ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ Η ΚΟΥΛΟΥΡΟΥ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 15/07/2019 10:42
O Γιώργος Παπαγεωργίου σκηνοθέτησε την παράσταση "Γιαννούλα η Κουλουρού", ένα κείμενο της Θεοδώρας Καπράλου.
Η ομώνυμη ηρωίδα γεννήθηκε στην Πάτρα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και πουλούσε κουλούρια για να ζήσει. Η ελαφρά νοητική της καθυστέρηση, καθώς και η προφανής της φτώχεια δεν την έκαναν ιδανική νύφη κι έτσι ζούσε με τον καημό να βρει τον άντρα που ονειρευόταν και να τον παντρευτεί. Η έντονη αυτή επιθυμία της γινόταν αντικείμενο χλευασμού από τους συντοπίτες της, που για να διασκεδάσουν έστηναν ψεύτικους γάμους με υποτιθέμενους γαμπρούς. Το τελευταίο επεισόδιο αυτής της ομαδικής καζούρας έλαβε χώρα στην οδό Αγίου Νικολάου και την παραλία, πήρε μεγάλες διαστάσεις με χιλιάδες κόσμου να συμμετέχουν στο "αστείο" και οδήγησε τη γυναίκα στην παράνοια και την πλήρη της απομόνωση. Η ιστορία έγινε κάτι σαν αστικός μύθος και ενσωματώθηκε στις ετήσιες καρναβαλικές εκδηλώσεις της πόλης της Πάτρας. Το κείμενο βασίστηκε σε ιστορικές αναφορές και μαρτυρίες κι επιχειρεί να φωτίσει τις ιδιαίτερες πτυχές μιας αυθεντικά ανθρώπινης ιστορίας.
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου σκηνοθετεί την παράσταση προσπαθώντας να αναδείξει την ιδιαίτερα ευαίσθητη ψυχοσύνθεση της ηρωίδας, αλλά και την ψυχολογία του όχλου, που δε διστάζει να συμπεριφερθεί απάνθρωπα στον αδύνατο. Στηρίχθηκε σε ένα κείμενο με εμφανείς αδυναμίες, το οποίο έμεινε σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης της ιστορίας, δεν εμβάθυνε στο ψυχολογικό υπόβαθρο των ηρώων κι έπασχε δραματουργικά. Δεν παρακολουθήσαμε μια εξελικτική πορεία της ιστορίας της γυναίκας αυτής, αλλά είδαμε απλά κάποια στιγμιότυπα της ζωής της, όπου οι συμπολίτες της πατώντας στις αδυναμίες της την έκαναν ένα λαϊκό κωμικό θέαμα, περιφέροντάς την ντυμένη νύφη στους δρόμους και τις γειτονιές της Πάτρας. Η αφήγηση δεν είχε νεύρο, είχε αρκετή επαναληπτικότητα, δεν έδωσε ικανοποιητικά στοιχεία που θα βοηθούσαν το θεατή να συνθέσει μια καθαρή εικόνα της παράξενης αυτής γυναίκας και δεν πέτυχε να αφυπνίσει την ενσυναίσθησή του.
Το εντυπωσιακό σκηνικό των αρμάτων που κάλυψε το μεγάλο διαθέσιμο χώρο έμεινε αναξιοποίητο, το κεντρικό βάθρο στο οποίο κινείτο η ηρωίδα ήταν δυσκίνητο κι ένιωσα τον ίδιο το χώρο να πνίγει την ιστορία, η οποία έμεινε σε ρηχά νερά και κοινοτοπίες. Οι τρεις αφηγητές δεν έδωσαν την αίσθηση του "περιγελούντος" όχλου (παρόλη την αρχικά έξυπνη χρήση των μασκών, εύρημα που όμως χρησιμοποιήθηκε υπέρ το δέον), ενώ η ζωντανή μουσική συχνά σκέπαζε τα λόγια των ηθοποιών. Στα θετικά του εγχειρήματος στάθηκε το γεγονός ότι η παράσταση δεν έχασε ποτέ το λαϊκό της έρεισμα, δεν προσποιήθηκε υψηλά νοήματα (αλλά απλές καθημερινές αλήθειες) και δεν οδήγησε τη Γιαννούλα στην εύκολη παγίδα της καρικατούρας, για να εκβιάσει το γέλιο ή το χάχανο. Έδειξε μέρος της ευαισθησίας της ηρωίδας, χωρίς όμως το προφίλ αυτό να έχει πληρότητα και βάθος.
Η Έλενα Τοπαλίδου στο ομώνυμο ρόλο είχε μια αλαφροΐσκιωτη κίνηση, πολύ εκφραστική, που παρέπεμπε σε μια γυναίκα που ταλανιζόταν από τις νοητικές της αδυναμίες και τις εμμονές, δίνοντας συχνά την αίσθηση ενός πληγωμένου αερικού. Ο λόγος της όμως είχε προβλήματα, συχνά ήταν άχρωμος κι επίπεδος, χωρίς να καταφέρνει να αποτυπώσει την ταραγμένη της ψυχοσύνθεση και τη βαθιά ανάγκη της για συντροφικότητα.
Ο Μιχάλης Συριόπουλος, ο Κίμωνας Κουρής και η Αθανασία Κουρκάκη εναλλάσσονταν στην αφήγηση των περιστατικών της ζωής της Γιαννούλας και του όχλου που την περιέπαιζε και τη λοιδωρούσε. Η ίδια η αφήγηση ήταν μάλλον μονοδιάστατη (κυρίως λόγω του κειμένου), ενώ οι σκηνές της διαπόμπευσης είχαν περισσότερη ζωντάνια, παλμό κι ενδιαφέρον κι ανέδειξαν μέρος της υποκριτικής δεινότητας των ηθοποιών, καθώς δεν είχαν πολλές δυνατότητες να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους και να δημιουργήσουν διακριτούς χαρακτήρες, αναλωνόμενοι συχνά σε επαναλήψεις.
Τη μουσική έπαιξαν ζωντανά στη σκηνή οι Μένιος Γούναρης, Γιάννης Κονταράτος, Ρία Ελληνίδου και Παναγιώτης Τσάκος.
Στην παράσταση συμμετείχαν εθελοντικά εν είδει χορού και οι Δημήτρης Φριτζέλας, Θησέας Παπαπαναγιώτης, Ζαχαρίας Γουέλα, Σπύρος Κεκρίδης, Δημήτρης Κυπραίος, Μύριαμ Τσούμπου, Ναταλία Σουίφτ, Σεμέλη Μητροπούλου, Χρήστος Ρενέσης, Αιμιλία Κεφαλά, Ιωάννης Τομάζος και Άδωνης Χατζηπόπης, οι οποίοι ίσως θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν περισσότερο σαν όχλος που ακολουθούσε και χλεύαζε τη Γιαννούλα.
Το σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού εντυπωσιακό, αλλά χωρίς λειτουργικότητα και σημειολογία στην εξέλιξη της ιστορίας. Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα κομψά, αλλά χωρίς να δίνουν το ακριβές στίγμα των χαρακτήρων που έντυσαν, ενώ η μουσική της Ματούλας Ζαμάνη παίχτηκε σα λαϊκό πάλκο, γεγονός που ταίριαξε στη σκηνοθετική προσέγγιση, αλλά συχνά ήταν δυνατή, επίμονη κι επικάλυπτε τα λόγια των ηθοποιών.
Την επιμέλεια της κίνησης είχε η Μαρίζα Τσίγκα και όσον αφορά τη Γιαννούλα, αποτύπωσε υπέροχα το εσωτερικό της χάος, αλλά στους αφηγητές-όχλο ήταν συχνά ένα μάλλον άσκοπο τρεχαλητό.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου στην αρχή επέμειναν σε πολύ γενικά (και κάπως ψυχρά) πλάνα, αλλά χειρίστηκε πολύ καλά την τελευταία σκηνή της ηρωίδας.
Συμπερασματικά, παρακολούθησα μια παράσταση, που ενώ βασίστηκε σε μια αληθινή και απόλυτα ανθρώπινη ιστορία, το κείμενο δεν είχε το απαραίτητο βάθος που θα περίμενα για να διερευνήσει διεξοδικά μια ιδιότυπη γυναικεία φιγούρα και να αποτυπώσει τους φόβους, τις ανησυχίες και τις εμμονές της. Η σκηνοθεσία φώτισε κάποιες πτυχές της ηρωίδας, αλλά δεν κατάφερε να δώσει ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο της, να υποκινήσει το συναίσθημα του θεατή και να αποδώσει το μέγεθος της χλεύης και της διαπόμπευσης της κοινωνίας της Πάτρας προς αυτήν. Ο χώρος τέλος δε βοήθησε τη ροή της ιστορίας, τουναντίον μάλλον έπνιξε μεγάλο μέρος της ευαισθησίας της.