HEISENBERG - ΚΡΙΤΙΚΗ

HEISENBERG - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.0/5 κατάταξη (5 ψήφοι)

Το έργο του Άγγλου Simon Stephens με τίτλο "Heisenberg" σκηνοθετεί στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος.
Έκανε πρεμιέρα τον Ιούνιο του 2015 σε off Broadway σκηνή, μεταφέρθηκε στο Broadway και από τον Οκτώβριο του 2017 παίζεται και στο Wyndham's του Λονδίνου. Φέρει σαν τίτλο, το επίθετο του Νομπελίστα (1932) Γερμανού φυσικού Werner Heisenberg (γνωστού και ως δολοφόνου του Bohr), ο οποίος το 1927 διατύπωσε την Αρχή της Απροσδιοριστίας.
Η Τζόρτζι και ο Άλεξ είναι δύο άτομα φαινομενικά πλήρως διαφορετικά μεταξύ τους. Αυτή είναι Αμερικανίδα, 42, πληθωρική, φλύαρη, αρέσκεται να μιλάει πολύ και να βρίζει και ισχυρίζεται πως αναζητά το 19χρονο γιο της που την εγκατέλειψε και πήγε στην Αμερική. Αυτός είναι Ιρλανδός, στα 75, τύπος που προτιμά να ακούει, ήρεμος, πράος, σχεδόν παραιτημένος από τη ζωή και διατηρεί ένα χασάπικο περισσότερο από συνήθεια. Γνωρίζονται τυχαία στο σταθμό του St. Pancras, αυτή τον βλέπει καθισμένο σε ένα παγκάκι, τον πλησιάζει και τον φιλά στο σβέρκο. Και οι δύο μοιάζουν να έχουν την ανάγκη μιας ανθρώπινης επαφής. Στη συνέχεια τον αναζητά στο Google και πηγαίνει να τον βρει στο μαγαζί του. Και κάπως έτσι ξεκινά μια σχέση μεταξύ τους, ένα σχεδόν απελπισμένο ρομάντζο, που διερευνά αυτά που τους ενώνουν και αυτά που τους χωρίζουν. Ο έρωτας, η ζωή και ο θάνατος με τις απροσδιόριστες διαστάσεις και πτυχές τους κινούν τους δύο ήρωες και αγγίζουν τα όριά τους. Το λίγο και το πολύ, το τώρα και το πάντα συμφύρονται γλυκά και τους παρασύρουν στο ταξίδι τους. Η μετάφραση είναι του Μενέλαου Καραντζά και είναι στρωτή, με ροή και συνέχεια και γενικά αποφεύγει τις περισσότερες παγίδες της σύγχρονης καθομιλουμένης αγγλικής γλώσσας.

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος αναλαμβάνει τα σκηνοθετικά ηνία της παράστασης, προσπαθώντας να διατηρήσει τις ισορροπίες μεταξύ των αρωμάτων του ρομαντισμού, της κωμωδίας, της ευαισθησίας και της εσωτερικής αναζήτησης που αναδίδει το συγκεκριμένο έργο. Η απροσδιοριστία, η σύγχυση, η εσωτερική μοναξιά, οι ανασφάλειες και οι φοβίες κυριαρχούν σε ένα έργο, που από γραφής είναι χαμηλών τόνων και εστιάζει σε λεπτές αποχρώσεις ψυχικών καταστάσεων και συναισθημάτων των ηρώων του. Ένα έργο που αγγίζει αλήθειες της καθημερινότητάς μας και επιχειρεί να αποτελέσει αφορμή για προβληματισμό, αλλά με τη στατικότητά του δεν αφυπνίζει και δεν κεντρίζει το βαθύτερο συναισθηματικό υπόβαθρο του θεατή, δείχνοντας να συμβιβάζεται με χαμηλούς ρυθμούς και απατηλές ατμόσφαιρες. Δε συγκρούεται μαζί της και δε δημιουργεί εικόνες και ψυχολογικά τοπία, αλλά δείχνει να την ακολουθεί συμβατικά, με μια σχετική παθητικότητα και χωρίς δημιουργική διάθεση. Το χιούμορ τέλος που διανθίζει κάποιες σκηνές δείχνει στεγνό, αποστειρωμένο, χωρίς σπιρτάδα, ευθυβολία και την αναμενόμενη αυτοειρωνεία.

Η Κόρα Καρβούνη κρατά το ρόλο της Τζόρτζι και αναλώνει την εξωστρέφεια και την αθυροστομία της ηρωίδας της σε μια στιλιζαρισμένη και υπερτονισμένη ερμηνεία, δείχνοντας αμηχανία στην κίνηση και το σκηνικό της στήσιμο. Η συναισθηματική της αστάθεια εκφράστηκε συχνά με αχρείαστες φωνητικές κορυφώσεις. Μετά τα μισά της παράστασης δείχνει να βρίσκει κάποιες από τις ισορροπίες της, να αποδίδει κάποιες ιδιαίτερες και λεπτές πτυχές του χαρακτήρα της και να αποτυπώνει με πιο εσωτερικό τρόπο την εύθραυστη ψυχική της κατάσταση και την αμφισημία του λόγου της (ειδικά σχετικά με την ύπαρξη ή όχι του γιου της).
Ο Περικλής Μουστάκης υποδύεται τον Άλεξ με μια αφοπλιστική απλότητα και ειλικρίνεια και καταφέρνει να συνδυάσει στη σκηνή μια εσωτερική γλυκύτητα με μια εξωτερική πικρία, προκαλώντας μια αυθόρμητη συμπάθεια προς τον ήρωά του. Έχει αυτογνωσία και ένα λανθάνον πάθος που δείχνει να σιγοκαίει αργά και βασανιστικά, με τους δισταγμούς και τις φοβίες να καθρεφτίζονται στο βλέμμα και τις εκφράσεις του. Νιώθει πως φτάνει στο τέλος της προσωπικής του διαδρομής, αλλά θέλει να ζήσει τις τελευταίες του αναλαμπές.

Το σκηνικό της Μαγδαληνής Αυγερινού περιελάμβανε κάποια ξύλινα τελάρα που μετακινούνταν από τους ηθοποιούς και έδιναν μια ευελιξία, αλλά έκαναν το σκηνικό χώρο απρόσωπο, σκληρό και μάλλον αφιλόξενο για τους ηθοποιούς.
Τα κοστούμια της ίδιας δεν είχαν τίποτε το ιδιαίτερο που θα έμενε στη μνήμη του θεατή. Βέβαια οι χαρακτήρες όντας απλοί και καθημερινοί δε θα μπορούσαν να φορούσαν κάτι εξεζητημένο, απλά δεν είδα κάτι που να έχει χαρακτήρα ή έστω μια μικροαστική αισθητική.
Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου είχε μια υπόκωφη αισθαντικότητα και έκανε συχνά πυκνά αισθητή την παρουσία της ως συνοδός του λόγου.
Η κίνηση της Σεσίλ Μικρούτσικου είχε την απλότητα της καθημερινότητας και αποτύπωσε εύστοχα έναν brutal ρεαλισμό.
Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη ακολουθούσαν πιστά τους ηθοποιούς, αλλά δεν υπήρξαν καταλύτες στη δημιουργία μιας εσωτερικής ατμόσφαιρας που θα δονούσε τους ήρωες.

Συμπερασματικά, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, είδα μια παράσταση ενός σύγχρονου κειμένου, που είχε τη διάθεση να ταξιδέψει το θεατή στους ψυχολογικούς λαβυρίνθους δύο καθημερινών ηρώων και να εμβαθύνει στα αδιέξοδά τους, αλλά έδειξε να παγιδεύτηκε στους στόχους της, να έχασε τις ισορροπίες της και να μην ολοκλήρωσε την αποστολή της. Δεν κατάφερε να πετύχει τη ζητούμενη συναισθηματική και ψυχική ταύτιση κοινού-ηρώων και κύλισε αργά και σε αρκετά σημεία κουραστικά. Οι ερμηνείες δεν είχαν πάντα συντονισμό και συχνά ο λόγος έδειχνε να πλανάται και να μένει αιωρούμενος, μη βρίσκοντας κατάλληλα ευήκοα ώτα, αφήνοντας μάλλον ασαφή την όλη προσπάθεια.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.