ΓΑΜΠΡΟΙ ΓΙΑ ΠΟΥΛΗΜΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 07/04/2016 12:28
Την κωμωδία με τίτλο ΓΑΜΠΡΟΙ ΓΙΑ ΠΟΥΛΗΜΑ, έγραψαν και σκηνοθετούν στο Θέατρο Ακροπόλ, οι Μιχάλης Ρέππας και Θανάσης Παπαθανασίου.
Το έργο αναφέρεται σε μια τυπική ελληνική οικογένεια, στο ζενίθ της οικονομικής κρίσης. Ο σύζυγος είναι τηλεοπτικός παραγωγός και βρίσκεται σε μεγάλες οικονομικές στενότητες, η σύζυγος έχει ινστιτούτα μανικιούρ-πεντικιούρ, τα οποία πτώχευσαν και έκλεισαν, με αποτέλεσμα να προσπαθεί να κάνει ΜΚΟ για να ενταχθεί στο ΕΣΠΑ, ο γιος δεν το έχει με τις επιχειρήσεις, αφού με ό,τι ασχολείται πάει άσχημα και παντού υποβόσκουν παράνομες ερωτικές σχέσεις.
Η οικογένεια έχει στην κατοχή της ένα σπάνιο αρχαίο άγαλμα, το Γα(νυ)μήδη, το οποίο ο σύζυγος διαπραγματεύεται να πουλήσει κρυφά σε μια πλούσια Ρωσίδα συλλέκτρια, για να ξεχρεώσει. Επίσης το έχει βάλει στο μάτι, για να το κλέψει και ο κηπουρός με το γιο του. Ένας γενικός γραμματέας υπουργείου δίνει υπογραφές για ΕΣΠΑ, έναντι ενός σεβαστού αντιτίμου και μια άλλη Ρωσίδα ψάχνει γαμπρό, μέσω ροζ αγγελιών και τηλεφώνων, συμπληρώνοντας το κωμικό σύμπαν του έργου. Γενικά όλα πωλούνται και όλα αγοράζονται για τη σωστή τιμή.
Επίκαιρη και απλή στη γλώσσα και τη ροή της η νέα αυτή κωμωδία παρεξηγήσεων, του συγγραφικού διδύμου, στοχεύει απευθείας σε ένα μαζικό κοινό.
Η σκηνοθεσία των Ρέππα-Παπαθανασίου, βαδίζει στις κλασσικές νόρμες παρόμοιων κωμωδιών. Το πρώτο μέρος αναγνωριστικό, μας γνωρίζει τους χαρακτήρες και τις "ιδιαιτερότητές" τους και κυλάει σε ένα σχετικά αργό τέμπο, με διεκπεραιωτικούς και τυπικούς -λίγο πολύ- διαλόγους. Σιγά σιγά στήνεται το σκηνικό των παρεξηγήσεων μεταξύ των χαρακτήρων, ο ρυθμός παίρνει τα πάνω του, γίνεται πιο γρήγορος και οι χαρακτήρες αρχίζουν να εμφανίζονται στη σκηνή σε (ερωτικά) ντουέτα.
Στην τελική φάση των αποκαλύψεων, το έργο έχει επιταχύνει όσο πρέπει, το χιούμορ κάνει έντονη την εμφάνισή του και οι κωμικές ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό, ότι η παράσταση είναι ανισοβαρής με το πρώτο της μέρος, απλά να περπατά ασθμαίνοντας και το δεύτερο να τρέχει. Οι ατάκες μέχρι τη μέση του έργου, αγγίζουν τα όρια της πλήξης, ενώ στη συνέχεια το χιούμορ κάνει την εμφάνισή του και "ξυπνάει" και κινητοποιεί τους θεατές. Το κείμενο έχει και αυτό σημαντικό μερίδιο ευθύνης για την αρχική μετριότητα, αλλά σε παρόμοιες περιπτώσεις πρέπει να υπάρχει μια έντονη σκηνοθετική παρουσία, που θα αναζητήσει μια χρυσή τομή ισορροπίας στο έργο. Άλλωστε στις φαρσοκωμωδίες, ο εμπνευσμένος αυτοσχεδιασμός, είναι σχεδόν αναμενόμενος από τους ηθοποιούς, κάτι που εδώ, το είδα σε πολύ περιορισμένη κλίμακα. Γενικότερα, το δεύτερο μέρος έχει καλά στοιχεία που αποζημιώνουν εν μέρει για τη σχετική "υπνηλία" του πρώτου και η τελική αίσθηση του θεατή δεν είναι κακή. Απλά, χάνονται έτσι ευκαιρίες καλών κωμωδιών και γνήσιου γέλιου, που δείχνει να έχει τόσο ανάγκη το θεατρικό κοινό για να περάσει καλά.
Ο Αλέξανδρος Αντωνόπουλος στο ρόλο του πάτερ φαμίλια Μάκη Κωσταρέλου, δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις, αφού έχει αποδείξει ότι η κωμωδία, είναι ένας χώρος που τον ξέρει καλά. Λίγες όμως, οι καλές ατάκες, με αρκετή ένταση φωνής παραπάνω σε πολλές σκηνές, διασώζεται χάρη στις εκφράσεις του προσώπου του και το καλό σκηνικό του στήσιμο.
Η Νικολέτα Βλαβιανού είναι η Φλώρα, η σύζυγος του Μάκη, που θέλει να ιδρύσει ΜΚΟ, για να πάρει επιχορήγηση. Ξεκινάει νωχελικά και χωρίς πολλή διάθεση, αλλά στη συνέχεια βελτιώνεται σημαντικά και όταν προσθέτει τσαχπινιά στο παίξιμό της, η ερμηνεία της αποκτά χρώμα, στίγμα και κωμική ουσία.
Ο Γιάννης Τσιμιτσέλης υποδύεται τον Αλέξη, το γιο της οικογένειας Κωσταρέλου και προσθέτει ελάχιστα στο χαρακτήρα του, ώστε να του δώσει μια κωμική υπόσταση και κάποιες ατάκες που θα προκαλέσουν ενδιαφέρον. Ελάχιστος χρωματισμός στη φωνή, ελλειμματική εκμετάλλευση της ατάκας (είτε δικής του, είτε άλλου χαρακτήρα) και μια σχεδόν παγωμένη έκφραση προσώπου, δίνουν μια μέτρια εικόνα στον ηθοποιό.
Ο Κώστας Κόκλας, ο Θανάσης και κηπουρός της οικογένειας, έμπειρος και παλιά καραβάνα, χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμά του κωμικά τρικ για να προκαλέσει γέλιο και παρόλο που τα περισσότερα τα έχουμε ξαναδεί, καταφέρνει να τα περάσει πετυχημένα στο κοινό και να έχει μια δυναμική.
Ο Σπύρος Πούλης, στο ρόλο του Σταμάτη, ενός διεφθαρμένου κρατικού υπαλλήλου, είναι ο άνθρωπος-ορχήστρα της παράστασης. Χειμαρρώδης λόγος, συνεχής κίνηση, έκφραση προσώπου και στήσιμο σώματος συνδυάζονται, ώστε να έχει μια σχεδόν ολοκληρωμένη κωμική παρουσία στη σκηνή του Ακροπόλ, να προκαλεί αυθόρμητο και γνήσιο γέλιο και να δίνει την εντύπωση ότι διασκεδάζει και ο ίδιος με το ρόλο του. Η Παρθένα Χοροζίδου, ήταν η Ρωσίδα Γκαλίνα Λουμπίνοβα, συλλέκτρια αρχαίων αγαλματιδίων και είχε και αυτή μια κωμική συνέχεια και ροή στην ερμηνεία της, μια γνησιότητα στις ατάκες της και κατάφερε να είναι αρκετά πάνω από το μέσο όρο. Κάποιες ευκολίες δεν τις απέφυγε φυσικά, αλλά κατάφερε να τις εντάξει συνολικά στις αρκετές καλές της στιγμές.
Η Σοφία Βογιατζάκη, η δεύτερη Γκαλίνα του έργου, που ψάχνει γαμπρό μέσω ροζ τηλεφώνων, με τα γνωστά κλισέ στα οποία την έχουμε συνηθίσει, φωνάζει υπέρ του δέοντος (εκνευριστικά κάποιες φορές) και δεν αξιοποιεί, παρά στο ελάχιστο, το ταλέντο της.
Ο Μάνος Ιωάννου, που παίζει το Μίλτο, το γιο του κηπουρού, είναι εντελώς άχρωμος και άοσμος στη σκηνή με την παρουσία του να περνάει σχεδόν απαρατήρητη, δείχνοντας να βαριέται αφόρητα με τη συμμετοχή του στο έργο.
Η Νίκη Λάμη (Τζούλι) και η Αντιγόνη Νάκα (Στέλλα) είναι δύο όμορφες νεαρές ηθοποιοί, οι οποίες χρειάζονται ακόμα πολλή προσπάθεια, εξάσκηση και δουλειά για να μπορέσουν να σταθούν αξιοπρεπώς σε κωμικούς ρόλους και να μη γίνουν καρικατούρες.
Τα σκηνικά της Μαίρης Τσαγκάρη απλά και αναμενόμενα για το είδος της παράστασης, λειτούργησαν θετικά ως προς τις προθέσεις των σκηνοθετών. Τα κοστούμια της Μαρίας Καραπούλιου πλήρως αδιάφορα ως προς τους αντρικούς ρόλους, είχαν ένα χρώμα και μια εξτρίμ διάθεση στους γυναικείους. Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Ακροπόλ, είδα μια τυπική κωμωδία των Ρέππα-Παπαθανασίου, που βασίστηκε σε αρκετά κλισέ, κάποια στοιχεία της επικαιρότητας και το κωμικό μομέντουμ κάποιων από τους πρωταγωνιστές. Το πρώτο μέρος κύλησε σε μια μετριότητα που κούρασε, ενώ το δεύτερο λειτούργησε καλύτερα και είχε αρκετές καλές στιγμές που θύμισαν τις παλιές καλές στιγμές του διδύμου. Σκέφτομαι ότι είναι καιρός να θυμηθούν και οι ίδιοι, το παρελθόν τους και να ασχοληθούν με περισσότερη όρεξη και πάλι με την κωμωδία, γράφοντας κάτι πραγματικά καλό.