Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

Το κείμενο του Λέοντος Τολστόι με τίτλο "Η Δύναμη του Σκότους" σκηνοθετούν στο Σύγχρονο Θέατρο της Αθήνας, η Ελένη Σκότη και ο Γιώργος Χατζηνικολάου.
Bασίστηκε σε ένα αληθινό περιστατικό που συνέβη το 1880 και έδωσε την αφορμή στο Ρώσο συγγραφέα να γράψει το έργο αυτό. Οι ήρωές του είναι χωρικοί, αγρότες, απλοί άνθρωποι και όχι εκπρόσωποι των υψηλότερων κοινωνικών στρωμάτων (με τους οποίους συχνά καταπιάνεται ο Τολστόι) και μέσα από τις προσωπικές τους περιπέτειες, διερευνάται η σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, χωρίς καλλωπισμούς και δικαιολογίες. Μια νέα γυναίκα προσπαθεί να αποκολληθεί από τα δεσμά του γάμου της με τον πολύ γηραιότερο σύζυγό της και σχεδιάζουν με τον εραστή της τη δολοφονία του. Όταν αυτή γίνεται πραγματικότητα και νομιμοποιώντας την παράνομη σχέση της, αρχίζει να ανακαλύπτει τις σκοτεινές πλευρές του νέου της συζύγου, βιώνοντας την απόρριψη, όντας αναγκασμένη να συμβιώσει με τη νέα παράνομη ερωτική ιστορία του με την προγονή της, με την οποία αποκτά και ένα παιδί. Ο ηθικός και πνευματικός κατακερματισμός της εποχής δε χαρακτηρίζει προφανώς μόνο τις υψηλές κοινωνικές τάξεις, αλλά αγγίζει άμεσα και τις χαμηλότερες και πιο απαίδευτες. Το σύμπαν που πλάθει ο συγγραφέας ανελέητο, η απληστία που το χαρακτηρίζει εξαπλώνεται σαν ιός και η πτώση και η συντριβή των ηρώων είναι αμετάκλητη και τραγική. Οι συνέπειες των πράξεων καταδιώκουν σαν Ερινύες τους χαρακτήρες και στοιχειώνουν τη ζωή τους, μην αφήνοντάς τους πλέον να χαρούν καμία από τις χαρές της. Ακόμα και οι φωτεινές εξαιρέσεις, όταν υπάρχουν, χάνονται μέσα στο γενικότερο ηθικό και κοινωνικό τέναγος που κατακλύζει ανθρώπους και καταστάσεις. Η προσαρμογή του κειμένου έγινε από το Γιώργο Χατζηνικολάου και είχε ροή και συνέχεια με λίγες δυσλειτουργίες και κενά (κυρίως στο δεύτερο μισό) στη ροή του έργου.
Ελένη Σκότη και Γιώργος Χατζηνικολάου αναλαμβάνουν τα σκηνοθετικά ηνία της παράστασης, επιχειρώντας να συνδυάσουν ένα εις βάθος ψυχογράφημα των χαρακτήρων που σκιαγραφούνται, αλλά και να αποτυπώσουν το γενικότερο στίγμα μιας κοινωνίας σε σήψη. Η δραματικότητα των σκηνών που εναλλάσσονται, έχει κάποιες πινελιές ρομαντισμού, συναισθήματος, ερωτισμού, αλλά και χιούμορ, οι οποίες λειτουργούν στο θεατή σαν ανάσες τις οποίες έχει ανάγκη για να αφομοιώσει τη φαυλότητα και την τραγικότητα των γεγονότων που βλέπει να διαδραματίζονται μπροστά του. Τα νοήματα και τα ηθικά μηνύματα του κειμένου δε χάνουν τη συνοχή τους και η αφήγηση στη ροή της πλάθει διακριτούς και σαφείς χαρακτήρες. Οι συναισθηματικές τους μεταπτώσεις δεν είναι πάντα το ίδιο διακριτές και σαφείς αλλά σε γενικές γραμμές υπάρχει μια διαρκής κλιμάκωση της ηθικής αστάθειας μέχρι το σημείο της κορύφωσης που αγγίζει το πλήρες ναδίρ. Εκεί ένιωσα να μην είναι πάντα παρούσα η ένταση που θα απαιτούσε η απόλυτη ηθική απαξίωση καταστάσεων και αξιών, αλλά να υπάρχουν άνευρα κενά που δημιούργησαν κάποια σκαμπανεβάσματα στο ρυθμό του έργου. Παρ' όλα αυτά, η παράσταση είχε τη δυναμική να θίξει και να αγγίξει τα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης και να δοκιμάσει τις αντοχές και τα όριά της. Η εναλλαγή και ανακατανομή των μαύρων και μεταχειρισμένων χωρισμάτων από φελιζόλ, έδωσε μια ευελιξία στο σκηνικό, αλλά οι συχνές αλλαγές τους για να οριοθετήσουν τους χώρους, κάποιες στιγμές αποσπούσε την προσοχή από το λόγο και τα νοήματά του. Η μουσική που συνοδεύει τη δράση σε κάποιες σκηνές, δένει πολύ αρμονικά με αυτή και αποτελεί τμήμα της. Γενικότερα, η σκηνοθετική γραμμή δεν αλλοιώνει τα πιο σημαντικά στοιχεία του έργου, αλλά τα διατηρεί ατόφια και μεστά νοημάτων, αν και δεν ένιωσα να αναπτύσσει και να εξελίσσει ισομερώς τους κύριους χαρακτήρες της παράστασης.

Ο Γιώργος Παπαγεωργίου αναλαμβάνει το ρόλο του Νικίτα και καταφέρνει να αποτυπώσει την έντονη νεανική απληστία κάποιου που προσπαθεί να τα έχει όλα και να νιώθει τον κόσμο όλο στα πόδια του. Υπερφίαλος, παγιδευμένος στην ηθική του αφέλεια, πλάθει έναν ήρωα που αδυνατεί να καταλάβει πόσο βλάσφημος γίνεται, το μέγεθος της Ύβρης του. Στην πτώση και τη συντριβή του, είχε ένταση, είχε συναίσθημα, αλλά ένιωσα ότι δε διερεύνησε πλήρως τα όρια του ρόλου και της ολοκληρωτικής μετάλλαξής του, αφήνοντας μια μικρή αίσθηση ανολοκλήρωτου.
Η Πέγκυ Τρικαλιώτη ερμήνευσε την Ανίσια, με κάποια σκηνικά τρικ όπως τρεμουλιάσματα, σπάσιμο φωνής και υπερβολικά νευρική κίνηση, τα οποία με παρέπεμψαν σε κλισέ παλαιότερων εποχών και δεν μπόρεσε να μου δώσει την ειρωνεία και την τραγικότητα που κρύβει η ηρωίδα της, με αποτέλεσμα να αναλώνεται σε δραματικές εξάρσεις άνευ αντικειμένου.
Η Αγορίτσα Οικονόμου, ήταν η Ματριόνα, μια μητέρα μακιαβελικών αποχρώσεων, την οποία υποδύθηκε υποδειγματικά με χιούμορ, υφέρπουσα ειρωνεία και έντονη κυνικότητα. Χωρίς συναίσθημα, με γνώμονα το συμφέρον και μόνο, λόγο ωμό και κοφτερό και με τη δολοπλοκία να αποτελεί χαρακτηριστικό της γνώρισμα, είχε μια γνησιότητα και μια αμεσότητα που ξεχώρισε.
Ο Θανάσης Χαλκιάς υποδύθηκε τον Ακίμ, πατέρα του Νικίτα, με μια συνέπεια και μια συνέχεια στη ροή του έργου. Θεοσεβούμενος, με στέρεο αξιακό σύστημα, δεν εγκαταλείπει τα πιστεύω του και δεν παρασύρεται σε μαλθακότητες. Ερμηνεύει με συναίσθημα, ηθική ένταση και πλάθει πειστικά έναν αφελή μεν, αλλά ακέραιο χωρικό.
Ο Χρήστος Σαπουντζής, είναι ο Μίτριτς, ένας εργάτης που συχνά γίνεται ένας κοφτερός παρατηρητής των τεκταινομένων. Αξιοπρεπής, χωρίς περιττές εξάρσεις και άσκοπες κορώνες, απέδωσε έναν αυθεντικό τύπο μουζίκου που βλέπει, παρατηρεί και κρίνει σιωπηρά.
Η Αθανασία Κουρκάκη στο ρόλο της Ακουλίνας, της νεαρής που ξελογιάζει το Νικίτα, έχει μια παιδική αφέλεια στο παίξιμο και την κίνησή της, αλλά δεν είναι το ίδιο πειστική όταν επιχειρεί να αναλάβει το ρόλο της γυναίκας.
Ο Μιχάλης Γιαννικάκης ερμηνεύει τον Πιότρ, τον πρώτο άντρα της Ανίσια, σχετικά ισορροπημένα, δίνοντας στο ρόλο του μια άδολη αφέλεια, αλλά και μια πικρή συνειδητοποίηση, όταν καταλαβαίνει ότι η γυναίκα του θέλει να τον σκοτώσει.
Η Αθηνά Αλεξοπούλου (Μαύρα), η Μαρία Προϊστάκη (Ανιούτκα) και η Βαλέρια Δημητριάδου (Μαρίνα) συμπληρώνουν το καστ της παράστασης σε μικρότερους, αλλά εξίσου σημαντικούς για τη ροή της ιστορίας, ρόλους και βάζει η καθεμία το δικό της λιθαράκι στο ερμηνευτικό παζλ της παράστασης.

Το σκηνικό χώρο τον επιμελήθηκε ο Γιώργος Χατζηνικολάου και ήταν απαλλαγμένος από πολλά και άχρηστα σκηνικά αντικείμενα και με τη χρήση των φελιζόλ είχε ευελιξία, αν και σε κάποιες στιγμές η συχνή εναλλαγή τους κούραζε.
Τα κοστούμια του ίδιου, αντιπροσωπευτικά ενός άλλου αιώνα και μικρόκοσμου, αποτύπωσαν πολύ ικανοποιητικά το βουκολικό χαρακτήρα της ιστορίας.
Η μουσική του έργου είχε την επιμέλεια της Βαλέριας Δημητριάδου και του Γιώργου Παπαγεωργίου και είχε παιχνιδιάρικη διάθεση, παίχτηκε ζωντανά με μπαλαλάικα και ακορντεόν και αποτέλεσε ένα πολύ καλό soundtrack για τα επί σκηνής διαδραματιζόμενα.
Οι φωτισμοί είχαν τη φροντίδα του Αντώνη Παναγιωτόπουλου και ήταν ένα διαρκές παιχνίδι φωτός και σκιών, με επιτυχημένες εστιάσεις στα πρόσωπα των ηρώων.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου είδα μια δυνατή ιστορία, με κέντρο τον άνθρωπο και τα όρια της ηθικής εξαθλίωσης στην οποία μπορεί να φτάσει. Η σκηνοθετική οπτική επιδίωξε να απελευθερώσει το βαρύ ηθικό μανδύα της παράστασης και σε μεγάλο βαθμό τα κατάφερε, χωρίς να της στερήσει τα νοήματα και το βάθος της. Δεν εξάντλησε τα όριά της και αν και είχε κάποιες αμήχανες στιγμές και μικρές κοιλιές, κατάφερε να αποτυπώσει σκηνικά την ιδεολογική προσέγγιση του συγγραφέα. Οι ερμηνείες είχαν φωτεινές και λιγότερο φωτεινές στιγμές, αλλά σε γενικές γραμμές πρόκειται για μια αξιοπρεπή και δυναμική δουλειά, που μας συστήνει ένα σχεδόν άγνωστο στο ευρύ κοινό κείμενο και το φωτίζει αξιόλογα.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.