Η ΠΑΡΕΛΑΣΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 05/06/2017 10:35
Ένα από τα γνωστότερα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη με τίτλο "Η Παρέλαση", σκηνοθετούν οι Κωνσταντίνος Μάρκελλος και Ελένη Στεργίου στη Β' σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας. Μαζί με την "Πόλη" και τη "Διανυκτέρευση" αποτελούν την Τριλογία της Πόλης.
Δύο αδέλφια, ο Άρης και η Ζωή, ζουν στη σοφίτα ενός σπιτιού, απομονωμένα από τον έξω κόσμο και τα ερεθίσματά τους από αυτόν, έρχονται μόνο μέσα από το μοναδικό παράθυρο του δωματίου. Από εκεί κρυφοκοιτάνε την πλατεία και βλέποντάς την να φορά τα γιορτινά της, συμπεραίνουν ότι γίνονται ετοιμασίες για μια μεγάλη στρατιωτική παρέλαση. Ο πατέρας τους λείπει σχεδόν συνέχεια από το σπίτι και η επικοινωνία τους με αυτό είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Μεταξύ τους εξελίσσεται ένα ιδιότυπο παιχνίδι επιβίωσης και εξουσίας μέσα από το φόβο, τις ανασφάλειες και τα αδιέξοδα τα οποία τους δημιουργούν τα όνειρα, οι μνήμες και τα τραύματα των παιδικών τους χρόνων. Ο έξω κόσμος στην αρχή φαντάζει ο ελευθερωτής τους, αλλά στο τέλος μπορεί να αποδειχθεί ο δήμιός τους και η επιζητούμενη λύτρωση να μην έρθει ποτέ. Ένα κείμενο το οποίο ακροβατεί μεταξύ ενός κοινωνικού θρίλερ και μιας υπαρξιακής αλληγορίας, με τις λέξεις να γίνονται ιδέες με όχι πάντα μονοσήμαντο νόημα. Υπάρχει έντονο το πολιτικό μήνυμα κρυμμένο ανάμεσα στις γραμμές που αναφέρεται σε μια εποχή σκοτεινή και δυσοίωνη, αλλά καταφέρνει να διατηρεί και τη διαχρονικότητά του.
Οι Κωνσταντίνος Μάρκελλος και Ελένη Στεργίου αναλαμβάνουν τη σκηνοθεσία της παράστασης, ισορροπώντας μεταξύ του μικρόκοσμου του δωματίου των αδελφών και των εξωτερικών γεγονότων που βλέπουν από το παράθυρό τους. Τα σύμπαντά τους τοποθετημένα αντιδιαμετρικά στη σκηνή με την κοπέλα να αντιπροσωπεύει τη σταθερότητα, αφού κάθεται στην κουνιστή της πολυθρόνα, σχεδόν βιδωμένη σε αυτή και πλέκει, προσπαθώντας να ξεφύγει από τα φαντάσματα και τους εφιάλτες που μπορούν να τη στοιχειώσουν και σχεδόν αδιαφορώντας για τις προετοιμασίες της παρέλασης στην πλατεία. Το αγόρι κινητικό κινείται μεταξύ ενός πολύχρωμου πλέγματος που λειτουργεί και ως αλφαβητάρι, όπου έχει τα παιχνίδια και τα βιβλία του και του παράθυρου, απ' όπου περιγράφει αναλυτικά τα τεκταινόμενα και ενθουσιάζεται από την προοπτική της γιορτής και πλάθει όνειρα. Η σύγκρουσή τους αναπόφευκτη, οι κόσμοι τους και οι ελπίδες τους διαφορετικοί, αν και οι δύο νιώθουν να στραγγαλίζονται από τη συνήθεια της επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας. Η παράσταση με πολλές μικρές κορυφώσεις έχει μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και ένα ρυθμό που στην εξέλιξη της παράστασης ανεβάζει συνεχώς στροφές, οι διάλογοι αυξάνουν την ένταση και την αιχμηρότητά τους μέχρι την τελική σκηνή της κάθαρσης-καταστροφής (προφητική η τοποθέτηση του παραθύρου της σοφίτας στο πάτωμα). Παρ' όλες τις μεταφυσικές της πινελιές και την επικοινωνία της με τον κόσμο της φαντασίας, η σκηνοθεσία κρατά το έργο απόλυτα γειωμένο, πραγματικό, γυμνό από καλολογίες και απόλυτα συντονισμένο με την ψυχολογία του θεατή, τον οποίο κρατά σε αγωνία για το αποτέλεσμα του αδερφικού "αγώνα" που κάποιες στιγμές γίνεται αδυσώπητος.
Τα ίδια παιδιά αναλαμβάνουν και τους αντίστοιχους ρόλους της παράστασης. Η Ελένη Στεργίου υποδύεται τη Ζωή και δίνει έναν έντονα προσωπικό τόνο στις εσωτερικές της αγωνίες, αποτυπώνοντάς τον στο λυγμό της φωνής της και στη νευρικότητα της κίνησής της. Η ανασφάλεια νιώθεις ότι την πνίγει, βουλιάζει σιγά σιγά στο τέλμα της αβεβαιότητας και ψάχνει απεγνωσμένα ένα ψυχολογικό και πνευματικό στήριγμα. Η κοριτσίστικη αφέλεια συναντά την ευαισθησία και την έντονη ανάγκη διαφυγής από τα προσωπικά αδιέξοδα. Υπάρχει μια εσωτερικότητα στην ερμηνεία και μία κρυμμένη φλόγα που αναμένει και βρίσκει την ευκαιρία να εκδηλωθεί.
Ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος ερμηνεύει τον Άρη και στη σκηνή βγάζει έναν πιο ενθουσιώδη εαυτό που προσπαθεί να ενηλικιωθεί και να δείξει άντρας, χωρίς ακόμα να έχει απελευθερωθεί από τα σύνδρομα ενός φοβισμένου αγοριού. Παίζει με την αδελφή του εύστοχα το αέναο παιχνίδι εξουσίας μεταξύ άντρα και γυναίκας, παλεύει να δηλώσει ώριμος, δυνατός και αυθύπαρκτος, αλλά φοβάται να αντιμετωπίσει το αχανές του έξω κόσμου (όπως δηλώνουν και οι εφιάλτες που αναφέρει στη ροή του έργου). Η χημεία των δύο ηθοποιών είναι εμφανής, αλληλοσυμπληρώνουν ο ένας τον άλλο και πείθουν για την ύπαρξη μιας βαθύτερης σχέσης μεταξύ των χαρακτήρων που παίζουν στη σκηνή.
Ο σκηνικός χώρος είχε την επιμέλεια της Ζωής Μολυβδά-Φαμέλλη και του Μπάμπη Καμπανόπουλου, προσαρμοσμένος απόλυτα στη σκηνοθετική οπτική, έδωσε αισθητική και προσωπικότητα στο χώρο.
Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, γήινα, καθημερινά και νεανικά, υπενθυμιστικά όμως μιας περασμένης δεκαετίας.
Η μουσική της Νεφέλης Σταματογιαννοπούλου ήθελε λίγη ένταση για να συμβαδίζει με την αντίστοιχη της πλοκής του έργου, ενώ οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα έδωσαν ατμοσφαιρικότητα και εστίασαν σωστά στα πρόσωπα των δύο αδελφών.
Συμπερασματικά, στη Β' σκηνή του Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας, είδα μια νεανική παράσταση, που είχε αισθητική, έριξε μια φρέσκια και σύγχρονη ματιά σε ένα κλασσικό κείμενο της Λούλας Αναγνωστάκη και υπογράμμισε τη διαχρονικότητά του. Γρήγορος ρυθμός, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, σημασία στην αλληγορία του λόγου που δένει αρμονικά με το σκηνικό χώρο και προσεγμένες ερμηνείες, ολοκληρώνουν την εικόνα μιας τίμιας και απόλυτα αξιοπρεπούς δουλειάς που κοιτά κατάματα το θεατή και του δίνει τροφή για σκέψη.