ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 rating 1 vote

Την τραγωδία του Αισχύλου ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ, σκηνοθέτησε στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, ο Τσέζαρις Γκραουζίνις, το φετινό καλοκαίρι.
Μια παραγωγή του ΚΘΒΕ, η οποία κάνει και περιοδεία.

Η τραγωδία αυτή προηγείται χρονικά της Αντιγόνης και μας περιγράφει τον αδελφικό αγώνα μεταξύ Ετεοκλή και Πολυνείκη, για τη νομή και την κατανομή της εξουσίας, μετά την αποχώρηση του πατέρα τους, του Οιδίποδα.

Όταν η μεταξύ τους συμφωνία για εκ περιτροπής βασιλεία δεν τηρείται, ο Πολυνείκης καταφεύγει στο Άργος, συμμαχεί με τους Αργείους και τους στρέφει εναντίον της πατρίδας του, της Θήβας. Στη μάχη ο αδερφός έρχεται ενάντια στον αδερφό και η αναμέτρηση είναι μέχρι τελικής πτώσεως. Σκοτώνονται και οι δύο, για να αναλάβει την εξουσία ο Κρέοντας και να βγάλει την απόφαση "μη ταφής" του Πολυνείκη, η οποία θα αποτελέσει τον πυρήνα της πλοκής της Αντιγόνης. Η τραγωδία αυτή, σκληρή στο λόγο, αν και έχει κέντρο τον άνθρωπο και τα συναισθήματά του, διαπραγματεύεται την εξουσία, τη νομή της και τον τρόπο άσκησής της, ενώ δοκιμάζει τα όρια των οικογενειακών και δη των αδελφικών δεσμών και τις αντοχές τους, σε σχέση με αυτή.

Αγάπη και μίσος, ομόνοια και διχόνοια είναι δύο από τα κεντρικά δίπολα, όπου εδράζεται η κεντρική προβληματική του έργου.

Η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, λιτή και πιστή στο πνεύμα του αρχαίου ποιητή, δε στερεί τίποτα από το συναισθηματικό και λεκτικό πλούτο του Αισχύλου και τον φέρνει πλησιέστερα στο μέσο θεατή.

Ο Τσέζαρις Γκρουζίνις ανέλαβε τη σκηνοθετική καθοδήγηση της παράστασης και έδειξε εξ' αρχής, ότι πρόθεσή του δεν ήταν να δώσει τη δική του μοντέρνα ή αιρετική άποψη στον αρχαίο μύθο, αλλά να τον προσαρμόσει σε μια σύγχρονη πραγματικότητα και να τον κάνει απόλυτα οικείο στο θεατή.

Σε μία σχεδόν άδεια σκηνή χρησιμοποιεί ως εργαλεία του, δύο σκάλες και τη δυναμική του τραγικού λόγου (σε συνδυασμό πάντα με την ερμηνεία από τους ηθοποιούς), για να εκφράσει εικόνες και συναισθήματα. Αφήνει τον λόγο αυτόν, να κυριαρχήσει να τρέξει σα χείμαρρος, αλλά όχι ανεξέλεγκτα. Ο ίδιος πλάθει σκηνές-εικόνες όχι στατικές, αλλά δυναμικές και εξελικτικές, οι οποίες επικουρούν το κείμενο και ολοκληρώνουν τα νοήματά του. Η σύνδεσή τους είναι αβίαστη και έρχεται σχεδόν φυσικά, καθώς υπάρχει ισορροπία μεταξύ τους και σκηνική συνέχεια και συνέπεια. Ο ρυθμός της παράστασης είναι σε γρήγορο τέμπο και διατηρείται έτσι σχεδόν μέχρι το τέλος, χωρίς αυξομειώσεις και φλυαρίες. Οι κορυφώσεις κρατούν μια έντονη συναισθηματική φόρτιση, με τη μεγαλύτερη, στη σκηνή της "μάχης" μεταξύ των αδελφών και του αμοιβαίου τους θανάτου, η οποία γίνεται χωρίς περιττό θόρυβο και μουσικές κορώνες, αλλά χορογραφημένη ανάμεσα σε δύο ηθοποιούς, απόλυτα συντονισμένους. Ο θάνατος που τους βρίσκει αγκαλιασμένους, είναι ένα πικρά ειρωνικό σχόλιο, για τις πολύ λεπτές ισορροπίες μεταξύ αγάπης και μίσους, μεταξύ αρμονίας και καταστροφής. Και όλα αυτά με ένα λόγο ρεαλιστικό και απόλυτα προσιτό και κατανοητό στο θεατή, που στη σκηνή της αδελφομαχίας, σχεδόν κρατά την ανάσα του.

Η Ισμήνη και η Αντιγόνη, μένουν (σωστά) στο χορό, στο μεγαλύτερο μέρος του έργου και μόνο στο τέλος, δείχνουν στιγμιότυπα από το μελλοντικό τους ρόλο στο μύθο.

Γενικά, ο σκηνοθέτης σεβάστηκε το κείμενο, το "καλλώπισε", αλλά δεν το φοβήθηκε και αναμετρήθηκε μαζί του, με μία οπτική λιτή και περιεκτική, όπου λείπει το φανταχτερό περιτύλιγμα, αλλά υπάρχει όλη η ουσία.

Ο Γιάννης Στάνκογλου έπαιξε το ρόλο του Ετεοκλή, την βραδιά που παρακολούθησα εγώ την παράσταση, καθώς υπάρχει διπλή διανομή για τα δυο αδέλφια. Στιβαρός, με δυνατά πατήματα στη σκηνή, κίνηση μετρημένη και λόγο συγκρατημένα παθιασμένο, κέρδισε το στοίχημα και έδωσε μια σημερινή εικόνα του αδελφού, που αν και φίλαρχος και με μία δόση αλαζονείας, υπερασπίζεται τις αρχές του και την πόλη του, δεν κρύβεται, αναλαμβάνει τις ευθύνες της αρχής του και πεθαίνει γι'αυτές. Οι στιγμιαίοι δισταγμοί στη κίνησή του, μεταξύ μοίρας και ευθύνης, οι μικρές αυξομειώσεις του πάθους του λόγου, το σχεδόν ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα της φωνής, αλλά και η ήρεμη αποφασιστικότητα, όταν ο κύβος είχε ριφθεί, έδειξαν ότι ο ηθοποιός δούλεψε το χαρακτήρα του σε βάθος και δεν έμεινε μόνο στην επιφάνεια.

Ο Γιώργος Καύκας υποδύθηκε τον Άγγελο, ο οποίος φέρνει τα νέα της παρουσίας του στρατού των Αργειτών στον Ετεοκλή και τον πληροφορεί για το ποιος έχει αναλάβει την επίθεση σε καθεμία από τις επτά πύλες της Θήβας. Με ένταση, ανασφάλεια και φόβο Θηβαίου πολίτη, στην αρχή ανακοινώνει τα νέα στο βασιλιά του και στη συνέχεια με απρόσωπη φωνή κομπέρ, "συνεργάζεται" λεκτικά μαζί του για να ανακοινωθούν οι επτά Θηβαίοι υπερασπιστές των πυλών, σε ένα ρόλο που χρειάζεται χημεία με τον πρωταγωνιστή, η οποία και υπήρχε.

Η Νάντια Κοντογιώργη στο μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο της Αντιγόνης, είχε χρώμα και ενέργεια στην ερμηνεία της, απέφυγε τις ακρότητες και τους μελοδραματισμούς, ενώ οι φωνητικές της δεξιότητες έδωσαν μια μεγαλοπρέπεια, σε κάποια από τα μουσικά κομμάτια του έργου.

Από κοντά της (στην πρόζα κυρίως) και η Ιώβη Φραγκάτου, υποδυόμενη την Ισμήνη, δημιούργησαν ένα καλό δίδυμο. Ο Αλέξανδρος Τσακίρης παίζοντας τον Κήρυκα, δεν απέφυγε κάποιες υπερβολές και κάποιες αχρείαστες φωνητικές κορώνες, αλλά γενικά ήταν και αυτός προσαρμοσμένος στο γενικότερο κλίμα της παράστασης.

Ο Χρίστος Στυλιανού στην παράσταση που παρακολούθησα είχε τον άχαρο ρόλο του Πολυνείκη, ο οποίος συμμετέχει ουσιαστικά μόνο στην αδελφοκτόνα τελική μάχη με τον Ετεοκλή, στην οποία συνδυάστηκε εντυπωσιακά με τον πρωταγωνιστή, συμβάλλοντας στο άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα της σκηνής.
Ο χορός αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα μέσα του σκηνοθέτη, για την προώθηση του λόγου του Αισχύλου και τον απάρτισαν οι Λουκία Βασιλείου, Δημήτρης Δρόσος, Δάφνη Κιουρκτσόγλου, Χρήστος Μαστρογιαννίδης, Κλειώ-Δανάη Οθωναίου, Βασίλης Παπαγεωργίου, Σταυριάνα Παπαδάκη, Γρηγόρης Παπαδόπουλος, Αλεξία Σαπρανίδου, Εύη Σαρμή, Πολυξένη Σπυροπούλου, Γιώργος Σφυρίδης, Ευανθία Σωφρονίδου και Κωνσταντίνος Χατζησάββας.

Ήταν μια συντονισμένη και καλοκουρδισμένη ομάδα, η οποία τόσο κινητικά, όσο και φωνητικά, γέμισαν με την παρουσία και τη φωνή τους τη σκηνή και αποτέλεσαν "εργαλείο" στο όραμα του σκηνοθέτη.

Τα σκηνικά του Κένυ ΜακΛέλλαν ήταν λιτά και λειτουργικά και άφησαν άπλετο χώρο κίνησης στον πρωταγωνιστή και το χορό, ενώ τα κοστούμια του ίδιου, ήταν μοντέρνα, αλλά απόλυτα δεμένα με τους χαρακτήρες που έντυναν, κομψά, χωρίς να προκαλούν.
Η μουσική του Δημήτρη Θεοχάρη, απόλυτα προσαρμοσμένη στο πνεύμα του έργου, συνόδευσε αρμονικά το λόγο και ήταν τέρψη για τα αυτιά των θεατών, ενώ η χορογραφία του Έντι Λάμε, είχε ενέργεια, συντονισμό, συναίσθημα και ήταν το απαραίτητο συμπλήρωμα του λόγου του ποιητή.

Οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου εύστοχοι και εστιασμένοι στο κέντρο της δράσης.

Συμπερασματικά, στη σκηνή της Επιδαύρου, είδα μια παράσταση πλούσια σε λόγο, συναίσθημα και ιδέες σε μια διασκευή σύγχρονη μεν, σημερινή, αλλά όχι επεμβατική ή με διάθεση έντονου πειραματισμού. Ο σκηνοθέτης σεβάστηκε απόλυτα τον αρχαίο λόγο, τον προσάρμοσε στο σήμερα και τον ανέδειξε με μια εύρυθμη και ατμοσφαιρική σκηνοθεσία. Συνδύασε έξυπνα το χορό με τον πρωταγωνιστή του, δημιούργησε εικόνες και συναισθήματα στο κοινό που τις απορρόφησε ευχάριστα, χρησιμοποίησε το συμβολισμό, χωρίς όμως να του δώσει πρωταγωνιστικό ρόλο και εν τέλει μας έδωσε μια παράσταση με άποψη, ρυθμό και αισθητική, την οποία το κοινό (δικαίως) χειροκρότησε θερμά.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.