Η ΛΑΜΨΗ ΜΙΑΣ ΑΣΗΜΑΝΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

Η ΛΑΜΨΗ ΜΙΑΣ ΑΣΗΜΑΝΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


2.4/5 κατάταξη (7 ψήφοι)

Το δεύτερο κείμενο για τη φετινή θεατρική χρονιά του Ιρλανδού θεατρικού συγγραφέα Conor McPherson, με τίτλο "Η Λάμψη μιας Ασήμαντης Νύχτας" (The NIght Alive) σκηνοθετεί στο Θέατρο Επί Κολωνώ η Ελένη Σκότη.
Γραμμένο το 2013, έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο Donmar Warehouse του West End τον Ιούνιο του ίδιου έτους, προτεινόμενο για βραβείο Olivier καλύτερου έργου, ενώ συνέχισε την πορεία του στο Atlantic Theater της Νέας Υόρκης, όπου κέρδισε το βραβείο New York Drama Critics Circle για καλύτερο έργο το 2014. Ο Τόμι είναι γύρω στα 50, χωρισμένος, με μία κόρη που βλέπει σπάνια και μένει σε μια συνοικία του Δουβλίνου, στο ισόγειο ενός σπιτιού γεμάτο με λίγα έπιπλα και αρκετά σκουπίδια, το οποίο νοικιάζει από το γηραιό του θείοι. Οι δουλειές που κάνει είναι ευκαιριακές, κάποιες τρόπον τινά αρπαχτές και σε αυτές συχνά βοηθάει και ο φίλος του ο Ντοκ, ένας παρίας του χωριού με ελαφρά νοητική στέρηση, μεταφέροντας πράγματα με το βαν του Τόμι. Και οι δύο χωρίς δεσμεύσεις, βυθισμένοι στη μοναξιά της καθημερινότητας, μέχρι κάποιο βράδυ ο Τόμι να γνωρίσει και να φέρει στο δωμάτιό του την Έιμι, μια νεαρή πόρνη που διασώζει από έναν καυγά στο δρόμο. Μεταξύ τους αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη και ζεστή σχέση, η οποία αναστατώνει την υφιστάμενη ισορροπία μεταξύ των αντρών του σπιτιού. Όταν στη ζωή τους εισβάλλει και ο Κέννεθ πρώην ερωτικός σύντροφος της Έιμι, αναζητώντας την, η κατάσταση εξωθείται στη βία με απρόβλεπτες εξελίξεις. Η μετάφραση του Γιώργου Χατζηνικολάου είναι στρωτή, δεν παρουσιάζει αρρυθμίες, αν και δεν αποφεύγει κάποιες πολύ μικρές λεκτικές παγίδες της γλώσσας και προσαρμόζει καλά το κείμενο σε ελληνικά δεδομένα.

Η Ελένη Σκότη είναι στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης διατηρώντας το ρεαλισμό της γραφής και προσθέτοντας ένα ιδιαίτερο, συχνά μαύρο χιούμορ και μια τρυφερή ματιά στις ανθρώπινες ιστορίες των ηρώων. Η μοναξιά, η προσωπική αποτυχία, η σχέση με το ποτό, η παραίτηση από τη ζωή είναι χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών, αλλά σε ελεγχόμενο βαθμό και σίγουρα αναστρέψιμο. Όλοι φλερτάρουν συνεχώς με τα δίπολα καλού-κακού, προσκηνίου-περιθωρίου και είναι καθημερινοί τύποι της διπλανής πόρτας. Η πικρή αλήθεια της πραγματικότητας έρχεται να συντρίψει τα όνειρα και τους στόχους του παρελθόντος, με την ελπίδα όμως να καιροφυλακτεί, σα μία μικρή φλόγα που περιμένει και πάλι να φουντώσει. Η σκηνοθέτις δημιουργεί ένα σύμπαν σκοτεινό, αλλά αφήνει ανοιχτές τις γρίλιες να μπαίνει κάποιο φως. Αποκρυπτογραφεί τις σχέσεις των ηρώων μεταξύ τους, αλλά και τη βαθύτερη ψυχολογία τους χωρίς να μένει στην επιφάνεια, αλλά ακτινογραφώντας τους σχολαστικά και με λεπτομέρεια. Τα συναισθήματα που διεγείρει δεν είναι ακραία, είναι ρεαλιστικά και οδηγούν το θεατή αν όχι σε ταύτιση με τους ήρωες, τουλάχιστον σε μια συμπάθεια και μια πνευματική συμπόρευση μαζί τους. Θα ήθελα ίσως μια εκτενέστερη σκηνική αιτιολόγηση του ρόλου του Κέννεθ, αλλά και πάλι κανένας χαρακτήρας δεν παρουσιάζει κενά. Ο ρυθμός κρατάει ένα μέτρο και ένα συνεχές ενδιαφέρον, χωρίς να βιάζεται, αλλά και χωρίς να λιμνάζει. Στα συν της παράστασης το γεγονός ότι δεν υιοθετείται ένα χάπι-εντ, αλλά διατηρείται μια αμφισημία για το μέλλον.

Ο Δημήτρης Αλεξανδρής αναλαμβάνει το ρόλο του Τόμι, ενός πενηντάρη που προσπαθεί να βρει στόχους και κατευθύνσεις στη ζωή του. Στην αρχή δείχνει αποκοιμισμένος στη μονοτονία και την πλήξη της καθημερινότητας, αλλά με την Έιμι στο σπίτι, ανεβάζει ταχύτητα και αρχίζει να αναζητά κάτι καλύτερο για τον ίδιο του τον εαυτό. Η ερμηνεία του με κάποιες αμήχανες στιγμές στην αρχή, ανεβάζει γρήγορα στροφές και έχει εσωτερικότητα, έχει ένταση και λίγες (καλά ενορχηστρωμένες στη σκηνή) εκρήξεις, Τα συναισθήματα δεν του λείπουν, ενώ κάποιες φορές δείχνει και ο ίδιος έξυπνα να ξαφνιάζεται με την κλιμάκωσή τους.
Ο Ερρίκος Λίτσης, ερμηνεύει το γηραιό θείο Μόρις, που είναι πονεμένος, μοναχικός, λίγο γκρινιάρης, αλλά εν τέλει δίκαιος και ενδόμυχα μεγαλόκαρδος. Μην έχοντας ξεπεράσει το θάνατο της γυναίκας του διοχετεύει όλο του το ενδιαφέρον στον κήπο με τα λαχανικά αλλά στον ανιψιό του με τρόπο λιτό, και καθόλου κραυγαλέο. Γήινος, απλός, αυθόρμητος, χωρίς καμία προσπάθεια να "υποδυθεί" το χαρακτήρα του, καταφέρνει να αποτυπώσει με εξαιρετική επιτυχία έναν απόλυτα ρεαλιστικό ήρωα, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις του σήμερα.
Η Κατερίνα Μαούτσου είναι η Έιμι, που εισβάλλει στο σύμπαν των ανδρών και άθελά της το ανατρέπει εκ βάθρων. Με μια πιο εξωτερικευμένη ερμηνεία, που δε φοβάται να μιλήσει ανοιχτά και να πει ότι σκέφτεται, επενδύει σε μια ερμηνεία με ευθύτητα, ευαισθησία και ουσία, συνθέτοντας μία επαγγελματία που ζει από τις ερωτικές της υπηρεσίες, αλλά δε διστάζει να νιώσει, να αισθανθεί και να αφήσει περιθώρια συναισθήματος.
Ο Γιώργος Τριανταφυλλίδης παίζει τον Ντοκ, ένα χαρακτήρα με μία ελαφρά νοητική καθυστέρηση, που έχει προσκολληθεί στον Τόμι και εξαρτάται σχεδόν πλήρως από αυτόν. Η ερμηνεία δεν ακολουθεί πεπατημένες και στυλιζαρισμένους κώδικες, αλλά έχει χιούμορ, σαρκασμό, αλλά και ανθρωπιά. Δε διαμορφώνει έναν ήρωα για να τον λυπάσαι και να τον οικτίρεις, αλλά για να τον συμπαθείς ή να τον αντιπαθείς, ανάλογα με τις κατά περίπτωση αντιδράσεις του.
Τέλος, ο Αργύρης Σαζακλής, στο ρόλο του Κέννεθ, του πρώην συντρόφου της Έιμι, αντιπροσωπεύει έναν τύπο που η βία είναι στην καθημερινότητά του και την έχει επιλέξει σαν τρόπο επίλυσης διαφορών. Δε λείπει το χιούμορ και ο σαρκασμός και εδώ, ενώ υπάρχουν υπενθυμίσεις ότι και αυτός υποφέρει από το ίδιο σύνδρομο μοναξιάς και ανασφάλειας με τους άλλους χαρακτήρες. Ο λόγος είναι γρήγορος και κοφτός και η κίνηση απότομη και εκρηκτική. Κάποιες στιγμές στην κίνηση αυτή υπήρξε μια υπερβολή, αλλά γρήγορα συντονίστηκε και πάλι με το λόγο.

Τα σκηνικά του Γιώργου Χατζηνικολάου πριν την έναρξη δίνουν την ψευδαίσθηση μιας υπερφορτωμένης σκηνής, αλλά στη ροή της παράστασης γίνεται ολοφάνερη η λειτουργικότητα και η αιτιολόγησή της όλης οπτικής. Επιπρόσθετα, δεν παρατήρησα καμία δυσλειτουργία ως προς την κινητικότητα των ηθοποιών. Τα κοστούμια του ίδιου είναι απλά, καθημερινά και αντιπροσωπευτικά των διαφορετικών χαρακτήρων του έργου και της ιδιοσυγκρασίας τους.
Η μουσική του Σταύρου Γιαννουλάκη δεν αφήνει το στίγμα της στην παράσταση, αλλά υπογράμμισε εύστοχα κάποιες εντάσεις και κορυφώσεις της. Οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου, σε ένα διαρκές παιχνίδι εξωτερικού και εσωτερικού φωτός, πρόσθεσε σκιές και υποφωτισμένα πλάνα εκεί που χρειάζονταν, δίνοντας τις απαραίτητες αποχρώσεις στη διάδραση των χαρακτήρων.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Επί Κολωνώ, είδα ένα κείμενο ενός σύγχρονου Ιρλανδού συγγραφέα, που δικαιολόγησε σχεδόν απόλυτα τα καλά λόγια που έχουν ακουστεί για το περιεχόμενο και τα νοήματά του. Η σκηνοθεσία ρεαλιστική, αλλά χωρίς ακρότητες, ουσιαστική και εύστοχη ως προς την απεικόνιση του ψυχισμού των ηρώων, είχε στόχο και προσανατολισμό. Σφιχτοί ρυθμοί, παρακμιακή (αλλά όχι αρρωστημένη) ατμόσφαιρα και διάλογοι καθημερινοί, συνέβαλλαν μαζί με τις πολύ καλές ερμηνείες (οι οποίες είχαν λίγες αμήχανες στιγμές), στο να παρακολουθήσω μία παράσταση που θα μείνει για πολύ καιρό στη μνήμη μου.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.