Η ΓΙΔΑ Ή ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΛΒΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

Η ΓΙΔΑ Ή ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΛΒΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.7/5 κατάταξη (6 ψήφοι)

Το έργο του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Έντουαρντ Φράνκλιν Άλμπι του τρίτου (Edward Franklin Albee III) "Η Γίδα ή Ποια Είναι η Σύλβια" (The Goat, Or Who is Sylvia) σκηνοθετεί στο Θέατρο Θησείον ο Νικορέστης Χανιωτάκης.
Γραμμένο το 2000, χάρισε στο συγγραφέα το βραβείο Tony το 2002 για το καλύτερο θεατρικό έργο, ενώ ήταν φιναλίστ για το βραβείο Pullitzer για δράμα το 2003. Η πρεμιέρα του στο Broadway δόθηκε στις 10 Μαρτίου του 2002 στο John Golden Theatre με το καστ να συμπεριλαμβάνει τον Bill Pullman στο ρόλο του Μάρτιν και τη Mercedes Ruehl στο ρόλο της Στήβι. Ο Μάρτιν είναι ένας πολύ επιτυχημένος μεσήλικας αρχιτέκτονας που ζει με τη γυναίκα του, τη Στήβι και το γιο τους το Μάικλ. Η οικογενειακή τους ηρεμία διαταράσσεται ανεπανόρθωτα, όταν ο Μάρτιν ερωτεύεται μία γίδα (χωρίς να πάψει να αγαπά τη γυναίκα του) και ομολογεί την αλήθεια στο φίλο του το Ρος, ο οποίος είναι δημοσιογράφος, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξής τους την ημέρα των πεντηκοστών του γενεθλίων. Ο Ρος αναστατώνεται και γράφει ένα γράμμα στη Στήβι σαν οικογενειακός φίλος και της αποκαλύπτει την πλήρη αλήθεια, με αυτή να το διαβάζει παρουσία του γιου τους. Η ισορροπία της οικογένειας πλήττεται ανεπανόρθωτα και οι εξελίξεις που αφορούν τις σχέσεις των μελών της είναι καταιγιστικές. Η μετάφραση είναι του σκηνοθέτη έχει συνέπεια και ειρμό και διατηρεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τις ιδιαιτερότητες της γλώσσας του αρχικού κειμένου με τα γλωσσικά και τα γραμματικά του παιχνίδια.

Ο Νικορέστης Χανιωτάκης σκηνοθετεί την παράσταση αξιοποιώντας τις συνεχείς ψυχολογικές μεταπτώσεις των χαρακτήρων και αντιμετωπίζοντας με ένα κριτικό ρεαλισμό τα κοινωνικά και τα προσωπικά ταμπού και στερεότυπα. Άλλωστε και ο Άλμπι φαντάζομαι ότι δεν έγραψε το έργο για να σοκάρει ή να προβοκάρει, αλλά για να κριτικάρει και να "ταρακουνήσει" το βολεμένο εαυτό μας που συμβιβάζεται με το δεδομένο. Οι εναλλαγές στη ψυχολογία και τη διάθεση των ηρώων είναι συνεχείς, όπως αντίστοιχες είναι και οι μεταβάσεις από το κωμικό στο δραματικό και το παράλογο από το σκηνοθέτη. Δημιουργεί ένα ασφυκτικό κλοιό θεατών γύρω από το χώρο της σκηνικής δράσης, κλείνοντάς τους με ειρωνεία το μάτι και αφήνοντάς τους να παρακολουθούν σχεδόν με αδιακρισία τα στάδια της κατάρρευσης της οικογένειας Γκρέι από μία μακρινή γωνιά του σαλονιού τους, με ένα ανθεκτικό πλαστικό να οριοθετεί το διαθέσιμο χώρο και να του εξασφαλίζει (αν το επιθυμεί) τη συναισθηματική του ασφάλεια. Υπάρχουν στοιχεία κωμικά, δραματικά, κοινωνικά, ερωτικά, θεάτρου του παραλόγου, σε ένα καταιγισμό ψυχολογικών ναδίρ που απελευθερώνονται στα διάφορα στάδια εξέλιξης της αντιπαράθεσης του ζευγαριού. Ανάσες λυτρωτικές συναισθηματικής επαναφόρτισης υπάρχουν στις σιωπές της παράστασης και μοιάζουν με τα σύντομα διαλείμματα ανάμεσα στους γύρους ενός λεκτικού γρονθοκοπήματος σε ένα σαλόνι-ρινγκ. Και το σφυροκόπημα του ενός προς τον άλλο είναι σκληρό, ανελέητο, με γλώσσα αιχμηρή, ωμή, κυνική, χωρίς όμως ούτε στιγμή να αγγίζει τη χυδαιότητα. Η ενοχή, η απελευθέρωση της εξομολόγησης, η ανάγκη για αμοιβαία κατανόηση και η τελική συντριβή αποτυπώνουν μια σύγχρονη οικογενειακή τραγωδία κι έρχονται το ένα σα φυσική συνέχεια του άλλου. Ο ρυθμός σφιχτός, δεμένος, με ελάχιστες σκηνές αμηχανίας.

Ο Νίκος Κουρής κρατά τον απαιτητικό ρόλο του Μάρτιν, ο οποίος αγαπά τη γυναίκα του, αλλά ερωτεύεται παράφορα μία γίδα. Ξεκινά με τη νευρικότητα, την αμηχανία και την εσωτερική βάσανο του μυστικού που τον ταλανίζει. Η κίνησή του εξίσου ενοχική, νευρώδης, δεν μπορεί να βρει ηρεμία και να συγκεντρώσει τη σκέψη και την αυτοκυριαρχία του. Όταν το μυστικό αποκαλύπτεται νιώθει απελευθερωμένος και ανεβάζει συνεχώς ρυθμούς χωρίς όμως να ξεφύγει ούτε στιγμή από το μέτρο του ρόλου του. Είναι άμεσος, ρεαλιστικός, με απόλυτη ισορροπία τόσο στις κωμικές του στιγμές, όσο και στις δραματικές, με κορυφαία ίσως τη συναισθηματική απόγνωση και συντριβή του τέλους.
Η Λουκία Μιχαλοπούλου υποδύεται τη Στήβι, τη γυναίκα του Μάρτιν, που ξαφνικά βλέπει τον κόσμο της να διαλύεται και να αμφισβητείται η ίδια της η γυναικεία οντότητα. Κι αυτή κινείται με χαρακτηριστική άνεση σε ευρεία υποκριτική κλίμακα, καθώς από τη χαρούμενη σιγουριά και την αφέλεια της μη γνώσης αίφνης μεταπίπτει σε μία μαινάδα, της οποίας η οργή ξεσπά στα σκηνικά αντικείμενα που εκσφενδονίζει προς το σύζυγό της. Στο τέλος η απόγνωσή της γίνεται απειλητικά χαμηλότονη, σχεδόν σιωπηρή, η κίνησή της αργή και παραιτημένη και η ματιά της άδεια.
Ο Γιάννης Δρακόπουλος ερμηνεύει το Ρος, το δημοσιογράφο, φίλο του Μάρτιν, που γίνεται η αφορμή να ξεσπάσει η ενδοοικογενειακή θύελλα. Έχει ένα δεδομένο κωμικό μομέντουμ, ένα λανθάνοντα σαρκασμό και έναν παιγνιώδη λόγο, αλλά ενώ υπήρχε η δυνατότητα να απογειώσει το ρόλο του, έδειξε συχνά να εγκλωβίζεται σε ευκολίες τόσο εκφραστικές όσο και κινητικές που γείωσαν την αποτελεσματικότητά του.
Ο Μιχαήλ Ταμπακάκης παίζει τον Μπίλυ, τον γκέι γιο του ζευγαριού, που βιώνει έντονα, βίαια, την απόλυτη οικογενειακή κατάρρευση. Είναι δυναμικός, διεκδικητικός, αλλά χωρίς το παιδί μέσα του να τον έχει εγκαταλείψει πλήρως. Αποτυπώνει όλο τον ψυχικό αναβρασμό που νιώθει και την ανασφάλειά του για το μέλλον, αν και θα πρέπει να δουλέψει λίγο την ισορροπία των εντάσεών του για να αποφεύγει την όποια υπερβολή.

Το σκηνικό της Αρετής Μουστάκα είναι εύστοχο και λειτουργικό και κάνει το θεατή συμμέτοχο του οικογενειακού δράματος, δημιουργώντας μία ασφυκτική ατμόσφαιρα γύρω από τους πρωταγωνιστές.
Τα κοστούμια της ίδιας έντυσαν σωστά τους χαρακτήρες χωρίς να επιδιώκουν να τραβήξουν την προσοχή από την εξέλιξη της ιστορίας.
Η μουσική και η επιμέλεια των ήχων από το Γιάννη Μαθέ υπογράμμισε τις εντάσεις των συγκρούσεων μεταξύ των ηρώων, ενώ οι υποβλητικοί φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα αποτέλεσαν ατού για τη δημιουργία της σωστής ατμόσφαιρας.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Θησείον, παρακολούθησα μια παράσταση ενός από τα νεότερα και πιο ουσιαστικά έργα του Άλμπι, το οποίο φλερτάρει με το παράλογο, αλλά κριτικάρει με αιχμηρότητα τα ταμπού και την εσωτερική απόγνωση του ανθρώπου. Η σκηνοθεσία δε φοβήθηκε το κείμενο και ανέδειξε τα βαθύτερα νοήματά του, συνδυάζοντας χιούμορ, ρεαλισμό, αμφισβήτηση, αλλά και μια τρυφερότητα ως προς την παραδοσιακή δομή των ανθρώπινων σχέσεων. Υπήρχε μέτρο, ατμόσφαιρα, το σκηνικό ήταν έξυπνο και λειτουργικό, ενώ δεν υπήρξε υπερβολή και οι χαρακτήρες δε φλέρταραν με την καρικατούρα. Οι δύο πρωταγωνιστές σαρωτικοί στη σκηνή, αποτύπωσαν σχεδόν ιδανικά το ζευγάρι που βλέπει το σύμπαν του να καταρρέει.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.