Η ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 11/04/2016 15:38
Την πολυδιαφημισμένη ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ των Μπέρτολτ Μπρέχτ και Κουρτ Βάιλ, σκηνοθετεί στη σκηνή του Παλλάς ο Γιάννης Χουβαρδάς.
Η οικογένεια Πήτσαμ διευθύνει μια αδίστακτη επιχείρηση με ζητιάνους, που κεφαλαιοποιεί την ανθρώπινη συμπόνια για να βγάζει λεφτά και να πλουτίζει, ενώ η κόρη τους Πόλυ ερωτεύεται τον Μακχήθ, έναν γκάγκστερ με συνήθειες και συμπεριφορά αστού, που έχει μια συμμορία από μικροαπατεώνες.
Η οικογένειά της αντιτίθεται σφοδρά σε αυτόν τον έρωτα και μεταχειρίζεται κάθε θεμιτή και αθέμιτη μέθοδο για να τον παρεμποδίσει και να τον χαλάσει, σε συνεργασία με το δόλιο και διεφθαρμένο αστυνόμο της περιοχής.
Ο Μακχήθ συλλαμβάνεται και είναι έτοιμος να οδηγηθεί στο ικρίωμα.
Το έργο του Μπρεχτ με τη μουσική του Βάιλ, αποτελεί μια διασκευή του έργου "Όπερα του Ζητιάνου" που έγραψε το 18ο αιώνα ο Βρετανός Τζον Γκρέι, για να σατιρίσει το αγγλικό στέμμα και την ολιγαρχία της εξουσίας. Ο Μπρέχτ διασκεύασε το κείμενο ώστε να αποτελέσει πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό σχόλιο και κριτική στη Γερμανία της οικονομικής κρίσης, πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και να ψέξει έντονα το χρήμα και την εξουσία που διέφθειρε τις δομές και τα θεμέλια της αστικής τάξης, με μία διάθεση καυστική μεν, αλλά ταυτόχρονα σατιρική και ευφρόσυνη.
Η απόδοση του κειμένου από το Γιώργο Δεπάστα, έχει ροή και ρυθμό, χωρίς να καταφεύγει σε γλωσσικές και υφολογικές απλοποιήσεις, διαμορφώνοντας ένα δημιουργικό πεδίο για το σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς του.
Ο Γιάννης Χουβαρδάς αναλαμβάνει τη σκηνοθετική επιμέλεια του όλου εγχειρήματος και δεδομένου του ανεβάσματος της παράστασης στο Παλλάς, ακολουθεί μια λογική αρμονίας με το κείμενο, αλλά και μιας υπερπαραγωγής, που έχει μία τάση επίδειξης, που δε συνάδει πάντα με τον καταγγελτικό χαρακτήρα των μηνυμάτων του συγγραφέα. Το κοινωνικό και ηθικοπλαστικό περιεχόμενο των οραμάτων του Μπρεχτ, ναι μεν κρύβει μια έντονη υπόγεια ειρωνεία και αυτοσαρκασμό, αλλά καταφεύγοντας στον εύκολο εντυπωσιασμό, απλά δημιουργείς πάνω σε μια εύκολη και τυπική πεπατημένη, για να αποφύγεις πιθανές μικρές παγίδες. Στην παράσταση συνδυάζονται αρκετά είδη θεάτρου, με τη συγκεκριμένη συνταγή να περιλαμβάνει μεγάλες δόσεις μιούζικαλ και λανθάνοντος γερμανικού καμπαρέ, περιορίζοντας και ενίοτε "στραγγαλίζοντας" την πρόζα και μην αφήνοντας να αναπτυχθούν αξιόλογοι διάλογοι, από τους οποίους ο θεατής θα μπορέσει να ενδιαφερθεί και να ταυτιστεί με κάποιον από τους χαρακτήρες. Έχουμε έτσι μια σχετική ανισορροπία στο ρυθμό και την ατμόσφαιρα και μη ολοκληρωμένες νοηματικά σκηνές. Τεχνικά ο σκηνοθέτης επέλεξε ένα έξυπνα φουτουριστικό σκηνικό με υπολογιστές και οθόνες που αλλάζουν συνεχώς μηνύματα και χρώματα και ένα υπερυψωμένο τμήμα της σκηνής, που μετατρέπεται σε φυλακή, αλλά κυρίως σε ένα ρίνγκ αντιπαλότητας του καλού και του κακού, του δίκαιου και του άδικου, της ζωής και του θανάτου. Κάποιες σκηνές έχουν πρωτοτυπία και ευρηματικότητα (για παράδειγμα οι δύο γυναίκες που συγκρούονται στο ρίνγκ), ενώ κάποιες άλλες είναι απλά στυλιζαρισμένες και αναμενόμενες. Η διδασκαλία των ηθοποιών, η μεταξύ τους συνέργεια και το σκηνικό στήσιμό τους είναι εμφανές ότι δουλεύτηκε, αλλά όχι πάντα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Ο Χρήστος Λούλης στο ρόλο του Μακχήθ, αποτέλεσε μια εξαιρετική επιλογή. Μετρημένος και συνεπής στο λόγο του, χωρίς να παρασυρθεί καθόλου σε ευκολίες, συναισθηματισμούς ή περιττές κορώνες, με ευκρινέστατη εκφορά του λόγου, έδειξε να έχει τον πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, τα οποία χρησιμοποίησε σχεδόν ιδανικά. Στο τραγουδιστικό μέρος ήταν εξίσου καλός, καθώς άγγιζε τα φωνητικά όρια στα οποία μπορούσε να ανταποκριθεί και δεν υπερέβαλλε εαυτόν, προκειμένου να εντυπωσιάσει ή να κλέψει τις εντυπώσεις. Ολοκληρωμένη και πλήρης ερμηνεία από έναν ηθοποιό με πολύ ταλέντο που το επέδειξε απλόχερα στο συγκεκριμένο έργο.
Ο Άγγελος Παπαδημητρίου, ο εκμεταλλευτής Πίτσαμ, έδωσε στο χαρακτήρα του την απαιτούμενη κουτοπονηριά και φάνταζε κατάλληλος για τη διεύθυνση της εταιρείας ζητιάνων. Πληθωρικός τόσο στο λόγο του, όσο και στη σκηνική του κίνηση έκανε κτήμα του τις ιδιαιτερότητες του ήρωα που υποδύθηκε και τις απέδωσε επιτυχημένα. Δεν απέφυγε σε κάποιες σκηνές κάποιες μικρές μανιερίστικες ευκολίες, αλλά δεν επηρέασαν την τελική θετική εντύπωση που άφησε.
Η Καρυοφιλλιά Καραμπέτη υποδυόμενη την κυρία Πίτσαμ, επέλεξε να αποδώσει το χαρακτήρα στα όρια της καρικατούρας. Ναι μεν "τσαλακώνεται" με τόλμη στη σκηνή του Παλλάς, αλλά έχει εμφανείς δυσκολίες να ακολουθήσει επί μακρόν μια αυτοσατιριζόμενη περσόνα και να υποστηρίξει την καρικατούρα υποκριτικά. Το τραγουδιστικό κομμάτι του ρόλου της κινήθηκε στα όρια της απογοήτευσης.
Η Νάντια Κοντογιώργη, σαν Πόλυ Πήτσαμ, είναι μια αφελής και ρομαντική νεαρή γυναίκα, που μεταμορφώνεται σε αδίστακτη αρχηγό συμμορίας. Τραγουδιστικά είναι πάρα πολύ καλή και επωμίζεται μεγάλο μέρος της προσπάθειας, αλλά ερμηνευτικά χωρίς να είναι εμφανώς κακή, παίζει χωρίς δυναμισμό, χωρίς ψυχή, χωρίς να νιώθεις ότι ζει το ρόλο, καταθέτοντάς τον στη σκηνή. Έτσι η ερμηνεία της είναι άνευρη, συχνά υποτονική και ελάχιστα πειστική.
Ο Νίκος Καραθάνος έχει το διπλό ρόλο του αφηγητή και του διεφθαρμένου αστυνομικού. Στον πρώτο, ειδικά μέσα από τη στολή την οποία είναι αναγκασμένος να φοράει, χάνονται πολλές ατάκες και η εκφορά του λόγου είναι τουλάχιστον προβληματική. Παράλληλα, οι απαιτήσεις του ρόλου τον οδηγούν σε μία αυτοπαρωδία, η οποία μετά από λίγη ώρα με κούρασε και έγινε αδιάφορη και ανούσια. Στο δεύτερο ρόλο του αστυνομικού, διατήρησε τη λογική της καρικατούρας οδηγώντας το χαρακτήρα στην αυτογελοιοποίησή του. Πολύ μέτρια παρουσία από έναν ηθοποιό με αναμφισβήτητο ταλέντο.
Η Λυδία Φωτοπούλου, ερμήνευσε το χαρακτήρα της Τζέννυ, πέρασε σχεδόν απαρατήρητη και χρειάστηκε να προσπαθήσω αρκετά για να συνειδητοποιήσω ότι είναι αυτή, στο συγκεκριμένο ρόλο. Χωρίς εμφανές στίγμα και ουσία συμμετείχε στα τεκταινόμενα απλά και διεκπεραιωτικά.
Η Κίκα Γεωργίου σαν Λούσι, έχει ένα δυναμισμό και μια ένταση που κάνει την παρουσία της αξιομνημόνευτη.
Ο θίασος συμπληρώνεται από πολλούς και αξιόλογους ηθοποιούς σε μικρότερους ρόλους. Αντίνοος Αλμπάνης, Μιχάλης Αφολαγιάν, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Ελίζα Γεροντάκη, Έφη Γούση, Μαριάννα Καβαλλιεράτου, Βασίλης Κουκαλάνι, Ελένη Μπούκλη, Βασίλης Μυλωνάς, Νέστορας Κοψιδάς, Μαρία Νίκα και Γιώργος Τζαβάρας αποτελούν σημαντικά γρανάζια της παράστασης στο Παλλάς.
Τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη, εκμεταλλεύονται έξυπνα σχεδόν το σύνολο του χώρου του Παλλάς και είχε αρκετές ιδέες που προώθησαν δημιουργικά την οπτική του σκηνοθέτη και δημιούργησαν κατάλληλη ατμόσφαιρα.
Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη κομψά και απόλυτα αντιπροσωπευτικά των χαρακτήρων που ντύνουν, εξυπηρετούν απόλυτα τους στόχους της παράστασης.
Πολύ καλή ενορχήστρωση από το Θοδωρή Οικονόμου, ενώ οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου παίζουν ενίοτε με τις σκιές και το ημίφως καλλιεργώντας μια ατμόσφαιρα μυστηρίου.
Η επιμέλεια της κίνησης ανήκει στην Αμαλία Μπένετ και είναι δουλεμένη με πολύ μεράκι και στη λεπτομέρεια, αποτελώντας από τα δυνατά ατού του έργου, δίνοντας ψυχή και δυναμισμό σε πολλές σκηνές.
Συμπερασματικά, το εγχείρημα του Γιάννη Χουβαρδά στη σκηνή του Παλλάς ξεκίνησε με αγαθές και ειλικρινείς προθέσεις, αλλά στην πορεία έδειξε να χάνει το δρόμο του, αυτοπαγιδευόμενο σε μια προσέγγιση υπερθεάματος και να υποκύπτει στις αρκετές αδυναμίες του. Κάποιες καλές ερμηνείες τόσο στην πρόζα, όσο και στο τραγούδι, αποτέλεσαν οάσεις μέσα στη γενικότερη μετριότητα μιας παράστασης, που δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στους υψηλούς στόχους που τέθηκαν από τους συντελεστές της.