ΕΒΙΤΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 02/06/2017 11:07
Το γνωστό μιούζικαλ των Tim Rice και Andrew Lloyd Webber "Evita", σκηνοθετεί ο Δημήτρης Μαλισσόβας. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1979 στο West End του Λονδίνου, ενώ στους Έλληνες θεατές το σύστησε τη σεζόν 1981-82 η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Παράλληλα, έγινε και ταινία το 1996 με τη Madonna στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Αφηγείται τη σχεδόν μυθιστορηματική ιστορία της Εύας Ντουάρτε, η οποία από τη μικρή πόλη στην οποία έμενε, ήρθε στο Μπουένος Άιρες και αναρριχήθηκε γρήγορα την πυραμίδα της κοινωνικής ιεραρχίας. Γνωρίστηκε με το συνταγματάρχη Χουάν Περόν, τον ώθησε να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας και από το 1946 ως τον πρόωρο θάνατό της το 1952, έγινε η πρώτη κυρία της Αργεντινής. Όντας μια δυναμική γυναίκα, έγινε σύμβολο της χώρας της και λατρεύτηκε από το λαό της σαν "Αγία". Η πορεία της αυτή από την αφάνεια της επαρχίας στην παντοδυναμία και το πλούτο της ηγεσίας αποτυπώνεται στη συγκεκριμένη παράσταση, μια ροκ όπερα με κάποια πολύ χαρακτηριστικά τραγούδια. Η απόδοση του κειμένου στα Ελληνικά έγινε από το Γεράσιμο Ευαγγελάτο, ενώ η μουσική διδασκαλία και η διεύθυνση της ορχήστρας (Majestic Symphonic Orchestra) ανήκε στον Αλέξιο Πρίφτη. Συμμετέχει δεκαμελής παιδική χορωδία.
Ο Δημήτρης Μαλισσόβας αναλαμβάνει τη σκηνοθετική επιμέλεια του συγκεκριμένου εγχειρήματος ισορροπώντας ανάμεσα στη μουσική και την ερμηνευτική προσέγγιση των τραγουδιών. Καθώς η παράσταση έχει ελάχιστες ως ανύπαρκτες σκηνές πρόζας, το ερμηνευτικό κομμάτι ενσωματώνεται επιτυχημένα στα τραγούδια και την κίνηση, ενώ οι εναλλαγές των σκηνών έχουν μια κινηματογραφικότητα, γίνονται γρήγορα και συμπληρώνονται από καλόγουστα σκηνικά. Ο ρυθμός λίγο πιο αναγνωριστικός στην αρχή για να μας συστήσει τους χαρακτήρες και να μας εισάγει στην αρχή της ιστορίας της Εύας Ντουάρτε, επιταχύνει στη συνέχεια και διατηρεί ένα ευχάριστο και γρήγορο τέμπο με τους κεντρικούς χαρακτήρες να πλαισιώνονται από ένα πολυπληθές επιτελείο ηθοποιών-ερμηνευτών-χορευτών. Οι κορυφώσεις καίριες και εύστοχα εστιασμένες στην κεντρική ηρωίδα, κρατούν το ενδιαφέρον του θεατή, κρύβουν έναν υφέρποντα ρομαντισμό, συναίσθημα αλλά και μια δυναμική που καταφέρνουν να τον παρασύρουν στον ιστό της ζωής της Εβίτας και να τον κάνουν συμμέτοχο του πάθους και της ηγετικής της προσωπικότητας. Ο σκηνοθέτης αποφεύγει τη φλυαρία, δίνει βήμα και στους δεύτερους ρόλους και έχει καταφέρει στην παράσταση ο λόγος, η μουσική και η κίνηση να συνεργάζονται αρμονικά για τη βελτιστοποίηση του σκηνικού αποτελέσματος. Ο χορός καλοκουρδισμένος και συμπαγής αποτελεί άλλο ένα ατού στην πληρότητα της παράστασης.
Η Νάντια Μπουλέ στον ομώνυμο ρόλο της Εβίτας αποδεικνύει στη σκηνή για άλλη μια φορά, ότι είναι μια καλλιτέχνης που εξελίσσεται, δουλεύει σκληρά και μαθαίνει. Αν και ξεκίνησε λίγο διστακτικά, δεν άργησε να βγάλει δυναμισμό, πάθος, ένταση και προσωπικότητα στη σκηνή και προσαρμόστηκε εξαιρετικά στις πολλαπλές απαιτήσεις του ρόλου της. Με πολύ εκφραστικό πρόσωπο, παλμό και χρώμα στη φωνή της, με αξιόλογη κίνηση και πολύ καλή σκηνική συνεργασία με τους υπόλοιπους χαρακτήρες, απέδωσε με συνέπεια τα χαρακτηριστικά μιας γυναίκας που στη χώρα της λατρεύτηκε σαν Αγία. Η πορεία της τα τελευταία χρόνια είναι ανοδική και κάθε φορά που την παρακολουθώ, βλέπω ότι έχει διορθώσει κάποιες ατέλειες της προηγούμενης φοράς. Και τελικά χαίρεσαι να τη βλέπεις να εξελίσσεται μέσα από τους ρόλους που αναλαμβάνει.
Ο Αιμιλιανός Σταματάκης σαν αφηγητής, αλλά και Τσε, ήταν απολαυστικός φωνητικά, αλλά χρειάζεται λίγο να δουλέψει την έκφρασή του, καθώς επαναλάμβανε τα ίδια ερμηνευτικά μοτίβα και αδίκησε ελαφρά τη σκηνική του παρουσία. Έχει όλα τα φόντα να είναι μια ολοκληρωμένη παρουσία σε μιούζικαλ και φαίνεται ότι πάνω σε αυτό δουλεύει. Η κίνησή του ήταν συχνά σαρωτική στη σκηνή, αν και σε κάποιες άλλες έδειξε λίγο αμήχανος. Ανταποκρίθηκε όμως σε μεγάλο βαθμό στα ζητούμενα του ρόλου του και έδειξε ικανός παρτενέρ της πρωταγωνίστριας.
Ο Μιχάλης Ψύρρας υποδύεται τον Περόν και η είσοδός του στη σκηνή είναι εντυπωσιακή. Οι φωνητικές του ικανότητες αδιαμφισβήτητες, κερδίζουν τις εντυπώσεις, αλλά η σκηνική του παρουσία ήταν λίγο μονοκόμματη και απογυμνωμένη από το συναίσθημα που απαιτούσε ο ρόλος του. Γι'αυτό και σε κάποιες σκηνές επισκιάστηκε από τη λάμψη της σκηνικής του συζύγου.
Ο Άλεξ Οικονόμου ερμηνεύοντας το Μαγκάλντι έχει ισορροπία και δυναμική στις αρχικές σκηνές του με την Εύα Ντουάρτε, αλλά γίνεται πιο υποτονικός στη συνέχεια και προς το τέλος η παρουσία του δεν αφήνει το στίγμα της.
Ο Ίαν Στρατής στο ρόλο του προέδρου του ιδρύματος έχει αξιοπρεπή παρουσία, αλλά καταφέρνει να ξεχωρίσει κυρίως φωνητικά στο σόλο που έχει προς το τέλος της παράστασης. Γλυκιά και αισθαντική η Μαρία Δελετζέ παίζοντας την ερωμένη του Περόν πριν την είσοδο της Εύας Ντουάρτε στη ζωή του, ενώ ο Άρης Πλασκασοβίτης σα δημοσιογράφος ξόδεψε μάλλον άσκοπα τη σκηνική του ενέργεια, χωρίς να μπορέσει να αφήσει κάποιο αποτύπωμα στην παράσταση. Ο χορός πολυπληθής αποτελείται από νέα παιδιά που συντονίζονται πολύ καλά τόσο φωνητικά, όσο και κινητικά και αποτελούν χρήσιμα γρανάζια του ερμηνευτικού παζλ του έργου. Έλενα Βακάλη, Ανδρέας Βούλγαρης, Γιώργος Βούντας, Ίρις Γουργιώτου, Πέτρος Ιωάννου, Ντένια Λεβέντη, Στέφανι Μακαρίτη, Πάνος Μαλακός, Πάνος Μαλικούρτης, Γιάννης Μανιατόπουλος, Σταύρος Μαρκάλας, Νία Μπαλάφα, Σταύρος Μπέκας, Αγγέλα Σιδηροπούλου, Κατερίνα Σούσουλα, Αγγελική Τρομπούκη και Εύα Τσάχρα αποτελούν απόλυτα υποστηρικτικά εργαλεία στην απρόσκοπτη ροή της παράστασης και δίνουν χρώμα και παλμό σε αυτή.
Τα σκηνικά του Ζήση Παπαμίχου έχουν τη λογική του υπερθεάματος, αλλά με ουσία και λειτουργικότητα, υποστηρίζουν απόλυτα το λόγο και δημιουργούν ωραίες εικόνες.
Τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη έχουν χρώμα, άποψη και τη μεγαλοπρέπεια που ταιριάζει στους χαρακτήρες που έντυσε.
Η μουσική διδασκαλία του Αλέξιου Πρίφτη αποτέλεσε ατού για την παράσταση, μαζί με την υποδειγματική διεύθυνση της ορχήστρας.
Οι χορογραφίες του Νίκου Μαριάνου με υψηλή αισθητική και δουλεμένες στη λεπτομέρεια, αποτέλεσαν ένα ακόμα ισχυρό σημείο του έργου, καθώς συντέλεσαν στην πληρότητα των εικόνων που είχε στο νου του ο σκηνοθέτης.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου με κάποιες μικρές αστοχίες, έδειξαν κάποια ασάφεια ως προς την κατεύθυνση που ήθελαν να εστιάσουν.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά, είδα μια μοντέρνα παραγωγή ενός γνωστού μιούζικαλ που σεβάστηκε απόλυτα τον εαυτό του και το θεατή. Είχε θέαμα, μουσική, ατμόσφαιρα, ρυθμό και κατάφερε στο μεγαλύτερο μέρος του να παρασύρει το θεατή και να τον εισαγάγει στην αστερόσκονη του κόσμου της Εύας Περόν και να τον κάνει συνοδοιπόρο στην πορεία της. Ο ομώνυμος ρόλος είχε τη λάμψη και τη δυναμική που χρειαζόταν, αλλά και ο υπόλοιπος θίασος είχε καλές παρουσίες και αξιοπρεπές στήσιμο στη σκηνή.