Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΤΩΝ 5 - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 19/11/2018 10:50
Το έργο του Graham Linehan "Η Συμμορία των 5" (The Ladykillers) σκηνοθετεί στο Θέατρο Κιβωτός ο Γιάννης Κακλέας. Ο συγγραφέας διασκεύασε σε θεατρικό την ομώνυμη μαύρη κωμωδία του 1955 σε σενάριο του William Rose και σκηνοθεσία Alexander Mackendrick με πρωταγωνιστές μεταξύ άλλων τους Alec Guiness και Peter Sellers. Το 2004 οι αδερφοί Κοέν επιχείρησαν ένα remake της κλασσικής ταινίας, με πρωταγωνιστή τον Tom Hanks, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Η θεατρική διασκευή έκανε πρεμιέρα το Νοέμβριο του 2011 στο Liverpool Playhouse και ένα μήνα μετά συνέχισε στο Gielgud Theatre του Λονδίνου. Η παρέα μικροαπατεώνων του καθηγητή Μάρκους πλησιάζει μια εκκεντρική και μεγάλης ηλικίας κυρία, η οποία είναι χήρα και ζει με μόνη συντροφιά τον παπαγάλο της και τον τοπικό αστυνομικό, τον οποίο ενοχλεί τακτικά με τις παραξενιές και τις καταγγελίες της, για να νοικιάσουν δωμάτιο στη σοφίτα του σπιτιού της. Το προσόν του σπιτιού είναι ότι γειτνιάζει με ένα τούνελ τραίνου στο σταθμό του King's Cross, όπου η συμμορία σχεδιάζει να ληστέψει ένα φορτηγάκι χρηματαποστολής. Παριστάνουν τη χορευτική ομάδα για να αποκτήσουν τη συμπάθεια και την οικειότητα της γηραιάς κυρίας και άθελά της να την κάνουν συνένοχο στο εγχείρημά τους. Η τιμιότητα της καλοκάγαθης γριούλας όμως θα ανατρέψει τα σχέδιά τους και η εξέλιξη της ιστορίας θα πάρει απρόβλεπτη τροπή. Τη μετάφραση έχει επιμεληθεί ο Θοδωρής Πετρόπουλος και έχει κρατήσει την κωμική ραχοκοκκαλιά της ιστορίας, αν και δεν αποφεύγονται κάποια φλυαρία και κάποιες μικρές παγίδες απόδοσης αγγλικών λογοπαιγνίων.
Ο Γιάννης Κακλέας σκηνοθετεί την παράσταση με βασικό του μέλημα να κρατήσει ανέπαφο τον κωμικό πυρήνα του έργου, χωρίς όμως να αγνοήσει το "μαύρο" χαρακτήρα του σε σχέση με το έγκλημα που διαπράττεται από τους πρωταγωνιστές. Το εγχείρημα ξεκινά σπιρτόζικα, σε γρήγορο τέμπο, συστήνοντάς μας τους ήρωες, τον καθένα με την ιδιαιτερότητά του. Κάπου εδώ αρχίζουν τα προβλήματα, καθώς σε κάποιους χαρακτήρες παρατήρησα μια πιο εκλεπτυσμένη και χιουμοριστική αποτύπωσή τους στη σκηνή, ενώ σε άλλους η σκηνοθεσία κατέφυγε στην εύκολη λύση της καρικατούρας, τόσο στο επίπεδο του λόγου, όσο και σε αυτό της κίνησης. Έτσι κάποιοι ήρωες εξελίσσονται δημιουργικά στη ροή της παράστασης, ενώ κάποιοι παραμένουν μονοδιάστατοι, απλά επαναλαμβάνουν τα σκηνοθετικά κλισέ και κουράζουν, με το ενδιαφέρον του θεατή σταδιακά να ατονεί. Η σκηνή της ληστείας που προβάλλεται σε video κινουμένων σχεδίων στο υφιστάμενο σκηνικό ήταν μια φωτεινή εξαίρεση, καθώς έτσι αποτυπώθηκε με έναν αντισυμβατικό, αλλά έξυπνο τρόπο, μια ακολουθία εικόνων που θα γινόταν ιδιαίτερα βαρετή σε αφηγηματική μορφή. Το δεύτερο μέρος αργό, χωρίς ρυθμό και σπινθηροβόλες ατάκες, με ελάχιστες ενδιαφέρουσες σκηνές, ανακυκλώνει τα ίδια και γίνεται απλά διεκπεραιωτικό μέχρι το τέλος του. Οι ερμηνείες ακολουθώντας τη σκηνοθετική γραμμή σε λίγες περιπτώσεις είχαν ποικιλία και δυναμική, καθώς κινήθηκαν επιφανειακά και ανέμπνευστα, βασισμένες σε λεκτικά κλισέ και άνευρο χιούμορ.
Ο Θανάσης Τσαλταμπάσης στο ρόλο του καθηγητή Μάρκους είναι απολαυστικός. Ένας ηθοποιός με αυθεντική κωμική φλέβα, που όταν του δίνεις την ευκαιρία σαρώνει τη σκηνή με την κίνησή του, ενώ μπορεί να αποδώσει με δημιουργική φαντασία τις κωμικές αποχρώσεις του λόγου, να αυτοσχεδιάσει και να βγάλει αβίαστο γέλιο. Αν και εμμένει σε μία άρθρωση που δεν είναι η φυσική του, έχει όλη την απαιτούμενη ποιότητα που χρειάζεται για να είναι αρκούντως αστείος, αλλά και να πλάσει με ακρίβεια ένα μικροαπατεώνα που προσπαθεί να πιάσει την καλή. Η κίνησή του συνεχής, αλλά συντονισμένη με το λόγο, δίνοντας μια ολοκληρωμένη κωμική περσόνα. Η Αγορίτσα Οικονόμου υποδύεται τη γηραιά κυρία Γουίνστον που πέφτει θύμα των δολοπλόκων σχεδίων του καθηγητή και της συμμορίας του. Μία εξαιρετικά ταλαντούχα ηθοποιός που όμως προσπαθεί να υποδυθεί μια ηρωίδα που απέχει πολύ ηλικιακά από τον πραγματικό της εαυτό. Κι ενώ το μακιγιάζ και τα ρούχα είναι πετυχημένα, προσπαθώντας να τη μεταμορφώσουν, ούτε η φυσική της εμφάνιση, αλλά συχνά ούτε η άρθρωση του λόγου και η κίνησή της πείθουν για μια εκκεντρική και αδύναμη γριούλα που ξεχνά πολλά πράγματα. Έτσι αποδομείται ουσιαστικά ένα από τα βασικά ατού του έργου, αυτό της αντίθεσης μεταξύ του αεικίνητου και λογά καθηγητή με την αφελή και μοναχική, ευάλωτη γριά.
Ο Κώστας Αποστολάκης ερμηνεύει τον Ταγματάρχη Κόρτνεϊ, έναν φοβικό στρατιωτικό με γκέι απωθημένα μέσα του. Μονότονος, επίπεδος, με άχρωμη φωνή, στηρίζει την παρουσία του ανακυκλώνοντας τηλεοπτικά κλισέ, δημιουργώντας έναν εντελώς μονοδιάστατο ήρωα, χωρίς χιούμορ, χωρίς ίχνος θεατρικότητας και εν τέλει χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον για το θεατή.
Ο Στέλιος Ιακωβίδης παίζει τον κύριο Ρόμπινσον, έναν ιδιόμορφο τύπο που συχνά θυμίζει τζάνκι, τόσο στο λόγο, όσο και στην κίνηση. Η εμφάνισή του ξεκινά ελπιδοφόρα, αποκαλύπτοντας ένα χαρακτήρα με μεγάλα περιθώρια σκηνικής εξέλιξης. Οι προσδοκίες γρήγορα διαψεύδονται, καθώς απλά επαναλαμβάνονται τα αρχικά ευρήματα, στα οποία μοιάζει εγκλωβισμένος και χωρίς περιθώρια αυτοσχεδιασμού και πρωτοτυπίας.
Ο Γιάννης Μποσταντζόγλου είναι ο κύριος Λόσον ή Παλαιστής, ο, ας πούμε, αδύναμος κρίκος της ομάδας σε θέμα αντίληψης, αλλά άτομο με εντυπωσιακή σωματική ρώμη. Είναι ένας αδέξιος γίγαντας, ο οποίος πέφτει από το ένα σφάλμα στο άλλο. Κι εδώ παρατήρησα τον ηθοποιό να πατά στα εύκολα τηλεοπτικά στερεότυπα που τον έχουμε συνηθίσει, να αναλώνεται σε φωνητικές ακροβασίες και κινητικές υπερβολές, χωρίς να προσπαθεί να διεισδύσει στην ψυχολογία του ήρωά του.
Ο Κώστας Φλωκατούλας ανέλαβε τον κύριο Χάρβεϊ, τον αμφισβητία της παρέας, ο οποίος τρέφει μια παθολογική αντιπάθεια στις γριές. Κι αυτός άφησε την ερμηνεία του να φλερτάρει με την καρικατούρα, χωρίς να αφήσει κάποιο κωμικό στίγμα στο έργο, σε μια σκηνική παρουσία κατά βάση διεκπεραιωτική.
Ο Στέλιος Πέτσος έπαιξε τον αστυνόμο ΜακΝτόναλντ, συνήθη συνδαιτημόνα της κυρίας Γουίνστον για τσάι. Στο μικρό αυτό ρόλο ήταν αξιοπρεπής, αποτυπώνοντας ένα τυπικό αστυνομικό όργανο της γειτονιάς.
Τα σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη είχαν τη λογική της υπερπαραγωγής, αλλά αποτύπωσαν σωστά την ατμόσφαιρα της γειτονιάς της γηραιάς κυρίας, πρόσφεραν αποτελεσματική κάλυψη στην αλλαγή κοστουμιών, αν και κάποια στιγμή ένιωσα ότι "έπνιγαν" λίγο την κινητικότητα των ηθοποιών.
Τα κοστούμια του Νίκου Χαρλαύτη ήταν εξαιρετικά προσεγμένα και απέδωσαν επιτυχημένα τον ιδιαίτερο τύπο που αντιπροσώπευε κάθε ήρωας. Όταν δε οι ήρωες ντύθηκαν μπαλαρίνες μας πρόσφερε μια απολαυστική σκηνή.
Η μουσική των Μιχάλη Νιβολιανίτη και Αλέξανδρου Χρηστάρα προσπάθησε να ακολουθήσει τη λογική μιας ρετρό κινηματογραφικής αίσθησης, η οποία όμως δεν έδενε συνήθως με τα επί σκηνής τεκταινόμενα και τη δημιουργία ατμόσφαιρας αναμονής. Η κινησιολογία της Αγγελικής Τρομπούκη ήταν εξαιρετική και αποτέλεσε τη ραχοκοκκαλιά της πολύ καλής σκηνής του χορευτικού κρεσέντου των πρωταγωνιστών στο κοινό των ηλικιωμένων κυριών.
Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη προτίμησαν κάποια γενικά πλάνα, ενώ σε κάποιες στιγμές δημιούργησαν μια νουάρ ατμόσφαιρα.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του θεάτρου Κιβωτός, παρακολούθησα μια προσπάθεια θεατρικής αναπαράστασης του σεναρίου μιας παλιάς κινηματογραφικής μαύρης κωμωδίας. Η σκηνοθετική προσέγγιση έδειξε να στερείται εμπνεύσεων και λύσεων που θα διατηρούσαν το λεπτό χιούμορ του σεναρίου, την αγωνία της ανατροπής και θα αποτύπωναν κάποιους χαρακτηριστικούς τύπους μικροαπατεώνων. Βασίστηκε σε σχηματικά αστεία, τηλεοπτικά κλισέ και διαλόγους που δεν είχαν συνήθως σπιρτάδα και αμεσότητα, με αποτέλεσμα ο ρυθμός να κάνει μεγάλες κοιλιές και το γέλιο να είναι λίγο και όχι αβίαστο. Οι ερμηνείες, πλην αυτής του καθηγητή Μάρκους, είχαν προφανείς αδυναμίες, ήταν χωρίς βάθος και κωμική αιχμηρότητα, κινούμενες γενικότερα σε χαμηλές ταχύτητες και δεν έδωσαν την αίσθηση ομάδας.