιώνει τις δυνατότητές του και αφήνει υποσχέσεις για ακόμα καλύτερα πράγματα στο εγγύς μέλλον.
Ο Γιώργος Σχοινάς παίζει ζωντανά το ακορντεόν του και συνοδεύει μουσικά το λόγο των ηθοποιών.

Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα με τους συμβολισμούς του κειμένου και τη σκηνοθετική οπτική και είναι πλούσιο, αλλά ταυτόχρονα και απόλυτα λειτουργικό, έχοντας μελετήσει σχεδόν κάθε γωνιά του διαθέσιμου σκηνικού χώρου.
Τα κοστούμια της ίδιας, στο ίδιο μήκος κύματος, έχουν ποικιλία και ντύνουν τις ιδιαιτερότητες της προσωπικότητας κάθε χαρακτήρα.
Η μουσική του Δημήτρη Μαραμή (σε στίχους του Σωτήρη Τριβιζά), εμπνευσμένη, δυναμική, συμπλήρωσε εύστοχα με νότες και μελωδία το λόγο, έδωσε ανάσες στο θεατή και μας θύμισε έντονα τη χαμένη μας παιδικότητα.
Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη λειτουργικοί, ζεστοί και πλήρως ενταγμένοι στη ροή του έργου. Η κίνηση της Ζωής Χατζηαντωνίου παθιασμένη, έντονη και σε σχεδόν απόλυτη αρμονία με το κείμενο.

Συμπερασματικά, στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, είδα μια παράσταση που βασίστηκε σε ένα πολύ δυνατό και αξιόλογο κείμενο και μια σκηνοθεσία που το διάβασε με έξυπνο και ευρηματικό τρόπο και κατάφερε να αποδώσει την ιστορική του αλήθεια, αλλά και τις ανθρώπινες αξίες του, χωρίς διδακτισμό, αλλά με συναίσθημα και κριτικό πνεύμα. Το σκηνικό υπηρέτησε πιστά τη σκηνοθετική οπτική και τα νοήματα του έργου και η μουσική άγγιξε ευαίσθητες χορδές του συναισθήματος του θεατή. Η πολύ καλή γενική εικόνα συμπληρώθηκε από ένα προσεκτικά επιλεγμένο καστ, το οποίο μέσα από τη διαφορετικότητά του, κατάφερε να αποτυπώσει εύστοχα το παζλ των χαρακτήρων και να τονίσει τις κοινές τους καταβολές, αλλά και τη διαφορετική θεώρηση της ζωής με τα πάθη και τις ιδεοληψίες της. Μια άρτια θεατρική πρόταση που αξίζει της προσοχής κάθε θεατρόφιλου.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.