ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΠΙΣΤΕΥΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΘΑ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΟΥΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 09/02/2018 15:34
Την παράσταση "Ένας άνθρωπος επιστρέφει στην πατρίδα του πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν" σκηνοθετεί στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης η Ιόλη Ανδρεάδη. Είναι βασισμένο στο έργο του T.S. Eliot "Murder In The Cathedral", με τη μεταγραφή του σε μία σκηνική τελετουργία για δύο πρόσωπα να υπογράφεται από τη σκηνοθέτιδα και τον Άρη Ασπρούλη. Στην Αγγλία του 12ου αιώνα ο Θωμάς Μπέκετ, αδερφικός φίλος του βασιλιά Ερρίκου του Β' και συγκυβερνήτης, αναγορεύεται σε αρχιεπίσκοπο του Canterbury, απαρνιέται τις εγκόσμιες απολαύσεις στις οποίες επιδιδόταν και αφιερώνεται στη στήριξη αυτών που τον έχουν ανάγκη και τη μάχη για την κατάλυση της κοσμικής εξουσίας. Αντιμετωπίζει έτσι τη μήνι του βασιλιά και αυτοεξορίζεται στη Γαλλία. Μια προσωρινή και επιφανειακή συμφιλίωση μεταξύ τους τον επαναφέρει στην Αγγλία και το αξίωμά του, μετά από επτά έτη, παρόλο που μέσα του υπάρχει πάντα η υποψία του κινδύνου της ζωής του από το βασιλιά και το περιβάλλον του. Η υποψία γίνεται πραγματικότητα, όταν την παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1170, δολοφονείται από τέσσερις ιππότες μέσα στην ίδια του την εκκλησία. Η πραγματική αυτή ιστορία που μεταφράστηκε με τρόπο ιδιαίτερο και ποιητικό, από το Γιώργο Σεφέρη το 1963, λίγο πριν τη βράβευσή του με Νόμπελ από τη Σουηδική Ακαδημία, αναφέρεται σε μια κοινωνία που νοσεί ηθικά και πνευματικά και αν και γραμμένο αιώνες πριν, δεν έχει χάσει τη διαχρονικότητά του.
Η Ιόλη Ανδρεάδη σκηνοθετεί αυτό το εγχείρημα ως ένα τελετουργικό διάλογο, σωματικό, πνευματικό και ψυχικό μεταξύ της γυναίκας του Canterbury και του Θωμά Μπέκετ, του ανθρώπινου και του θείου, του ρεαλισμού και του πνευματισμού. Δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μυσταγωγική, λυρική, αλλά χωρίς να χάνει την επαφή της με τη γήινη πραγματικότητα. Η μάχη του καλού με το κακό είναι πάντα παρούσα, η κοσμικότητα αμφισβητεί συνεχώς την πνευματικότητα και την πορεία προς την υπέρβαση, η διαφθορά βρίσκεται σε διαρκή πάλη με την ηθική, ενώ ο λόγος μέσα από την ποιητική του χροιά, δε χάνει την επικριτική του δύναμη και ένταση. Κάποιες σύντομες αμήχανες σιωπές δεν αποφεύγονται, αλλά γενικά η παράσταση κρατά την επικοινωνία της με το θεατή και καταφέρει να τον παρασύρει στο σύμπαν της. Οι αντιθέσεις έντονες και αναγκαίες για να αποδωθούν σωστά τα βαθύτερα νοήματα του κειμένου. Ο ακίνητος Μπέκετ με την κινητική και νευρική γυναίκα, η λευκότητα των ενδυμάτων και της επιδερμίδας του σε σχέση με τη σκουρόχρωμη ενδυματολογική προσέγγιση της γυναίκας, η στωικότητα και η γαλήνη του εσωτερικού εξαγνισμού του άνδρα με τη θηλυκή απεικόνιση της αυστηρότητας και της έντασης, το φως της υπέρβασης που συνδιαλέγεται με το σκοτάδι της διαφθοράς. Οι υπερβολές ελάχιστες και δεν αλλοίωσαν ούτε στο ελάχιστο την καθαρότητα της σκηνοθετικής γραμμής και οπτικής και την πυκνότητα των παραγόμενων νοημάτων, τόσο των πολιτικών, όσο και των ανθρώπινων.
Ο Γιώργος Νανούρης στο ρόλο του Θωμά Μπέκετ απεκδύεται τον κοσμικό εαυτό του και αποδίδει το χαρακτήρα με ένα εσωτερικό αυτοέλεγχο και μια κλιμακούμενη εσωτερικότητα, προσπαθώντας να μεταφέρει στο θεατή όλη τη διαδρομή του ήρωα προς τη συνείδηση και την εκούσια πνευματική και σωματική θυσία. Η εξωτερική του ακινησία και η τοποθέτησή του σε ένα βάθρο, τον κάνουν να προσομοιάζει με άγαλμα, αλλά ο παλμός και η φλόγα των λόγων του υπογραμμίζουν τη θνητότητα, την πάλη με τους δαίμονές του, την πίστη στο κήρυγμά του και την ανθρώπινή του υπόσταση. Οι τόνοι του χαμηλοί, αλλά χωρίς να τους λείπει η ένταση. Στον ενσυνείδητο δρόμο του ήρωά του προς τη θυσία, έχει όμως κάποιες αμήχανες στιγμές.
Η Ρούλα Πατεράκη υποδύθηκε τόσο τη γυναίκα του Canterbury, όσο και άλλους δευτερεύοντες χαρακτήρες του αρχικού κειμένου, οι οποίοι στη νέα γραφή του έργου ενσωματώθηκαν στην ηρωίδα αυτή. Αυτό είχε σαν φυσικό του επακόλουθο η ερμηνεία της να έχει αρκετές φωνητικές και συναισθηματικές εναλλαγές και διακυμάνσεις, οι οποίες είναι αβίαστες, γνήσιες και αποτυπώνουν με ακρίβεια όλο το φάσμα της ερμηνευτικής της επάρκειας. Είναι τρυφερή, αλλά και αυστηρή, επιτιμητική, αλλά και προστατευτική, αλλάζει εκφράσεις προσώπου, βλέμμα και κινητικά μοτίβο. Εξωτερικεύει με σαφήνεια, συνέπεια και πάθος τις απαιτούμενες κορυφώσεις και γίνεται το "όχημα" του Θωμά Μπέκετ τόσο προς τη θυσία του (σα δήμιος του σώματος), όσο και την αθανασία (άγγελος της ψυχής).
Το σκηνικό της Δήμητρας Λιάκουρα λιτό, λειτουργικό και ατμοσφαιρικό θυμίζει εσωτερικό καθεδρικού ναού με το βιτρό στην πίσω πλευρά της σκηνής και το βάθρο-άμβωνα κηρύγματος στη μέση της. Τα κοστούμια της ίδιας σε ένα έντεχνα αντιθετικό για το μάτι του θεατή άσπρο-μαύρο, δεν αποσπούν την προσοχή αφήνοντας το λόγο για οδηγό. Η μουσική του Γιάννη Χριστοφίδη (βιολοντσέλο Γιάννης Κασαρτζής) συνόδεψε σωστά τόσο τις εικόνες της παράστασης, όσο και τις συναισθηματικές φορτίσεις των ηρώων. Το τραγούδι του τέλους, το Partisan's Song από τη χορωδία του Κόκκινου Στρατού, είναι μια ωδή στον άνθρωπο που υπηρετεί το όραμά του και δεν το εγκαταλείπει ως το θάνατό του. Την κίνηση της παράστασης, στην οποία αναφέρθηκα και παραπάνω, επιμελήθηκε η ίδια η σκηνοθέτις, ενώ οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα είχαν ένα έντονο παιχνίδισμα του φωτός με τη σκιά και εστίασαν σωστά στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Υπογείου του Θεάτρου Τέχνης, είδα μια παράσταση, η οποία είχε ατμόσφαιρα, αισθητική και καθαρά και σαφή νοήματα. Με διαχρονικό θεματικό πυρήνα της την έκπτωση των ηθικών και πνευματικών αξιών της κοινωνίας και των προσώπων που την απαρτίζουν, αλλά και την αξία του ανθρώπου που ακολουθεί τον όραμά του και μένει πιστός σε αυτό μεταγράφηκε για δύο πρόσωπα, είχε ένα λιτό, εύστοχο και περιεκτικό σκηνοθετικό προσανατολισμό και δύο πολύ καλές ερμηνείες που ήταν διαφορετικές, αλλά συνδυάστηκαν σκηνικά με επιτυχία.