ΦΩΝΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 23/06/2017 16:00
Μια σύνθεση έργων του Harold Pinter με τίτλο "Φωνές" σκηνοθετεί στη σκηνή του Θεάτρου Κατερίνα Βασιλάκου ο Μάνος Καρατζογιάννης. Περιλαμβάνει τέσσερα μονόπρακτα του μεγάλου Άγγλου δραματουργού, τα "Κάπου σαν την Αλάσκα", "Νύχτα", "Οικογενειακές Φωνές" και "Ένα για το Δρόμο", παρουσιασμένα σε μια θεατρική ενότητα.
Ο ενιαίος θεματικός πυρήνας των κειμένων προσανατολίζεται στην αναζήτηση του ανθρώπου για την ταυτότητά του, μέσα από την ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσει με το χρόνο, το σύντροφο και την οικογένειά του και την εξουσία. Ο συγγραφέας εισδύει στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχολογίας, προσπαθώντας μέσα από τις επισημάνσεις του να δημιουργήσει ένα σημείο αναφοράς για τη σύγχρονη εποχή.
Στο Κάπου σαν την Αλάσκα, μία ασθενής ξυπνά μετά από παραμονή 29 ετών σε κώμα με το γιατρό που την κρατά στη ζωή και την αδερφή της να προσπαθούν να την επανασυνδέσουν με την πραγματικότητα.
Στη Νύχτα, το παλιότερο από τα τέσσερα μονόπρακτα, ένα ζευγάρι αναπολεί την πρώτη του γνωριμία και ο καθένας δίνει την εκδοχή του για τον πρώτο τους περίπατο και το πρώτο τους άγγιγμα, βιώνοντας τη νοσταλγία και τη μνήμη.
Στις Οικογενειακές Φωνές μάνα και γιος ανταλλάσσουν σκέψεις και επιστολές με τη σκιά του νεκρού πατέρα παρούσα, καταδεικνύνοντας ότι οι σχέσεις μας συνεχίζονται ακόμα και όταν μας χωρίζει η απόσταση, ή ακόμα και ο θάνατος.
Στο Ένα για το Δρόμο ο βασανιστής και η ίδια του η φύση, με εξιλαστήριο θύμα το γιο του, διαλύει σταδιακά στο όνομα της πατριαρχίας μια ολόκληρη οικογένεια.
Η παράσταση βασίζεται σε μια καινούργια μετάφραση των κειμένων από το Δήμο Κουβίδη που διατηρούν ατόφιο το πνεύμα και το ύφος του Νομπελίστα συγγραφέα και αναλλοίωτη την κριτική του προσέγγιση.
Ο Μάνος Καρατζογιάννης αναλαμβάνει τη σκηνοθετική επιμέλεια, προσπαθώντας να κρατήσει όλη την ουσία του λόγου του Πίντερ, να ισορροπήσει στα κοινά σημεία των τεσσάρων μονόπρακτων και να αναδείξει όλη την εσωτερικότητα την πολυπλοκότητα αλλά και τη διαχρονικότητα των χαρακτήρων που πρωταγωνιστούν σε αυτά. Ο κοινός άξονας της μνήμης, της αναζήτησης ταυτότητας και της διαδρομής του ανθρώπου στο χρόνο είναι πάντα παρών, αλλά στα μονόπρακτα η βαρύτητα των εννοιών παρουσιάζει μια ανισοκατανομή, ίσως και λόγω της διαφορετικής χρονικής τους διάρκειας, καθώς ειδικά στο δεύτερο οι ιδέες του συγγραφέα μένουν λίγο μετέωρες και δεν έχουν χρόνο να αναπτυχθούν και να επικοινωνήσουν με το κοινό. Στο τρίτο μονόπρακτο η χρήση δύο καμερών παρουσίασε κάποια προβλήματα και επηρέασε τη ροή και την καθαρότητα του λόγου. Αξιοσημείωτη στο πρώτο μονόπρακτο η χρήση των παύσεων που δίνει ανάσες στους ηθοποιούς, αλλά ενισχύει και τη σημειολογία του λόγου του Πίντερ. Παρ' όλες τις μικρές επιμέρους αδυναμίες και κάποιες δυσκολίες σύνδεσης των μονόπρακτων μεταξύ τους, τα ιδιαίτερα συστατικά του λόγου αυτού διατρέχουν την παράσταση και θέτουν το θεατή απέναντι σε βασικούς του προβληματισμούς και αδιέξοδα, αποτυπώνοντας τόσο τις δραματικές τους προεκτάσεις, αλλά και ένα ελαφρύ σαρκασμό ενίοτε, για το μέγεθος της ανθρώπινης αδυναμίας. Μια διάχυτη μελαγχολία κυριαρχεί σα συναίσθημα, αλλά κρατά αυτούσιες τις ανθρώπινες προεκτάσεις της και απεικονίζει ίσως το γενικότερο κλίμα της σύγχρονης εποχής.
Η Όλια Λαζαρίδου αναλαμβάνει τους ρόλους τόσο της ασθενούς Ντέμπορα που συνέρχεται από το κώμα στο πρώτο μονόπρακτο, αλλά και της μητέρας στο τρίτο. Η πρώτη της παρουσία στη σκηνή είναι ευαίσθητη, λιτή, εσωτερική και ελέγχοντας απόλυτα τα εκφραστικά της μέσα βγάζει όλη την ευαισθησία, το ρομαντισμό και τη νοσταλγική και γλυκιά αφέλεια μιας γυναίκας που έμεινε πάνω από τη μισή ζωή της σε κώμα και προσπαθεί να επανέλθει στον κόσμο. Στη δεύτερη δίνει με ένταση και εσωτερική δύναμη το προφίλ μιας μητέρας σε αγωνία, αν και η ανετάριστη κάμερα επάνω της αφαιρούσε στοιχεία της ερμηνείας της.
Ο Δημήτρης Καταλειφός ερμηνεύει το γιατρό Χόρνμπι στο πρώτο μονόπρακτο, ένα χαρακτήρα που νοιάζεται για την ασθενή του που συνήλθε και δείχνει το ενδιαφέρον του γι' αυτή τόσο με το λόγο, όσο και με τις εκφράσεις του προσώπου και τη γλώσσα του σώματός του. Στο τελευταίο μονόπρακτο σε ένα μη συνηθισμένο κόντρα ρόλο, αυτόν του βασανιστή, αποκαλύπτει άλλη μία πτυχή από το πολύπλευρο ταλέντο του, ερμηνεύοντας με πληρότητα και αυτόν το χαρακτήρα.
Η Λουκία Μιχαλοπούλου παίζοντας την Πωλίν, την αδερφή της Ντέμπορα, είναι ζεστή, ανθρώπινη, δοτική, παλεύοντας να δώσει τις απαντήσεις που αναζητά η αδερφή της, ενώ και στο δεύτερο μονόπρακτο εκφράζει όλη την αγωνία μιας νεαρής γυναίκας της οποίας η σχέση διέρχεται κρίση και αναζητά την ανανέωση, μέσα από τη μνήμη.
Ο Νίκος Πουρσανίδης στο ίδιο μονόπρακτο στιβαρός, συνεπής και με μια μπάσα μελαγχολία στη φωνή, ενώ στο τελευταίο ανθίσταται στην πίεση του βασανιστή του με εσωτερική δύναμη, καθαρή άρθρωση και απόλυτα ελεγχόμενα εκφραστικά μέσα.
Ο Μάνος Καρατζογιάννης με έναν υπολογιστή στην άκρη της σκηνής είναι ο πανταχού παρών συγγραφέας που με τα σκόρπια λόγια του συνδέει τα κείμενα μεταξύ τους, αλλά και ο γιος του τρίτου μονόπρακτου που προσπαθεί να εκφράσει τα δικαιολογημένα παράπονα και τα θέλω του. Στη σκηνή και ο μικρός Σπύρος Γουλιέλμος.
Τα σκηνικά του Γιάννη Αρβανίτη, απλά, λιτά, λειτουργικά, στο κέντρο της αχανούς σκηνής, υπηρετούν το μυστηριακό λόγο του συγγραφέα, ενώ τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα ντύνουν με συνέπεια τους χαρακτήρες, χωρίς να επιχειρούν να τραβήξουν το μάτι και να αποσπάσουν την προσοχή του θεατή.
Η μουσική του Αλέξανδρου Γκόνη, καίρια, έδωσε ένταση και αιχμηρότητα στο λόγο, ενώ η κίνηση της Ζωής Χατζηαντωνίου, προσεκτικά μελετημένη, διατήρησε μια ραθυμία και την παρατήρησα να συνάδει με τη μελαγχολική ατμόσφαιρα του κειμένου.
Οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη απόλυτα εστιασμένοι στα πρόσωπα των εκάστοτε πρωταγωνιστών, φώτιζαν τις εκφράσεις τους και έπαιξαν με τις σκιές των ψυχών τους.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Βασιλάκου είδα μια σύνθεση κειμένων ενός κορυφαίου δραματουργού, τα οποία παρά τα κάποια προβλήματα εννοιολογικής τους σύνδεσης, είχαν κοινό ιστό και κράτησαν όλη την ουσία και τη φρεσκάδα του λόγου του Πίντερ, αλλά και τα συναισθήματα που αυτός γεννά. Οι πολύ καλές ερμηνείες συνεπικούρησαν το όλο εγχείρημα.