ΦΑΡΕΝΑΙΤ 451 - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Σάββατο, 02/02/2019 10:08
Ένα από τα σημαντικότερα δυστοπικά κείμενα του 20ού αιώνα, το Φαρενάιτ 451 (Fahrenheit 451) του Αμερικανού συγγραφέα Ρέι Μπράντμπερι (Ray Bradbury) σκηνοθετεί στο Θέατρο Πόρτα (μετά την επιτυχημένη καλοκαιρινή του πορεία στο Φεστιβάλ Αθηνών) ο Θωμάς Μοσχόπουλος.
Γραμμένο το 1953 κατά της διάρκεια της περιόδου McCarthy στις Ηνωμένες Πολιτείες, κέρδισε τον επόμενο χρόνο το βραβείο της American Academy of Arts and Letters. O François Truffaut διασκευάζει το κείμενο για το σινεμά το 1966, ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας ξαναγράφει το έργο του σε θεατρική μορφή το 1979, η οποία τυπώθηκε στην πλήρη της έκδοση το 1986. Η επίσημή του πρεμιέρα δίνεται το Νοέμβριο του 1988 στο Indiana Civic Theatre του Fort Wayne. Ο τίτλος δηλώνει τη θερμοκρασία στην οποία αρχίζει να καίγεται το χαρτί. Σε μία μελλοντική κοινωνία δεν υπάρχουν βιβλία, δεν υπάρχουν σχολεία, δεν υπάρχει μάθηση, καθώς το καθεστώς θέλει τους ανθρώπους του σε μία απόλυτα ελεγχόμενη πνευματική αδράνεια. Υπάρχουν οθόνες παντού που δίνουν ακίνδυνες πληροφορίες και ειδήσεις και ψυχαγωγία που αποχαυνώνει τους θεατές-πολίτες. Η πυροσβεστική υπηρεσία πλέον δε σβήνει φωτιές (αφού πλέον τα περισσότερα σπίτια είναι αλεξίπυρα), αλλά λειτουργεί σαν ένα Σώμα Κρατικής Ασφάλειας εντοπίζοντας και καίγοντας με κηροζίνη όσα βιβλία έχουν μείνει κρυμμένα, ενώ διώκει και τιμωρεί τους αντιφρονούντες. Ο Γκάι Μόνταγκ είναι επίλεκτο μέλος αυτής της ομάδας, αλλά η τυχαία ενασχόλησή του με τα βιβλία τον μαγνητίζει, τον φέρνει σε σύγκρουση με τον Μπήτυ τον αρχηγό του και τελικά τον ωθεί να περάσει στην απέναντι όχθη. Τη μετάφραση έκανε ο ίδιος ο σκηνοθέτης και δεν είχε σκοτεινά σημεία, ήταν συνεπής και υπηρέτησε με σαφήνεια την καθαρότητα του λόγου του αρχικού κειμένου.
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος ανέλαβε το σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης εντάσσοντάς την σε ένα απροσδιόριστο μέλλον και αφήνοντας το λόγο να λειτουργήσει ως μία διορατική και ειρωνική αλληγορία μιας εικονικής πραγματικότητας που έχει ισοπεδώσει την ανθρώπινη νόηση. Δημιουργεί ένα μεγάλο φωτεινό κάδρο εν είδει μεγάλης οθόνης από το οποίο παρακολουθούμε ένα σκοτεινό και απειλητικό σκηνικό περιβάλλον, όπου η ελευθερία σκέψης και άποψης αποτελεί ουτοπία, η κάθε αντίδραση συνθλίβεται με τη φωτιά και οι πάσης φύσεως οθόνες προβάλλουν μία επιλεκτική και άνευρη εικονική καθημερινότητα. Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται είναι σκοταδιστική, κρύβει σε κάθε σκηνή έναν ορατό ή αόρατο κίνδυνο και συχνά δίνει την εντύπωση μιας μοντέρνας Ιεράς Εξέτασης. Ο λόγος γρήγορος, αιχμηρός, αποτυπώνει το σαρκασμό μιας κατάστασης αδιέξοδης με σχεδόν ανύπαρκτες οδούς διαφυγής και παντελή έλλειψη συνείδησης. Τα νοήματα σύγχρονα, καθώς η πλήρης εξάρτηση των ανθρώπων από τις οθόνες γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Κάποιες οθόνες γίνονται μέρος της σκηνικής δράσης, δημιουργώντας έτσι τη δυνατότητα πολλαπλών επιπέδων και εξελίσσοντας την ιστορία χωρίς κοιλιές και αρρυθμίες. Ο ολοκληρωτισμός του καθεστώτος έχει ένα λεπτό τόνο διδακτισμού, ο οποίος όμως δεν κουράζει, αλλά συνολικά λειτουργεί σαν πηγή σκέψης για το θεατή.
Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης στο ρόλο του Γκάι Μόνταγκ, δημιουργεί ένα χαρακτήρα πιστό στο καθεστώς, αλλά με υπολείμματα ανθρωπιάς μέσα του. Κρατά μία δεκτικότητα στα ερεθίσματα και ανακινεί από το βάθος του μυαλού του την αμφιβολία και τη συνείδηση. Η εσωτερική του σύγχυση αποτυπώνεται στο πρόσωπο και τις κινήσεις του, αλλά κρατά μια υποδειγματικά λιτή γραμμή ερμηνείας χωρίς υπερβολές λεκτικές ή κινητικές.
Η Άννα Μάσχα υποδύεται τον Μπήτυ και οι καταιγιστικοί της μονόλογοι έχουν εξαιρετικό τονισμό και πεντακάθαρη άρθρωση, πείθοντας απόλυτα ότι είναι απόλυτος γνώστης του αντικειμένου της. Με σαρκασμό και ευγλωττία δείχνει ψήγματα ανθρωπισμού, αλλά με την ίδια ευκολία και το σκληρό και στα όρια του σαδισμού απάνθρωπο πρόσωπο της εξουσίας.
Η Ευδοκία Ρουμελιώτη ήταν η Μίλντρεντ, σύζυγος του Γκάι και πιστή απεικόνιση μιας γυναίκας εγκεφαλικά ισοπεδωμένης και φοβικής σε οτιδήποτε σκεπτόμενο, μια σκηνική επιτομή της ανοησίας.
Η Κϊττυ Παϊταζόγλου παίζει με ζωντάνια και ενθουσιασμό την Κλαρίς, μια νεαρή αυθόρμητα επικοινωνιακή κοπέλα που έχει πεποίθηση στα πιστεύω και τους ανθρώπους της και άγνοια κινδύνου, αλλά και την Έλεν, φίλη της Μίλντρεντ, αντίστοιχα κενή νοητικά με τις υπόλοιπες, δημιουργώντας ένα πολύ ενδιαφέρον ερμηνευτικό δίπολο.
Η Ξένια Καλογεροπούλου ερμηνεύει την κυρία Χάντσον, σε μία σύντομη εμφάνιση, η οποία επιλέγει τη θυσία για τα πιστεύω της. Μια κυρία του θεάτρου που επιλέγοντας ρόλους μικρότερους ή μεγαλύτερους, τους υπηρετεί πάντα με σεβασμό και αξιοπρέπεια.
Ο Χάρης Τσιτσάκης είναι ο Φέημπερ, παππούς της Κλαρίς, αποτυπώνει με αμεσότητα όλη την ανασφάλεια και το φόβο του ηλικιωμένου, του οποίου όμως η εσωτερική φλόγα δεν έχει σβήσει.
Ο Θάνος Λέκκας (Χόλντεν, παρουσιαστής, αλλά και μια αστεία Άλις) και ο Μάνος Γαλανής (Μπλάκ, παρουσιαστής) στους μικρότερους ρόλους, συμπληρώνουν με το ταλέντο και την πληθωρική τους παρουσία το καστ της παράστασης.
Το σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού έχει ένα φουτουριστικό χαρακτήρα με τα κρεμάμενα ράφια βιβλίων να δημιουργούν αίσθηση, ενώ οι οθόνες προβολών είναι απόλυτα λειτουργικές, όπως και το δεύτερο επίπεδο δράσης πίσω από το χώρισμα, απ' όπου δίνει οδηγίες ο Φέημπερ.
Τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ ντύνουν εύστοχα τους χαρακτήρες σε ένα αφηρημένο μέλλον όπου και διαδραματίζεται το έργο, χωρίς να γίνονται κιτς ή υπερβολικά. ΜμΗ μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή τονίζει τις εντάσεις της σκηνικής δράσης και συνοδεύει έξυπνα το λόγο.
Η επιμέλεια της κίνησης ανήκε στη Σοφία Πάσχου και ήταν είτε μηχανική στις περιπτώσεις των πιστών υπηρετών του καθεστώτος, είτε είχε μία πινελιά νευρικότητας, φόβου και ανασφάλειας για όσους αντιστέκονται.
Οι φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου έπαιξαν πολύ με τις σκιές, με ελάχιστα γενικά πλάνα, εστιάζοντας κατά μείζονα λόγο στους χαρακτήρες.
Οι προβολές των video σχεδιάστηκαν από τη Χρυσούλα Κοροβέση και το Μάριο Γαμπιεράκη και ήταν σωστά ενταγμένες στο πνεύμα του έργου.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Πόρτα, παρακολούθησα μια παράσταση βασισμένη σε ένα προφητικό κείμενο, το οποίο παραμένει φρέσκο και επίκαιρο ως τη σημερινή εποχή. Η σκηνοθεσία είχε ρυθμό, αισθητική και κράτησε σε αρμονία το λόγο με την εικόνα, ώστε να αλληλοσυμπληρώνονται. Η αλληγορία και ο υπόγειος σαρκασμός γίνονται το εφαλτήριο για το δημιουργικό προβληματισμό του θεατή. Οι ερμηνείες σε υψηλό επίπεδο από ένα θίασο που δούλεψε ομαδικά και συντονισμένα, είχε πάθος, δυναμική και ένταση υπηρετώντας πιστά το σκηνοθετικό όραμα. Από τις πολύ καλές θεατρικές προτάσεις της σαιζόν που διανύουμε.