ΖΩΡΖ ΝΤΑΝΤΕΝ Ο ΑΝΑΥΔΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 22/11/2018 17:40
Το έργο του Μολιέρου (Jean-Baptiste Poquelin, ο επονομαζόμενος Molière) "Ζωρζ Νταντέν, ο Άναυδος Σύζυγος" (George Dandin ou le Mari confondu), σκηνοθετεί στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης της οδού Φρυνίχου η Μαριάννα Κάλμπαρη. Γραμμένο το 1668, εστιάζει στον ταραχώδη και δυστυχή οικογενειακό βίο του Ζωρζ και της Ανζελίκ. Αυτός είναι ένας αστός με μεγάλη περιουσία, αλλά ταπεινό παρελθόν, αρκετά μεγαλύτερος από τη σύζυγό του. Αυτή είναι νέα και γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, η οποία όμως έχει περιέλθει σε δεινή οικονομική θέση. Η ένωσή τους είναι προφανώς ένας γάμος συμφέροντος κι εκείνη συνεχώς διατείνεται ότι ο σύζυγός της σχεδόν την "αγόρασε" και για αντίδραση ερωτοτροπεί χωρίς αιδώ, συχνά και μπροστά στον άντρα της, με ένα νεώτερο αυλικό του βασιλιά. Ο Νταντέν εκδηλώνει τη ζήλια και την οργή του παραπονούμενος στα πεθερικά του για την όλη κατάσταση και απαιτώντας σεβασμό στο γάμο του. Οι προσπάθειές του όμως αποτυγχάνουν, καθώς πάντα αντί να δικαιωθεί, βρίσκεται απολογούμενος προς όλους. Η επανάληψη αυτού του φαινομένου τον κάνει να αντιληφθεί τη ματαιότητα των πονημάτων του και τελικά συμβιβάζεται με την ήττα του και αποσύρεται στο προσωπικό του δράμα. Η μετάφραση και η δραματουργική επεξεργασία είναι της σκηνοθέτιδος και είχε ροή και συνέχεια, χρησιμοποιώντας μια σύγχρονη γραμμή λόγου.
Η Μαριάννα Κάλμπαρη στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης, προσπαθεί να δώσει μια σύγχρονη οπτική στα κοινωνικά ερωτήματα που θέτει το έργο, κρατώντας τα χαρακτηριστικά της κωμωδίας και παρωδώντας τα κακώς κείμενά του. Το ίδιο όμως το κείμενο και η προβληματική του μοιάζουν πεπαλαιωμένα και απέχουν από τη σημερινή πραγματικότητα. Έτσι συχνά χρησιμοποιείται η υπερβολή και ένα σκηνικό με αισθητική δεκαετίας 80, αντί για μια πιο λεπτή επεξεργασία των ρόλων που θα αναδείκνυε τη θεατρική τους ουσία, θα δημιουργούσε συναίσθημα και θα ενίσχυε τη σκηνική τους αναπαράσταση. Οι χαρακτήρες μας συστήνονται, πλέκουν τις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά δεν εξελίσσονται, αλλά ανακυκλώνουν τα ίδια λεκτικά και κινητικά μοτίβο. Η κωμωδία είναι φυσικά πάντα παρούσα, υπάρχουν στιγμές που γίνεται παιγνιώδης και σε κεντρίζει, το σατιρικό της στοιχείο συνεπικουρείται από την ατμόσφαιρα που δημιουργούν η μουσική και οι φωτισμοί, αλλά λείπει αυτή η αιχμηρότητα που χρειαζόταν για να απογειωθεί, να επικοινωνήσει απευθείας με το θεατή και να τον κάνει συμμέτοχο. Κρυφός άσος της σκηνοθετικής προσέγγισης η μουσική από ελληνικά τραγούδια τραγουδισμένα στα γαλλικά (από το Ντιρλαντά μέχρι το play Bouzouki), η οποία προσθέτει έναν έξτρα τόνο ειρωνείας στα χαλαρά γαλλικά ήθη της εποχής. Οι ρόλοι είναι σχεδόν ισάξιοι και οι ερμηνείες έχουν πολλές φωτεινές στιγμές, χωρίς να αποφεύγονται όμως κάποιες μικρές ανισότητες.
Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου αναλαμβάνει το ρόλο του ομώνυμου ήρωα, του πλούσιου, αλλά ατυχούς συζύγου. Ο λόγος του ρεαλιστικός, ο τόνος της φωνής του ήρεμος αλλά κουρασμένος και σε συνδυασμό με τις εκφράσεις του εκπέμπει ένα σχεδόν συνεχές παράπονο για την τύχη του. Τον ήθελα ίσως λίγο πιο διεκδικητικό και επίμονο στις αντιπαραθέσεις με τη σύζυγο ή τον αντίζηλό του, αλλά γενικά ήταν πειστικός στις αντιδράσεις του και στη μελαγχολική προσέγγιση του ρόλου του, ειδικά όταν εξαναγκάζεται να απολογηθεί ή παραδεχόμενος στο τέλος του έργου την ήττα του.
Η Κατερίνα Λυπηρίδου ερμηνεύοντας την Ανζελίκ είχε μια σκηνική έπαρση που δικαιολογούσε η αριστοκρατική καταγωγή της και μια περιφρόνηση στη φωνή όταν απηύθυνε το λόγο στον Νταντέν, αλλά γενικότερα είχε μια επιφανειακότητα στο παίξιμό της που δε με έπειθε ότι διεκδικούσε την αποδέσμευσή της από το γάμο της και όχι απλά ένα ερωτικό παιχνίδι, ένα καπρίτσιο με κάποιον άλλο σύντροφο. Και έδειξε να μην έχει διερευνήσει τον υφέρποντα σαρκασμό της ηρωίδας της.
Η Σύρμω Κεκέ υποδύθηκε τόσο τη δαιμόνια υπηρέτρια της Ανζελίκ, όσο και την αριστοκράτισσα μητέρα της. Στην πρώτη είχε σκέρτσο, νάζι, πονηριά και μια έντονη κινητικότητα στη σκηνή που την έκανε απολαυστική και απόλυτα δοσμένη στο ρόλο της. Σ αυτήν την κυρία της αριστοκρατίας μου έλειψε ο σνομπισμός και η αλαζονεία που ακολουθεί το χαρακτήρα τόσο στο λόγο, όσο και στο σκηνικό της στήσιμο, το οποίο έτεινε στην υπερβολή.
Ο Κώστας Κουτσολέλος ήταν ο αυλικός, ο οποίος πολιορκεί την Ανζελίκ και ερωτοτροπούν. Αντιπροσωπευτικά διπρόσωπος τύπος άντρα, με έναν αυθόρμητα σαρκαστικό τόνο φωνής (με μια μικρή δόση υπερβολής), στάση σώματος που θυμίζει playboy και ύφος έκδηλης περιφρόνησης προς το νόμιμο σύζυγο, ήταν ότι ακριβώς χρειαζόταν ο ρόλος.
Ο Νέστωρ Κοψιδάς παίζοντας τον πεθερό του Νταντέν, είναι εξαιρετικός και ιδιαίτερα εκφραστικός στην απόδοση ενός φαύλου και αλαζόνα αριστοκράτη, ο οποίος δείχνει να σοκάρεται από τα ερωτικά κατορθώματα της κόρης του, αλλά τελικά τη δικαιολογεί, καθώς δεν μπορεί να αποδεχθεί ποτέ την ταπεινή καταγωγή του γαμπρού του.
Τέλος, ο Δημήτρης Μαγγίνας είναι ο διακριτικός ακόλουθος, ο οποίος παρακολουθεί τις εξελίξεις και προσθέτει τα σχόλιά του δίνοντας ένταση στην παιγνιώδη ατμόσφαιρα της παράστασης.
Τα σκηνικά επιμελήθηκε η Μαντώ Ψυχουντάκη και έδωσε στο έργο από την αρχή ένα χαρακτηριστικό τόνο παρακμής και αποσύνθεσης με μια αισθητική δεκαετίας 80 (συμπεριλαμβανόμενης και της ντισκομπάλας).
Η ίδια έκανε και τα κοστούμια, τα οποία δεν ήταν εποχής, αλλά πιο μοντέρνα και προσπάθησαν να ενισχύσουν τη σαρκαστική απόχρωση του λόγου. Έβγαλαν όμως μια κακογουστιά, η οποία δε βοηθούσε τους συμβολισμούς των εικόνων στη σκηνή.
Οι μουσικές επιλογές του Νέστορα Κοψιδά αποτέλεσαν ατού για την παράσταση, αφού αφενός αποτέλεσαν ανάσες στον καταιγισμό του λόγου, αφετέρου ενίσχυσαν τη διάχυτα παιγνιώδη ατμόσφαιρα.
Οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου είχαν έντονες αυξομειώσεις στην έντασή τους, ανάλογα με τις σκηνές και την ψυχολογία των ηρώων στο προσκήνιο.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης της οδού Φρυνίχου, είδα ένα από τα λιγότερο γνωστά έργα του Μολιέρου, σε μια προσπάθεια μεταφοράς του σε πιο σύγχρονα δεδομένα. Η θεματολογία του όμως παραμένει πεπαλαιωμένη και ανεπίκαιρη ως προς την ουσία του γάμου τον οποίο παρακολουθεί, αν και η μοιχεία αποτελεί διαχρονικό φαινόμενο. Η σκηνοθεσία επιχειρεί να προσδώσει μια ατμόσφαιρα παρακμής στην όλη παράσταση, η οποία όμως συχνά φτάνει στην υπερβολή, οι ήρωες φλερτάρουν με την καρικατούρα, ενώ και οι σχέσεις τους παραμένουν σχηματικές και στερούνται σχεδόν πλήρως συναισθήματος. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, αν και κάποιες επαναλήψεις κουράζουν. Οι ερμηνείες είναι γενικά καλές, με κάποιες σκηνές να χρειάζονται λίγη δουλειά ως προς τη σκηνική τους χημεία, καθώς έδειχναν ελαφρώς ασυντόνιστες. Μια παράσταση στην οποία ο θεατής περνάει γενικά καλά, χωρίς όμως να του μείνει για πολύ στο μυαλό για δημιουργικό προβληματισμό.