ΓΙΟΥΓΚΕΡΜΑΝ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 25/02/2019 10:33
Το ψυχογραφικό μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Ροδόπουλου) "Γιούγκερμαν" σκηνοθετεί στο Θέατρο Πορεία ο Δημήτρης Τάρλοου. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1938, ενώ έγινε τηλεοπτική σειρά το 1976 με σκηνοθέτη το Βασίλη Γεωργιάδη σε σενάριο Βαγγέλη Γκούφα και πρωταγωνιστή στον ομώνυμο ρόλο τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Το 2007 γυρίστηκε εκ νέου για την τηλεόραση σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Καραντινάκη και σενάριο Θοδωρή Πετρόπουλου με τον Κωνσταντίνο Μακρουλάκη να κρατά το βασικό ρόλο. Ο Βασίλης Κάρλοβιτς Σωρίνεν, κόμης φον Ρόττενπουργκ τσου Γιούγκερμαν, Φινλανδός, Ίλαρχος της Λευκής φρουράς του Τσάρου και γόνος πλούσιας οικογένειας, μετά τη ρωσική επανάσταση εγκαταλείπει τη Ρωσία και έρχεται στην Ελλάδα. Εκεί ήταν ένας αδίστακτος τυχοδιώκτης με βαρύ και σκοτεινό εγκληματικό παρελθόν και φτάνοντας στον Πειραιά είναι αποφασισμένος να ξεκινήσει μια καινούργια, ευυπόληπτη ζωή, κυριολεκτικά από το μηδέν με όπλα την εξυπνάδα, τη γοητεία και τις ικανότητές του. Πιάνει δουλειά σε μία τράπεζα, ανεβαίνει στην ιεραρχία γρήγορα και αρχίζει να αποκτά χρήματα, γόητρο και φήμη επιτυχημένου. Εμπλέκεται με την επιχείρηση της οικογένειας Σκλαβογιάννη και καταφέρνει ουσιαστικά να τη θέσει κάτω από τον έλεγχό του. Στην ανοδική του πορεία θα γνωρίσει πολύ κόσμο, θα εμπλακεί με αρκετές γυναίκες, θα αγαπήσει, θα αγαπηθεί και θα έρθει αντιμέτωπος με τα δαιμόνιά του και τελικά με τον ίδιο του τον εαυτό. Τη διασκευή του αρχικού κειμένου υπογράφει ο Στρατής Πασχάλης καταφέρνοντας να διατηρήσει τη δομή του, να συμπυκνώσει τα σημαντικότερα γεγονότα και πρόσωπα και να τα αποδώσει με ευκρίνεια και σχετική επάρκεια συνθέτοντας ένα γλυκόπικρο χρονικό μιας πολυτάραχης ζωής.
Ο Δημήτρης Τάρλοου σκηνοθετεί το δύσκολο αυτό εγχείρημα ισορροπώντας μεταξύ του λόγου και της εικόνας, σταχυολογώντας τα σημαντικότερα επαγγελματικά και προσωπικά στιγμιότυπα της ζωής του κεντρικού ήρωα και δίνοντας έμφαση στο αποτύπωμα που άφησαν αυτά στο νου και την καρδιά του. Στη σκηνή συνυπάρχουν συχνά δύο ή και περισσότερα σκηνικά περιβάλλοντα, όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, επιτρέποντας έτσι (συχνά με μια γρήγορη προσθήκη ή αφαίρεση λίγων σκηνικών αντικειμένων) να μη χάνεται πολύτιμος χρόνος σε εκτεταμένες αλλαγές σκηνικού και να μη θρυμματίζεται η υποβλητική ατμόσφαιρα που δημιουργεί η σκηνοθετική ματιά. Έχοντας την εγγενή δυσκολία να χτίσει προσεκτικά το προφίλ του κάθε χαρακτήρα που αποτέλεσε μέρος της ζωής του Γιούγκερμαν, κρατά τους πιο καθοριστικούς και τους εξελίσσει παράλληλα με τον κεντρικό ήρωα. Οι μικρότεροι δεν εξαφανίζονται, αλλά διατηρούν μια αυθύπαρκτη παρουσία με χαρακτηριστικές ατάκες, αναγνωρίσιμες φωνές και φιγούρες, ενώ διατηρούν τη λειτουργικότητα και τη συμβολή τους στην ιστορία, δημιουργώντας έτσι ένα εκτενές ψηφιδωτό προσώπων, τόπων και προσωπικοτήτων. Ο ρυθμός της παράστασης είναι σφιχτός, γρήγορος, με εναλλαγές σκηνικής δράσης και οι όποιες μικρές κοιλιές δε διασπούν το ενδιαφέρον του θεατή από τα τεκταινόμενα. Το ψυχογράφημα του κεντρικού ήρωα δεν τον αγιοποιεί, ούτε τον εξιδανικεύει, τουναντίον υπογραμμίζει τις αδυναμίες και τα ελαττώματά του και κάνει εμφανή την πάλη του καλού και του κακού μέσα του. Υπάρχουν εντάσεις, συγκρούσεις, κορυφώσεις, συναισθήματα και πολλά παράλληλα (μικρότερα ή μεγαλύτερα) δράματα, όπου κυριαρχεί το μέτρο και σωστή κλιμάκωση.
Ο Γιάννης Στάνκογλου αναλαμβάνει να ερμηνεύσει τον ομώνυμο ήρωα και βασίζει την ερμηνεία του αυτή στις αντιθέσεις του χαρακτήρα του. Άλλοτε χειμαρρώδης, άλλοτε κρατώντας τον αυτοέλεγχό του, σκληρός και υπολογιστής στα επαγγελματικά του, αβρός, ευγενικός και γοητευτικός όταν μιλά με τις γυναίκες, φωνακλάς και άκαμπτος στο χώρο της δουλειάς, παθιασμένος και ανήσυχος στις προσωπικές του στιγμές, δημιουργεί ένα Γιούγκερμαν πολυσχιδή, αλλά κι έναν ευγενή τυχοδιώκτη αποφασισμένο να πετύχει, με ελάχιστες τις στιγμές όπου τον ένιωσα να υπερβάλλει εαυτόν.
Ο Χρήστος Μαλάκης είναι ο Μιχάλης Καραμάνος, ένας χαρακτήρας-προβολή του ίδιου του Καραγάτση. Φιλοσοφεί στα όρια της ψυχανάλυσης, είναι αυτοσαρκαστικός στις παρυφές της κυνικότητας και γνώστης των ίδιων των ψυχολογικών του αδιεξόδων. Εξαιρετική άρθρωση, φωνή που δείχνει να γοητεύεται από την ίδια της τη χροιά, εύστοχη αποτύπωση του ψυχικού του κόσμου στο πρόσωπο και το βλέμμα του, είναι τα βασικά στοιχεία που κάνουν τη συγκεκριμένη ερμηνεία ολοκληρωμένη και πλήρη.
Η Ζέτα Μακρυπούλια υποδύεται τη χειραφετημένη και έξυπνη Ντάινα Σκλαβογιάννη, όπου συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά μιας γυναίκας-ντίβας, αλλά δείχνει μία εμμονή σε αυτό το γεγονός και είναι πλήρως αποστασιοποιημένη από την ηλικία και τον περίγυρό της. Παράλληλα, υποδύεται και τη Λίλη, μητέρα του Γιούγκερμαν, αποδίδοντας πειστικά τη σκοτεινιά και την παρακμή της ηρωίδας της, που έχει φτάσει στα όρια της παραίτησης από την ίδια της τη ζωή.
Η Θάλεια Σταματέλου στο ρόλο της νεαρής Βούλας καταφέρνει να αποτυπώσει εύστοχα τη διαδρομή του χαρακτήρα της από το κορίτσι στη γυναίκα. Από την εφηβική αθωότητα και τα πρώτα ερωτικά της σκιρτήματα. στη διεκδικητική και δυναμική γυναίκα που έχει αποκρυσταλλωμένα τα θέλω της.
Ο Γιάννης Καπελέρης παίζει το Γιώργο Μάζη (και τον Αστυφύλακα), τον πρώτο έρωτα της Βούλας, ο ο οποίος μεταλλάσσεται από έναν αδέξιο και ενθουσιώδη νεαρό που ετοιμάζεται να φύγει για σπουδές, σε έναν κυνικό και επιρρεπή στην αστάθεια και τις καταχρήσεις άντρα.
Ο Πολύδωρος Βογιατζής γίνεται ένας σχεδόν ιδανικός αριβίστας Κλεό, ο οποίος πηγαίνει όπου τον οδηγεί ο άνεμος του προσωπικού του συμφέροντος και των περιστάσεων.
Ο Χάρης Εμμανουήλ αποτύπωσε έναν εξαιρετικό διευθυντή τράπεζας (ο οποίος διαβλέπει άμεσα τις επαγγελματικές ικανότητες του Γιούγκερμαν), αλλά και τον έμπειρο Σκλαβογιάννη που καταλήγει να γίνει έρμαιο των διαθέσεων και της ακόρεστης φιλοδοξίας του Φινλανδού.
Ο Γιάννης Νταλιάνης ερμηνεύει έναν απόλυτα αυθεντικό, δοτικό και συναισθηματικό Θωμά Παπαδέλη, πατέρα της Βούλας, αλλά και το σύμβουλο Οικονομικών και τον ντε Κρεσύ.
Τον πολυάριθμο θίασο (ο οποίος έχει αξιοθαύμαστη σκηνική χημεία και συνεργασία) συμπληρώνουν σε μικρότερους ρόλους, ο καθένας/καθεμία με το ταλέντο και τη σκηνική του/της ενέργεια, η Δανάη Σαριδάκη (γλυκιά και συγκινητική Αλκμήνη), η Καίτη Μανωλιδάκη (εξαιρετική τόσο ως Ασπασία και Σάσα, αλλά και ως συναισθηματική μητέρα του Καραμάνου), ο Δημήτρης Μπίτος (Λιάπκιν, Μόγιας, Πρίγκηπας Αρκάνωφ), ο Νίκος Καλαμό (υποδειγματικός υπηρέτης-αφηγητής, αλλά και γερό-Στρατής), η Λήδα Μανιατάκου (με την εξαιρετική φωνή της ως Νίτσα, γυναίκα που τραγουδά και Αντιόπη), ο Αλκιβιάδης Μαγγόνας (στο διπλό ρόλο του Παύλου και του νεαρού), η Μπίλιω Μαρνέλη (Έφη, Πόρνη 1 και συνοδός του Γιώργου Μάζη), η Κορίνα Κόκκαλη (τσιγγάνα και συνοδός του Κλεό), ο Ανδρέας Νάτσιος (Νάσος και υπάλληλος), η Ελένη Χαλαστάνη (κυρία Αντωνοπούλου και Πόρνη 2) και ο μικρός Φίλιππος Τάρλοου (στο ρόλο του μικρού Γιούγκερμαν που κλείνει συμβολικά την παράσταση, σε τετραπλή διανομή μαζί με τους Άγγελο Πιλιτσίδη, Μάριο Σουλτάτη και Αντώνη Στάμου), ενώ στη σκηνή βρίσκεται συνεχώς και η μουσικός Λένα Χατζηγρηγορίου.
Η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου και ο Δημήτρης Αγγέλης είχαν την επιμέλεια του σκηνικού και κατάφεραν να αναπαραστήσουν με επιτυχία και γρήγορες προσαρμογές διαφορετικά περιβάλλοντα όπου λάμβανε χώρα η δράση (με τη βοήθεια των έξυπνων φωτισμών), χωρίς χρονοβόρες αλλαγές που θα χαλούσαν το ρυθμό και την ατμόσφαιρα της παράστασης.
Τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη είχαν εναλλαγές και έντυσαν αντιπροσωπευτικά τους χαρακτήρες, ανάλογα με το κοινωνικό τους υπόβαθρό.
Η μουσική και το ηχητικό τοπίο της Κατερίνας Πολέμη και των Λένας Χατζηγρηγορίου και Λήδας Μανιατάκου έδωσαν αιχμηρότητα στις κορυφώσεις της σκηνικής δράσης και συνέβαλλαν αποφασιστικά στη γενικότερη ατμόσφαιρα. Η κίνηση και η χορογραφία της Κορίνας Κόκκαλη χωρίς αστοχίες και υπερβολές, ενώ οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου εστίασαν σωστά στα πρόσωπα και συχνά οριοθέτησαν τον εκάστοτε χώρο της σκηνικής δράσης.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Πορεία, παρακολούθησα μια παράσταση βασισμένη σε ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα της γενιάς του '30. Η θεατρική απόδοση του κειμένου έμεινε κατά το δυνατόν πιστή στο αρχικό κείμενο και ακολούθησε την πορεία του ήρωα μέχρι το τέλος, κάνοντας ένα βαθύ και λεπτομερές ψυχογράφημά του. Η σκηνοθεσία δεν αναλώθηκε σε φλύαρες σκηνές, αλλά μέσα από τα στιγμιότυπα της ζωής του, επαγγελματικής και προσωπικής, σκιαγράφησε ένα χαρακτήρα με τις καλές και κακές του στιγμές, σε στενή συνάρτηση με τον κοινωνικό του περίγυρο. Υπήρχε ατμόσφαιρα, αισθητική και ο ρυθμός δεν έκανε σημαντικές κοιλιές κρατώντας το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τέλος παρά τη μεγάλη διάρκεια της παράστασης. Οι ερμηνείες είχαν στην πλειοψηφία τους ένταση και δυναμική, πολύ καλή σκηνική συνεργασία και έδειξαν ότι έγινε πολύ σημαντική δουλειά στις πρόβες.