Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ Κ. - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 10/03/2017 15:26
Στο Θέατρο Πόρτα, ο Θωμάς Μοσχόπουλος σκηνοθετεί την παράσταση με τίτλο "Η Δίκη του Κ.", βασισμένη στη Δίκη του Φραντς Κάφκα.
Ο πρωταγωνιστής Γιόζεφ Κ., υπάλληλος σε μια τράπεζα, συλλαμβάνεται ένα πρωί, χωρίς δικαιολογία, την ώρα που ετοιμάζεται να πάρει το πρωινό του. Έτσι ξεκινάει η περιπέτειά του και η πάλη του να καταλάβει και να εξηγήσει "γιατί" κατηγορείται. Οι απαντήσεις των φυλάκων και των ανακριτών του παραμένουν αφηρημένες, αλλά συνάμα τεκμηριωμένες και εκλογικευμένες. Οι προβληματισμοί και τα ερωτηματικά του προσκρούουν σε ένα πλαίσιο έτοιμων απαντήσεων που πρέπει να αποδεχθεί. Άλλωστε οι αποφάσεις και οι κανόνες που τις διέπουν, έλαβαν χώρα πριν από αυτόν και απουσία του. Δυσφορεί και θέλει να αθωώσει το εγώ του, αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί να προσαρμοστεί σε μια απρόσωπη εξουσία και δικαιοσύνη. Αναζητά δίκιο και στήριγμα, ενώ τον πηγαίνουν πότε στο δικαστή, πότε στον ιερέα, πότε σε ένα ζωγράφο, βυθιζόμενος σε ένα λαβύρινθο τυπολατρείας και έλλειψης λογικής. Ο συγγραφέας έχει μια μοναδική ικανότητα να δημιουργεί υπαρξιακούς προβληματισμούς και να τις μετατρέπει σε εικόνες. Η ψυχική και ηθική ταλαιπωρία του ατόμου μπορεί να πάρει προεκτάσεις και να συμπεριλάβει μια κοινωνική ομάδα ή και ένα ολόκληρο έθνος. Η διασκευή του κειμένου έγινε από τον ίδιο το σκηνοθέτη.
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος στη σκηνοθετική του οπτική θέλησε να δώσει έμφαση στη δυσλειτουργική δημόσια ζωή, παραμορφώνοντας ελαφρά το σκηνικό του (κεκλιμένα έπιπλα) και δημιουργώντας μια ειρωνικά κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και διατηρώντας το ρυθμό εκφοράς του λόγου καταιγιστικό. Συχνά ο παραλογισμός του λόγου αυτού είναι τόσο μεγάλος, ώστε οι ακριβείς λέξεις χάνουν την ουσία και το νόημά τους. Το χιούμορ γίνεται πικρό, ενίοτε και κυνικό και ο σαρκασμός των ατόμων, των ιδιοτήτων τους και των καταστάσεων που βιώνουν είναι κυρίαρχος. Η ομαδική εκφορά του λόγου ήρθε να συμβολίσει την ομοιομορφία και την ισοπέδωση που προκύπτει από αυτή σε ένα κοινωνικό σύνολο. Σε κάποιες στιγμές ίσως κούρασε και έκανε λίγο προβληματική τη βαθύτερη κατανόησή του, αλλά θεωρώ ότι είχε λόγο ύπαρξης. Όπως είχαν και τα προσωπεία που χρησιμοποιήθηκαν για να υπογραμμίσουν τον απρόσωπο χαρακτήρα του παραλογισμού της εξουσίας. Η κίνηση υπηρέτησε το λόγο και σε αρκετές περιπτώσεις συντονίστηκε σχεδόν απόλυτα με αυτόν. Κάποιες σκηνές αισθάνθηκα ότι είχαν μια δόση υπερανάλυσης στην ανάγνωση του σκηνοθέτη, αλλά σχεδόν άμεσα ο ρυθμός επανερχόταν στο γνωστό γρήγορο βήμα του και αποκαθιστούσε το σκηνικό μέτρο και την ερμηνευτική ισορροπία. Οι ηθοποιοί πλην ενός δεν είχαν συγκεκριμένους ρόλους, παίζοντας ταυτόχρονα πολλούς σύντομης διάρκειας ήρωες, επιδιδόμενοι σε μια σχεδόν "ομαδική" ερμηνεία, χωρίς ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά.
Ο Μιχάλης Συριόπουλος στο ρόλο του Φραντς Κ. ήταν ο μόνος από τους ερμηνευτές που απέδωσε τον ίδιο χαρακτήρα σε όλη τη διάρκεια του έργου, αφού άλλωστε ένας είναι ο κεντρικός ήρωάς του. Ισορροπώντας ανάμεσα στο φόβο της ίδιας του της ύπαρξης, αλλά και σε έναν έντονο σαρκασμό της κατάστασης που βιώνει, εναλλάσσει με επιτυχία τα "κωμικά" με τα δραματικά στοιχεία του ρόλου του, ακόμα και μέσα στην ίδια σκηνή. Συχνά η έκφραση του προσώπου του είναι αλλοιωμένη, καθώς δεν επιδιώχθηκε να γίνει συμπαθής, αλλά να υπηρετήσει την παρακμή ενός παραλογισμού και να την αποτυπώσει στα μάτια και στο νου του θεατή. Και το έκανε με αρκετή επιτυχία.
Σωκράτης Πατσίκας, Κίττυ Παϊταζόγλου, Θάνος Λέκκας, Μάνος Γαλάνης, Ειρήνη Μπούνταλη, Παντελής Βασιλόπουλος, Μιχάλης Μιχαλακίδης, Ελένη Βλάχου και Φοίβος Συμεωνίδης είναι τα υπόλοιπα νεαρά παιδιά που υπέταξαν με αυταπάρνηση το υποκριτικό τους εγώ σε μια προσπάθεια συνεπούς ομαδικής δουλειάς, με πειθαρχημένο λόγο και μελετημένη κίνηση, ώστε να υπηρετήσουν με συνέπεια και συνέχεια τη σκηνοθετική οπτική της παράστασης.
Τα σκηνικά της Ευαγγελίας Θεριανού έμοιαζαν να κλείνουν το μάτι στο θεατή, προετοιμάζοντάς τον για το "μεγαλείο" του παραλογισμού που θα βιώσει στη σκηνική μεταφορά του έργου.
Τα κοστούμια της Κλερ Μπρέισγουελ είχαν μια δόση επισημότητας, αλλά και μια δόση σκηνικής τρέλας, προσπαθώντας να ισορροπήσουν μεταξύ πραγματικότητας και παραλόγου.
Οι φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου, μπορεί να έχασαν κάποια κοντινά πλάνα, αλλά ακολουθούσαν επιμελώς την πλοκή σε όλο το μήκος και το πλάτος της σκηνής.
Η χορογραφία είχε την επιμέλεια της Σοφίας Πάσχου και υπηρέτησε σωστά και επιμελημένα το λόγο και τα καπρίτσια του.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Πόρτα είδα μια σκηνική ανάγνωση ενός δύσκολου κειμένου που είχε φαντασία και πρωτοτυπία στην οπτική της. Με κάποια λίγα (και μικρά) σκαμπανεβάσματα είχε ρυθμό, ατμόσφαιρα, καυστικό χιούμορ και σαρκασμό, χωρίς όμως να της λείπουν και οι δραματικές κορυφώσεις. Οι ερμηνείες των νέων παιδιών υπηρέτησαν την οπτική αυτή και της έδωσαν δυναμική.