ΦΥΛΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΦΥΛΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.2/5 κατάταξη (10 ψήφοι)

Το έργο της Αγγλίδας σκηνοθέτη και θεατρικής συγγραφέα Νίνα Ρέιν (Nina Raine, μικρανηψιά του Ρώσου συγγραφέα Boris Pasternak) με τίτλο "Φυλές" (Tribes) σκηνοθετεί στο Θέατρο Σταθμός ο Τάκης Τζαμαργιάς.
Η πρώτη του παραγωγή έγινε τον Οκτώβριο του 2010 στο Royal Court Theatre του Λονδίνου και το 2012 κέρδισε το Drama Desk Award μετά την πρεμιέρα του στο Off-Broadway Barrow Street Theatre. Το κείμενο εστιάζει σε μία αναγνωρίσιμα δυσλειτουργική Εβραϊκή οικογένεια που αποτελείται από τους γονείς και τα τρία τους παιδιά, οι οποίοι ζουν όλοι κάτω από την ίδια (ασφυκτική) στέγη, με τον ένα γιο, τον Μπίλυ να είναι κωφός. Αυτός έχει μάθει να διαβάζει τα χείλη και να συνεννοείται με αυτόν τον τρόπο με τους γύρω του. Όταν συναντά τη Σύλβια, παιδί κωφών γονέων, η οποία προοδευτικά κωφαίνεται και είναι άριστη γνώστης της νοηματικής, συνάπτουν σχέση και η όλη συμπεριφορά του Μπίλυ αλλάζει. Μαθαίνοντας τη νοηματική σε επίπεδο τελειότητας ανακαλύπτει τις πραγματικές πεποιθήσεις και σκέψεις των γύρω του για την κωφότητα, αλλά και της ευρύτερης κοινότητας των κωφών και η συμπεριφορά και οι τοποθετήσεις του αλλάζουν. Το ίδιο και ο οικογενειακός του περίγυρος, με τον καθένα να απομονώνεται στον προσωπικό του μικρόκοσμο. Τη μετάφραση έκανε η Έρι Κύργια και είχε ειρμό, συνέχεια και συνοχή, αν και δεν έλειψαν κάποιες μικρές ατέλειες στην ελληνική απόδοση κάποιων φράσεων και νοημάτων.

Ο Τάκης Τζαμαργιάς στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης συνδυάζει σε αρμονικές αναλογίες το λόγο και την εικόνα για να αναδείξει την προβληματική του κειμένου και να αφυπνίσει τη σκέψη και τη συνείδηση του θεατή. Οι πρώτες δύο σκηνές είχαν μια αναγνωριστική και θα έλεγα διστακτική αίσθηση, καθώς οι χαρακτήρες μας συστήνονται και ο καθένας με τον τρόπο του μας εισάγει στα αδιέξοδα και τις εσωτερικές του δυσλειτουργίες. Οι διάλογοι έχουν ένταση, δυναμική, αλλά κάποιες φορές δείχνουν να μην έχουν μια προσωποποιημένη απεύθυνση προς το θεατή, αλλά ένιωσα να λέγονται για εσωτερική αφύπνιση των ηρώων του έργου. Σίγουρα κράτησαν λίγο περισσότερο απ' όσο θα ήθελα και δεν κατάφεραν να με παρασύρουν ολοκληρωτικά στον ιστό τους. Και πάνω που μου είχε δημιουργηθεί μία απορία για την όλη ροή της παράστασης, ήρθε η "εισβολή" του χαρακτήρα της Σύλβια στη σκηνή και αποκατέστησε όλες τις ισορροπίες, ρυθμού και σαφήνειας των προθέσεων της σκηνοθετικής οπτικής. Οι αντιπαραθέσεις και οι λεκτικοί διαξιφισμοί των ηρώων έχουν αιχμηρότητα, συναίσθημα, συνέπεια και μέτρο, ώστε να μην καταφεύγουν στην υπερβολή, αλλά να "συνομιλούν" με την πλατεία σε πρώτο πρόσωπο και με ρεαλιστικό τρόπο. Ο καθένας κουβαλά το δικό του φορτίο, έχει τα δικά του αδιέξοδα και αναζητά αλλού λύσεις, αλλά όλοι είναι άνθρωποι σημερινοί, τύποι της διπλανής πόρτας. Παράλληλα με το ψυχογράφημα των χαρακτήρων ο σκηνοθέτης θίγει με τρόπο άμεσο και ευαίσθητο το θέμα της διαφορετικότητας είτε αυτή είναι φυλετική, είτε προέρχεται από μία σωματική ή γενετική διαταραχή και παράλληλα το πόσο κενή και άδεια μπορεί να ακούγεται η γλώσσα (συχνά με χιούμορ και ευφυολογήματα) όταν χρησιμοποιείται τυπικά και όχι για ουσιαστική επικοινωνία. Τίποτα δεν αντιμετωπίζεται κριτικά, ακόμα και οι λανθασμένες ή υπερβολικές αντιδράσεις, αλλά υπάρχει μια εγγενής αισθαντικότητα και ανθρωπιά στην προσέγγιση. Οι ατάκες διαδέχονται η μία την άλλη και το ίδιο και οι καταστάσεις και τα συναισθήματα που έχουν πολλές μικρές κορυφώσεις. Οι ηθοποιοί χρησιμοποιούν, ο καθένας με το δικό του διακριτό τρόπο, τα εκφραστικά τους μέσα, αλλά έχουν χημεία και συγκροτούν μια αρμονική και καλοδουλεμένη ομάδα.

Ο Μάνος Καρατζογιάννης στο ρόλο του Μπίλι, του κωφού γιου προσπαθεί πρώτα απ' όλα να μη δημιουργήσει μία καρικατούρα χαρακτήρα, αλλά έναν πραγματικό και ανθρώπινο τύπο. Στη ροή του έργου εξωτερικεύει παράπονα και παιδικά τραύματα, αλλά με τρόπο εκφραστικό, ζεστό, διεκδικώντας και όχι επαιτώντας για λύσεις. Χειρίζεται με άνεση τη νοηματική και καταφέρνει να επικοινωνήσει και με αυτή με τους θεατές και να τους εισάγει στο άγνωστο σύμπαν ενός κωφού.
Ο Μανώλης Μαυροματάκης είναι ο Κρίστοφερ, ο πατέρας της οικογένειας. Φιλοσοφεί, κρίνει, σαρκάζει και θεωρεί εαυτόν σχεδόν υπεράνω των ανθρώπινων αδυναμιών. Κάθε του στιγμή εκπέμπει αδιαφορία ή ελάχιστο πραγματικό ενδιαφέρον για τους γύρω του, που συχνά αγγίζει τα όρια του κυνισμού. Και όλα αυτά με τρόπο άμεσο, απόλυτα ρεαλιστικό, σχεδόν αβίαστο, δείχνοντας να έχει αντιληφθεί πλήρως τις λεπτές γραμμές του χαρακτήρα που υποδύεται.
Η Βασιλική Τρουφάκου ερμηνεύει τη Σύλβια, την κοπέλα που μπαίνει στη ζωή του Μπίλυ και την αλλάζει άρδην. Επικοινωνιακή, ενθουσιώδης, με λόγο καθαρό, χρησιμοποιεί όλα της τα εκφραστικά μέσα στην αποτύπωση της ηρωίδας της. Το βλέμμα, το χαμόγελο, το πρόσωπο συνολικά, η στάση του σώματος, όλα συνδυάζονται ώστε να αποδώσει ολοκληρωμένα μια νέα κοπέλα που κωφαίνεται, που δείχνει γενικά ακομπλεξάριστη, πνευματώδης, αλλά δεν της λείπουν οι ψυχολογικές διακυμάνσεις, τα εσωτερικά αδιέξοδα και τα ξεσπάσματα. Ο Δημήτρης Κουρούμπαλης υποδύεται τον Ντάνιελ, τον έτερο γιο της οικογένειας, προσφάτως χωρισμένο και δεκτικό στη χρήση ουσιών. Τη μία στιγμή είναι πολυλογάς, υπερκινητικός, ενθουσιώδης, συναισθηματικός και την επόμενη παραιτημένος, χαμένος σε άλλο κόσμο και δείχνοντας να χάνει την επαφή με την πραγματικότητα. Ο ηθοποιός έδειξε να έχει συνειδητοποιήσει το πολυσύνθετο του ήρωα που έπαιξε στη σκηνή.
Η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη ήταν η Μπεθ, η μάνα της οικογένειας, που άλλοτε προσπαθούσε να είναι συμβιβαστική, ένας κρίκος που θα ενώνει την οικογένεια, και άλλοτε έμοιαζε αποκομμένη σε μία δική της πραγματικότητα. Δυναμική και ανθρώπινη στην πρώτη περίπτωση, λίγο πιο αμήχανη στη δεύτερη, είχε μια μετρημένη και συνεπή παρουσία στην παράσταση.
Τέλος, η Ελένη Μολέσκη στο ρόλο της Ρουθ, της κόρης της οικογένειας, είναι μια νέα κοπέλα που θέλει να γίνει τραγουδίστρια και δη λυρική. Είναι ονειροπόλα, συναισθηματική και ευαίσθητη, αλλά δείχνει να έχει εγκλωβιστεί στη μέχρι τώρα επαγγελματική της απαξίωση και να μην κατανοεί καθόλου τους γύρω της.

Τα σκηνικά του Εδουάρδου Γεωργίου χωρίζουν νοητά το διαθέσιμο χώρο σε δύο τμήματα. Το ένα είναι πιο φορτωμένο, όπου και εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της δράσης, αλλά αφήνει επαρκή χώρο για την κίνηση των ηθοποιών και το άλλο με λιγότερα σκηνικά αντικείμενα, σα να απεικονίζει την ψυχική γυμνότητα των πρωταγωνιστών. Πολύ καλή έμπνευση η σκάλα στο πίσω μέρος της σκηνής που οδηγεί σε άλλο επίπεδο και καλύπτει έξυπνα τον τοίχο.
Τα κοστούμια του ίδιου απλά, καθημερινά, προορισμένα όχι να τραβήξουν το μάτι με τις επιλογές τους, αλλά να υπηρετήσουν τη ροή της ιστορίας.
Η μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη γίνεται η γέφυρα μεταξύ κάποιων σκηνών, αλλά και ένας όμορφος τρόπος αποφόρτισης του θεατή από τις συγκρούσεις και τις αντιπαραθέσεις των ηρώων.
Οι φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου αν και προτίμησε γενικά πλάνα, φώτισε επαρκώς τους χαρακτήρες στα ξεσπάσματά τους.
Η Δήμητρα Τρούσα είχε την επιμέλεια των βίντεο.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Σταθμός, παρακολούθησα ένα σύγχρονο έργο που στηλιτεύει τη δυσλειτουργικότητα των σύγχρονων οικογενειών, την απομόνωση των μελών τους στα προσωπικά τους αδιέξοδα και κυρίως την άρνηση της συναίσθησης απέναντι στη διαφορετικότητα. Η έξυπνη σκηνοθετική προσέγγιση κρατά εξαιρετικά τις ισορροπίες ανάμεσα στο λόγο και την εικόνα, αν και οι πρώτες δύο σκηνές είχαν μια εγγενή δυσκολία επικοινωνίας με το θεατή. Οι χαρακτήρες είναι ρεαλιστικοί, άμεσοι, με τις καλές και τις κακές τους στιγμές και έχουν ένταση, συναίσθημα, αλλά και αδυναμίες. Ο κάθε ηθοποιός δημιουργεί ένα διακριτό χαρακτήρα και όλοι μαζί μια δουλεμένη ομάδα όπου δεν υπήρχαν υστερήσαντες.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.