Η ΚΥΡΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 25/07/2016 10:40
Την ΚΥΡΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ του μεγάλου αστυνομικού συγγραφέα Γιάννη Μαρή, επέλεξε να σκηνοθετήσει η Φρόσω Λύτρα, στο Gazarte.
Μεταφερόμαστε λοιπόν, στη δεκαετία του 1950, όπου μια πλούσια, νεαρή και πανέμορφη κυρία, η Λιάνα Περέζ, φτάνει στην Αθήνα και εισβάλλει στα κοσμικά σαλόνια, κατακτώντας τα και φλερτάροντας ασύστολα με πλούσιους άντρες της τοπικής κοινωνίας ή φερέλπιδες νεαρούς.
Αποκαλύπτει ελάχιστα για την ίδια, κάνει εφήμερες σχέσεις και αφήνει ένα πέπλο μυστηρίου να την τυλίγει. Τα θύματά της προσεκτικά επιλεγμένα, τα μπλέκει στον ιστό της, με ερωτικά και άλλα τεχνάσματα και τα κάνει έρμαιο των προθέσεών της. Οι σκοποί της μυστικοί, έχουν να κάνουν με την προηγούμενη ζωή της.
Σιγά, σιγά στη σκηνή αποκαλύπτονται λεπτομέρειες και τα πράγματα αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν, ως προς τους θύτες και τα θύματα.
Στη φετινή αυτή παραγωγή, δεν έχουν γίνει ουσιαστικές επεμβάσεις στη δομή και την ατμόσφαιρα του κειμένου και με μια γλώσσα σημερινή, κρατιέται όλη η γοητεία και το ενδιαφέρον του έργου, αρκετές δεκαετίες μετά την πρώτη δημοσίευσή του.
Η Φρόσω Λύτρα στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης, μας έχει συνηθίσει σε παραστάσεις όχι παραδοσιακές και μάλιστα σε χώρους που μας εκπλήσσουν πάντα ευχάριστα. Διατηρεί αναλλοίωτα τα βασικά στοιχεία του ιστού του αρχικού κειμένου του Μαρή και επενδύει στη μαγεία και την πλήρη σκηνική εκμετάλλευση του χώρου, στο μυστήριο αλλά και το μπρίο του λόγου, στο ιδιότυπο χιούμορ, την ατμόσφαιρα άγνοιας και αναζήτησης και την προσεκτική καθοδήγηση των ηθοποιών της στις διάφορες πτυχές του ρόλου τους. Η αποκάλυψη στοιχείων γίνεται σε μικρές και μελετημένες δόσεις, σταδιακά, με αποτέλεσμα το μυστήριο να διατηρείται, σχεδόν, μέχρι το τέλος της παράστασης.
Προσθέτει μουσικές πινελιές της εποχής, ενώ μια εξαίρετη χορογραφία ενσωματώνεται δημιουργικά στο σύνολο. Κρατά ένα γρήγορο ρυθμό, τον οποίο δεν αφήνει να έχει σκαμπανεβάσματα (πολύ μικρή κοιλιά κάπου στη μέση, μπορεί να περάσει και απαρατήρητη), αλλά ούτε και να γίνει καταιγιστικός, αφενός για τη συντήρηση της ατμόσφαιρας μυστηρίου και αφετέρου τη διατήρηση του ενδιαφέροντος και της αγωνίας του θεατή, για την τελική έκβαση της ιστορίας. Γενικά κρατά τις σκηνικές ισορροπίες, δημιουργεί μία αισθητική νοσταλγίας, όχι στείρας, αλλά ευφάνταστης και δυναμικής και καταφέρνει να συνδυάζει πρόζα, μουσική και χορό, ώστε να συμπληρώνει το ένα το άλλο. Γενικά θα έλεγα ότι η παράσταση έχει συνέπεια, συνέχεια, φαντασία και μια διακριτική, αλλά ουσιαστική παρουσία της σκηνοθέτιδας, σε όλη της τη διάρκεια.
Η Λίνα Σακκά στο ρόλο της μυστηριώδους Λιάνας Περέζ, καταφέρνει να συνδυάσει την εξωτερική της ομορφιά με έναν αέρα κοσμικό, καθώς και την έμφυτη θηλυκότητά της, με μια ατμόσφαιρα μυστηρίου γύρω από το άτομό της. Χρησιμοποιεί νάζι και ένα γλυκό σπάσιμο στη φωνή της και κάνει την κίνησή της ειδικά προς τους άντρες που την περιβάλλουν τελετουργική και απόλυτα μελετημένη, πείθοντας για το χαρακτήρα που υποδύεται. Το μόνο που ίσως της έλειψε, ήταν αυτό το γυάλισμα στο μάτι, που θα την έκανε τον απόλυτο θηλυκό κίνδυνο.
Ο Δημήτρης Γεωργαλάς υποδύεται τον επιχειρηματία Χρηστάκη, που αν και συνήθως αδίστακτος και αδιάφορος για τις γυναίκες, υποκύπτει στα θέλγητρα της Περέζ, την ερωτεύεται και γίνεται υποχείριό της. Με έκφραση ψυχρή, φωνή μετρημένα αδιάφορη και με μια αίσθηση ανωτερότητας με τους άντρες, γίνεται ιδιαίτερα κινητικός, νευρικός και με μια έκφραση αγωνίας στη φωνή, όταν συνδιαλέγεται με την Λιάνα Περέζ. Παράλληλα, μεταβιβάζει αυτή την αγωνία και στο στήσιμο του σώματός του, εγκαταλείποντας την ακαμψία του ανώτερου για ένα υποταγμένο εγώ. Στην πολύ καλή ερμηνεία θα πρέπει να προστεθεί και η εξαιρετική σκηνική χημεία με τη συμπρωταγωνίστριά του.
Ο Δημήτρης Καραμπέτσης παίζει το Γιάννη Μαρή σε μια έξυπνη προσαρμογή του σε αφηγητή, που παρεμβαίνει συνδέοντας σκηνές μεταξύ τους, αλλά και δίνοντας ώθηση στον ρου της ιστορίας. Κινούμενος στο χώρο σχεδόν χωρίς να γίνεται αντιληπτός, με φωνή σαγηνευτική και προσεκτικά χρωματισμένη, αποτελεί το ιδανικό συμπλήρωμα των δύο πρωταγωνιστικών ρόλων.
Ο Μελέτης Γεωργιάδης στο ρόλο του "υποψιασμένου" επιχειρηματία Αγγελίδη, δεν ένιωσα ότι ήταν απελευθερωμένος στην ερμηνεία του, αλλά κάποιες σκηνές έμοιαζαν να λειτουργούν καθ'υπαγόρευση και χωρίς μια φυσική ένταση που θα πρόσθετε στην ατμόσφαιρα μυστηρίου της παράστασης. Με φωνή ελαφρώς υποτονική για τις περιστάσεις, λίγες φορές φτάνει την κλίμακα της δυναμικής, που απαιτούν οι καταστάσεις που βιώνει και θέλει να αποφύγει. Έτσι σπάνια συντονίζεται με τη Λιάνα Περέζ με τη μεταξύ τους σκηνική σχέση να παραμένει μάλλον τυπική.
Ο Δημήτρης Κυρατσούδης με ένα γνήσιο νεανικό πάθος προσπαθεί να κερδίσει την προσοχή και το έρωτα της Λιάνα Περέζ, με μία σχεδόν παιδική επιμονή.
Ο Δημήτρης Δεγαΐτης υποδύεται τον επιχειρηματία Ιωακείμογλου, θύμα και αυτός της δαιμόνιας γυναίκας, με κέφι, μπρίο και δημιουργική διάθεση, συνδυάζοντας αρμονικά λόγο και κίνηση, δείχνοντας να απολαμβάνει το ρόλο του.
Γιάννης Σοφολόγης, Ηλιάννα Γαϊτάνη, Αναστασία Χατζάρα και Χριστόφορος Μπαρμπαγιάννης συμπληρώνουν έναν καλοκουρδισμένο θίασο, παίζοντας μικρότερους ρόλους, αλλά με βαθμό σημαντικότητας στη ροή της ιστορίας.
Αλέξης Φουσέκης και Έλενα Κέκκου, αποτελούν το δίδυμο υπέροχων χορογραφιών και απόλυτα συντονισμένων, που προσθέτουν γοητεία και φαντασία στην παράσταση. Η Ηλιάνα Γαϊτάνη με τη φωνή της μας ταξιδεύει και μας παρασύρει σε ονειρικά μουσικά ταξίδια.
Το σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη, απόλυτα προσαρμοσμένο στο χώρο και συνεπώς λειτουργικό, ενώ τα κοστούμια του Νίκου Χαρλαύτη ντύνουν σχεδόν ιδανικά τους χαρακτήρες, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του έργου. Η πρωτότυπη μουσική των Μιχάλη Νιβολιανίτη και Αλέξανδρου Χρηστάρα, δημιούργησε ένα υποβλητικό μουσικό μοτίβο, ενώ η χορογραφία του Αλέξη Φουσέκη προσθέτει πόντους στην υψηλή αισθητική του έργου.
Συμπερασματικά, στη θερινή σκηνή του Gazarte, παίζεται για 5 ακόμη μέρες, μία παράσταση που βασίζεται στην ατμόσφαιρα, το ρυθμό και τις ερμηνείες. Η σκηνοθέτις διατηρεί τις εσωτερικές ισορροπίες του έργου, δημιουργεί μια ατμόσφαιρα, όπου το απρόσμενο πάντα μπορεί να συμβεί, διατηρεί ένα ρυθμό σταθερό χωρίς αχρείαστες διακυμάνσεις, ενώ και η επιλογή της στους ηθοποιούς αποδείχτηκε εκ του αποτελέσματος επιτυχημένη.
Ένα κείμενο του Γιάννη Μαρή που δεν είχα δει επί σκηνής ποτέ, έτυχε ενός ιδιαίτερου ανεβάσματος, το οποίο το ανέδειξε και το κράτησε σε υψηλό αισθητικό επίπεδο.