ΕΝΑΣ ΗΡΩΑΣ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΜΑΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 18/06/2018 17:20
Το σημαντικότερο ίσως έργο του Ρώσου ποιητή και συγγραφέα Μιχαήλ Γιούριεβιτς Λέρμοντοφ (MIkhail Lermontov) με τίτλο "Ένας Ήρωας του Καιρού μας", σκηνοθετεί στο Θέατρο 104 ο Βασίλης Καλφάκης.
Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1840, ένα χρόνο περίπου πριν τον άδοξο θάνατο του εμπνευστή του σε μονομαχία, σε ηλικία μόλις 26 ετών. Έχει μια ιδιότυπη δομή, καθώς αποτελείται από πέντε αυτοτελείς νουβέλες (Ταμάν, Μοιρολάτρης, Μπέλα, Πριγκίπισσα Μαίρη και Μαξίμ Μαξίμιτς), με τις τρεις εξ' αυτών να αποτελούν ένα άτυπο ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα, του Πετσόριν. Στην εκτενέστερη από αυτές, την Πριγκίπισσα Μαίρη, στην οποία βασίστηκε και η θεατρική διασκευή που παρακολούθησα, ο ήρωας αυτός σταθμεύει σε μία μικρή πόλη με ιαματικά λουτρά, όπου συναντά ένα φίλο του από το μέτωπο και μαζί βυθίζονται στην ανία και την πλήξη. Όταν καταφτάνει εκεί η πριγκίπισσα Μαίρη με τη μητέρα της, θα ξεκινήσει μεταξύ τους ένας άτυπος αγώνας ερωτικής διεκδίκησής της. Ταυτόχρονα ο Πετσόριν φλερτάρει και με μία παλιά του γνώριμη, τη Βέρα, καταφέρνοντας να σαγηνεύσει και τις δύο γυναίκες ταυτόχρονα, προτιθέμενος όμως να τις εγκαταλείψει στην πορεία. Η μετάφραση είναι της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, ενώ η διασκευή του έργου έγινε από την ομάδα Lab.oratorium και διατηρεί όλο το λογοτεχνικό λυρισμό του αρχικού κειμένου, αλλά και πολλά στοιχεία της λογοτεχνικής του δομής.
Ο Βασίλης Καλφάκης σκηνοθετεί την παράσταση, βασιζόμενος στις εναλλαγές αφήγησης και σκηνικής διάδρασης των ηθοποιών, επιχειρώντας να φωτίσει τις ποικίλες και διαφορετικές πτυχές του χαρακτήρα του Πετσόριν, να αιτιολογήσει εν μέρει τις εμφανείς και υπόγειες αντιδράσεις του και να αναδείξει την τραγικότητά του. Άλλωστε, ένας ήρωας έτσι όπως παρουσιάζεται από το συγγραφέα ακόμα και όταν είναι αντιπροσωπευτικός της εποχής του, οφείλει να παρουσιάζει αμφιλεγόμενες πλευρές και επιλογές. Συχνά η πρόζα με την αφήγηση έρχονται σε σύγκρουση, καθώς η μία απεικονίζει το "φαίνεσθαι" και η άλλη το "είναι", η μία το φανερό και η άλλη το κρυμμένο. Είναι αρκετές οι κωμικές ανάσες λόγου και δράσης, οι οποίες αποφορτίζουν προσωρινά το κλίμα, αλλά ταυτόχρονα προετοιμάζουν το έδαφος για την τελική κορύφωση της ιστορίας. Ο ηρωισμός απέναντι στον κοινωνικό και ηθικό ξεπεσμό, ο ρομαντισμός απέναντι στην υπολογιστική σκέψη, η χαώδης διαφορά μεταξύ ιδεατού και δεδομένου είναι οι βασικοί αντιθετικοί πόλοι της παράστασης. Η αφήγηση, αν και αναδεικνύει όλο το λογοτεχνικό πλούτο του έργου, σε κάποιες σκηνές τραβά λίγο περισσότερο απ' όσο πρέπει εις βάρος της δράσης, με αποτέλεσμα μια εγγενή κούραση του θεατή και κάποιες αρρυθμίες στη ροή της παράστασης. Η ατμόσφαιρα έχει συναίσθημα (με συνεχείς εναλλαγές) και αισθητική, ενώ η κίνηση γενικά υποστηρίζει με επιτυχία το λόγο, αν και και κάποιες φορές αγγίζει τα όρια της υπερβολής.
Ο Κωνσταντίνος Γεωργαλής αναλαμβάνει το ρόλο-κλειδί του Πετσόριν (παράλληλα με αυτόν του αφηγητή), που αποτελεί τον καταλύτη των εξελίξεων του έργου. Εναλλάσσει με άνεση εκφράσεις, διαθέσεις και τόνο φωνής και φλερτάρει με επιτυχία τόσο με την εσωτερική αλήθεια του ήρωά του, όσο και με τη φαινομενική του "κανονικότητα". Οι δύο εαυτοί του δείχνουν να βρίσκονται σε ισορροπία και τους υποστηρίζει ερμηνευτικά με την ίδια συνέπεια και το ίδιο μέτρο.
Ο Απόστολος Καμιτσάκης ερμηνεύει το φίλο και συστρατιώτη του Πετσόριν, τον Γκρουσνίτσκι και πλάθει σε αυτόν ένα χαρακτήρα με ανθρωπιά, ρομαντισμό και μία ίσως υπερβάλλουσα ευαισθησία. Πολύ καλή χημεία με τον πρωταγωνιστή στις κοινές τους σκηνές, ενώ θα ήθελα να είχε λίγο μεγαλύτερη ένταση και πάθος στις συναισθηματικές του εκρήξεις, τόσο στο λόγο του, όσο και στο σκηνικό του στήσιμο.
Η Ασημίνα Αναστασοπούλου υποδύεται τη Βέρα, παλιά αγαπημένη του Πετσόριν, η οποία ισορροπεί διαρκώς ανάμεσα στην έλξη της γι' αυτόν και στο βαθύτερο κυνισμό του χαρακτήρα της, με ένα τόνο υπερβολής να διακρίνεται στη δεύτερη περίπτωση. Ενδιαφέρουσα η σκηνική αντιπαράθεση του εύθραυστου εαυτού της με τη σαρκαστική του πτυχή.
Η Δάφνη Νικητάκη είναι η πριγκίπισσα Μαίρη, η άφιξη της οποίας στην πόλη ταράζει τα λιμνάζοντα νερά της καθημερινότητας των ηρώων. Είχε την παιχνιδάρικη χάρη του κοριτσιού, μια αφέλεια και μία άγνοια κινδύνου, αλλά και τον εκκολαπτόμενο ναρκισσισμό και τη φιλαρέσκεια της γυναίκας, χωρίς όμως να είναι πάντα σαφή και ευδιάκριτα τα όρια μεταξύ τους. Η Περσεφόνη Παντοπούλου που έπαιξε την πριγκίπισσα Λιγκόφσκι, μια πιο ώριμη και ισορροπημένη εκδοχή της Μαίρης, με λόγο καίριο, εύστοχο και κίνηση απόλυτα ελεγχόμενη, αποτύπωσε με σαφήνεια την ηρωίδα της.
Τέλος, ο Βασίλης Καλφάκης στο σύντομο ρόλο του γιατρού, αποτέλεσε μια ευχάριστα κωμική νότα στην παράσταση και ήταν πειστικός στον υποστηρικτικό του Πετσόριν χαρακτήρα, σαν υπάκουός του ακόλουθος.
Τα σκηνικά του Μιχαήλ Ταμπακάκη είχαν ευελιξία και υπηρέτησαν μια μίνιμαλ προοπτική, αλλά δεν έθεταν πάντα με σαφήνεια τα όρια των διαφορετικών σκηνικών χώρων της ιστορίας.
Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα με μία ατμόσφαιρα εποχής, ένα ελαφρύ σαρκασμό, αντίστοιχο της σκηνοθετικής οπτικής, αλλά και μια επιμελημένη και κομψή γραμμή.
Η μουσική του Φώτη Σιώτα επεμβαίνει σε καίριες στιγμές της ιστορίας και προσθέτει στην ένταση του λόγου και της κίνησης.
Την κίνηση αυτή επιμελήθηκε η Βρισηίδα Σολωμού και αν και σε μία πρώτη ανάγνωση έχει στοιχεία υπερβολής, στη μεγάλη πλειοψηφία των σκηνών υπηρετεί σωστά το σαρκασμό και τη ματαιότητα του λόγου.
Οι φωτισμοί της Άννας Σμπώκου δημιουργούν ατμόσφαιρα και εστιάζουν εύστοχα στα πρόσωπα των ηρώων
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου 104, είδα τη θεατρική εκδοχή ενός σημαντικού έργου της ρώσικης λογοτεχνίας, η οποία αν και δεν αποτίναξε πλήρως από πάνω της τη λογοτεχνικότητά της, κατάφερε να διατηρήσει τους βασικούς της χυμούς, το σαρκασμό και τα νοήματά της. Η σκηνοθεσία συνδύασε με αρκετή επιτυχία αφήγηση και δράση (μικρές και σύντομες χρονικά οι κοιλιές στη ροή της ιστορίας) και αποτύπωσε σαφείς και συνεπείς χαρακτήρες. Οι ηθοποιοί δημιούργησαν μια δυναμική και με καλή σκηνική χημεία ομάδα, με μικρές μόνο αρρυθμίες που δε στάθηκαν ικανές να χαλάσουν την θετική τελική εντύπωσή μου ως θεατή.