Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 17/11/2016 13:28
Το έργο του Φέρντιναντ Μπρούκνερ "Η αρρώστια της νιότης" σκηνοθετεί στη σκηνή του "TempusVerum Eν Αθήναις" o Δημήτρης Λάλος.
Πρόκειται για ένα κείμενο γραμμένο στο μεσοδιάστημα μεταξύ δύο παγκόσμιων πολέμων, σε μια περίοδο που γνώριζε την πρώτη της άνθηση η εποχή του ναζισμού και έχει να κάνει με τις προσωπικές σχέσεις εξουσίας και επιβολής μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και την έλλειψη λύσεων για το μέλλον εκείνης της εποχής που οδήγησε τους ανθρώπους σε πολλά αδιέξοδα και μη ιδανικές λύσεις.
Τα πρόσωπα του έργου βιώνουν τα προσωπικά τους αδιέξοδα, αλλά και τα κοινωνικά προβλήματα εκείνης της περιόδου, τα οποία τους οδηγούν αφενός σε προβληματικές και αρρωστημένες μεταξύ τους σχέσεις και αφετέρου σε κοινωνικά πρότυπα που προσφέρουν λύσεις έστω και αρχετυπικά μη αποδεκτές και με άξονα την εξουσία, προετοιμάζοντας το έδαφος για την άνοδο της εθνικοσοσιαλιστικής ιδέας του Χίτλερ.
Είναι όλοι νέοι άνθρωποι και έχουν να αντιπαλέψουν συναισθήματα και καταστάσεις που συχνά τους ξεπερνούν και τους ωθούν σε λάθος επιλογές. Η μετάφραση έχει ροή και ρυθμό και δείχνει κατανοητή και προσιτή σε όλους.
Ο Δημήτρης Λάλος ανέλαβε τη σκηνοθετική μπαγκέτα της ομάδας και εστίασε στους σύνθετους χαρακτήρες, την ανάπτυξη της ψυχοσύνθεσής τους και τις επιλογές τους σε ανθρώπους και καταστάσεις. Εντόπισε τα εσωτερικά αδιέξοδα του κάθε χαρακτήρα και θέλησε να τα αναπτύξει και να εντοπίσει τα αίτιά τους, αλλά και τις συνέπειές τους στην καθημερινή ζωή των νέων ανθρώπων της εποχής. Ο έρωτας, η επιβίωση, η φιλία, όλα γίνονται υπό το πρίσμα της εξάρτησης του ενός από τον άλλο και της τελικής επιβολής. Δε χάνεται η αγνότητα των συναισθημάτων, άλλωστε τα κίνητρα όλων δείχνουν να είναι απλοϊκά, απλά δείχνει να έχει χαθεί η ουσία τους και το πραγματικό τους νόημα. Εννοούν οι ήρωες αυτά που λένε;
Ή υποβόσκει κάτι άλλο βαθύτερο και υποβολιμαίο; Ο σκηνοθέτης αφήνει το σπόρο της αμφισβήτησης και τον καλλιεργεί αθόρυβα και διακριτικά, μέσα από τους διαλόγους των ηρώων. Οι σχέσεις γίνονται σχηματικές και προβλέψιμες και δείχνουν να εξαρτώνται από το αβέβαιο μέλλον των ηρώων και να το καθρεφτίζουν σε κάθε σκηνή. Όλα γίνονται ένα παιχνίδι επικράτησης μιας σκοτεινής εξουσίας που στόχο έχει την ισοπέδωση και όχι την υγιή ένταξη. Ο σκηνοθέτης δε μας το λέει με αυτά τα λόγια, αλλά μας δίνει όλες τις σκηνικές ενδείξεις για να το καταλάβουμε. Στέκεται πίσω από τους ηθοποιούς του, αόρατος και κατευθύνει τις τύχες τους και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Δε χρησιμοποιεί σκηνικά ευρήματα, αλλά το επιτυγχάνει μόνο μέσω του λόγου και της ερμηνευτικής παρουσίας των ηθοποιών. Οι σιωπές ανάμεσα σε κάποιες σκηνές, αποτελούν τις ανάσες του θεατή για να συνειδητοποιήσει τι βλέπει και κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον για την επόμενη σκηνή. Κάποιες μικρές αρρυθμίες στην εναλλαγή και την ένταση του λόγου και έλλειψη συντονισμού στην κίνηση είναι σύντομες, ξεπερνιούνται και δεν καταφέρνουν να επηρεάσουν αρνητικά το τελικό αποτέλεσμα.
Ο Γιώργος Τριανταφυλλίδης αναλαμβάνει το ρόλο του αδίστακτου Φρέντερ και τον ερμηνεύει με μία εσωτερική ορμή και οργή που δείχνει να κοχλάζει μέσα του. Ο λόγος του παραπάνω από αιχμηρός, γίνεται συχνά πληγή γι'αυτούς στους οποίους απευθύνεται, προσπαθώντας να καλύψει τις προσωπικές του ανασφάλειες και αδυναμίες. Μια υφέρπουσα πικρή ειρωνεία συνοδεύει σχεδόν κάθε του φράση και κάθε του αντίδραση, ενώ συχνά το σκηνικό του στήσιμο προδίδει πόσο τρωτός πραγματικά είναι.
Η Ξένια Αλεξίου υποδύεται τη Μαρία, η οποία βιώνει την προδοσία και την εγκατάλειψη, αλλά βρίσκει άμεσα καταφύγιο σε μια υπόγεια, ερωτική άσκηση εξουσίας στην Ντεζιρέ. Πληγώνει και πληγώνεται και προσπαθεί να βρει την ισορροπία της μέσα από τη συνολική της αλληλεξάρτηση από τους άλλους. Κόβει γέφυρες και δημιουργεί άλλες, σε μια προσπάθεια αποφυγής της μοναξιάς και της απομόνωσης.
Η Νατάσα Εξηνταβελώνη επιλέγει ένα προκλητικό και επιθετικό τόνο για την Ειρήνη, που δείχνει να μη γνωρίζει όρια και συμβάσεις. Δε χαρίζει και δεν της χαρίζεται τίποτα, δε διστάζει να διεκδικήσει ότι και όποιον νομίζει ότι της ανήκει, αλλά ο χαρακτήρας της εξελίσσεται μέχρι ένα βαθμό.
Η Χριστίνα Μαριάνου παίζοντας την υπηρέτρια, τη Λούση, κρατά ένα ανεξιχνίαστο και ιδιαίτερα χαμηλών τόνων προφίλ. Δείχνει ικανή για όλα, αλλά παράλληλα πλήρως υποταγμένη στο Φρέντερ και τον έρωτά του. Θα συνθλιβεί στη μάζα που την πιέζει δραματικά ή θα επιβιώσει, βρίσκοντας από κάπου να κρατηθεί στην επιφάνεια;
Η Κριστέλ Καπερώνη στο ρόλο της Ντεσιρέ υπήρξε θύτης και θύμα της εξουσίας και της υπερβολικής της άσκησης. Είχε κάποια ξεσπάσματα στα οποία ο τόνος και η χροιά της φωνής ξεπέρασαν τα όρια που έθετε ο ρόλος της, αλλά σε γενικές γραμμές δεν ξέφυγε σε μονοπάτια καρικατούρας.
Ο Ουσίκ Χανικιάν υποδύθηκε τον Πετρέλ και ήταν μέσα στις απαιτήσεις του ρόλου.
Τέλος, ο Τάσος Δέδες σαν Άλτ είχε μικρή παρουσία και συνήθως ένα χαριτωμένα συμβιβαστικό ρόλο μεταξύ των ηθοποιών, συμπληρώνοντας επιτυχημένα το νεανικό καστ.
Τα σκηνικά του Μιχάλη Σαπλαούρα κινήθηκαν στη λογική των απολύτως απαραίτητων και δε "χρησιμοποιήθηκαν" από το σκηνοθέτη για την καλύτερη κατανόηση του έργου, αλλά παρέμειναν στην αρετή της λιτότητάς τους.
Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα απλά και ρεαλιστικά έντυσαν τους χαρακτήρες λειτουργικά. Οι φωτισμοί εστίασαν στους χαρακτήρες, αλλά τους ήθελα ακόμα πιο έντονα προσωπικούς.
Συμπερασματικά, ένα δύσκολο κείμενο με αναφορά στη νοσηρή πλευρά της εξουσίας, με λοξές ματιές στο ναζισμό, ανεβαίνει στη σκηνή από ένα νεανικό θίασο που στόχο έχει να καταδείξει τα αδιέξοδα που δημιουργεί η επιβολή και η στείρα και στυγνή εξουσία. Σφιχτή σκηνοθεσία που καθοδηγεί σωστά τους ηθοποιούς στα μονοπάτια των μεταξύ τους σχέσεων και ερμηνείες χωρίς υπερβολές, αλλά με ουσία δίνουν μια παράσταση που αξίζει να παρακολουθήσει ο θεατής, καθώς παραμένει πάντα δυναμική και επίκαιρη.