ΕΛΛΑΔΟΓΡΑΦΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 22/03/2018 18:44
Το έργο του Γιάννη Βούρου με τίτλο "Ελλαδογραφία", σκηνοθετεί στο Θέατρο Αλκμήνη ο Μανώλης Ιωνάς. Πρόκειται για ένα μονόλογο, ο οποίος ξεκίνησε να γράφεται πριν αρκετά χρόνια, έμεινε ανολοκλήρωτος σε κάποιο συρτάρι και ολοκληρώθηκε με την τωρινή του μορφή πέρσι. Δεν είναι μια παράσταση με κλασσική δομή αρχής-μέσης-τέλους, αλλά ένα λυρικό παραλήρημα ενός ήρωα, το οποίο ξετυλίγει το μίτο του Ελληνισμού, στέκεται και φωτίζει πρόσωπα και καταστάσεις, που άλλα γράφτηκαν με χρυσά γράμματα στα κιτάπια της ιστορίας και άλλα έμειναν άγνωστα και σκιάστηκαν από τη ροή του χρόνου. Οι νίκες και οι συντριβές, οι ήρωες και οι αφανείς πεσόντες, η υπερηφάνεια και η ταπείνωση περνούν σαν ένα γρήγορο flashback εικόνων στο μυαλό του ήρωα, άναρχα, αλλά με πάθος και ένταση και αναπλάθονται με λέξεις. Η ελληνικότητα δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, δεν ψάχνουμε στο λεξικό για τη σημασία της, αλλά στην καρδιά μας. Το κείμενο αποτίει ένα φόρο τιμής, μια σεμνή ευχαριστία, σε όσους έζησαν με σεβασμό, αξιοπρέπεια και φιλότιμο σε αυτή τη χώρα, με στόχο να δικαιώσουν τις αρχές πάνω στις οποίες αυτή οικοδομήθηκε, ανδρώθηκε και συνεχίζει να πορεύεται.
Ο Μανώλης Ιωνάς σκηνοθετεί αυτό το εγχείρημα, δίνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στο λόγο, χρησιμοποιώντας σαν όχημα τον ηθοποιό-ήρωα για να προσεγγίσει και να θυμίσει πρόσωπα και καταστάσεις του παρελθόντος και να δώσει έμφαση στο ρόλο τους (μικρό ή μεγάλο) στην πορεία της χώρας. Ο λόγος παραληρηματικός, συνεχής, πηγαίος, κάποιες στιγμές φλογερός, με νότες λυρισμού και αλήθειας, εμπλουτίστηκε με κάποιες απαραίτητες παύσεις-ανάσες για το θεατή, για να μπορέσει να κατανοήσει πλήρως τα νοήματα. Τα στιγμιότυπα δεν έχουν προφανή σύνδεση, ούτε χρονική αλληλουχία, αλλά εντάσσονται όλα στην ίδια ενότητα συμβολισμών. Στο πίσω μέρος της σκηνής ακούγεται μία συνεχής ροή νερού, ακριβώς όπως και ο χρόνος ποτέ δε σταματά να κυλά. Ο ήρωας κινείται αργά, συχνά σα σκιά, σα να ψηλαφεί τα αποτυπώματα της ψυχής του, ζωντανεύοντας τα πρόσωπα της μνήμης του, γνωστά και μη. Γίνεται για λίγο η φωνή και το σώμα τους. Δεν έχει όνομα, δεν έχει ιδιότητα, μόνο την ελληνική ταυτότητα της καρδιάς του, είναι ο ανώνυμος Έλληνας. Ο ρυθμός δε χάνει στροφές και μάλιστα επιταχύνει με μικρές, σχεδόν ανεπαίσθητες πεταλιές. Το συναίσθημα υπάρχει, αλλά όχι αποστειρωμένο ή με διάθεση ηρωοποίησης, αλλά μεταδίδεται στο θεατή αυθόρμητα και τον αφήνει να επιλέξει αυτός αν θα το δεχθεί ή θα το απορρίψει.
Ο Γιάννης Βούρος ερμηνεύει το ρόλο του ανώνυμου Έλληνα, απλά, απέριττα, με ειλικρίνεια, χωρίς ερμηνευτικά τρικ, ξεγυμνώνοντας τον εσωτερικό του κόσμο, προσπαθώντας να μεταδώσει στο θεατή τις βαθύτερες ανάγκες που τον ώθησαν να γράψει το κείμενο αυτό. Η ερμηνεία του απαιτεί συγκέντρωση, αλλά και δόσιμο, γιατί αν δεν τη βιώσεις τις στιγμές της στη σκηνή, δε θα μπορέσεις να μεταγγίσεις την ενέργεια και τους χυμούς της στο κοινό. Ο ρόλος αυτός σπάει τους κλασσικούς ερμηνευτικούς κώδικες, τσαλακώνει το προφίλ του, αλλά ταυτόχρονα καθαίρει τον εσωτερικό κόσμο του ήρωα, εξωτερικεύοντας λόγια και συναισθήματα και εμποτίζοντάς τα με εσωτερική φλόγα και πάθος. Ίσως σε κάποια σημεία είναι αυτοαναφορικός, αλλά σίγουρα αποτελεί ένα εξαιρετικό διάλειμμα από τους επώνυμους και "δύσκολους" ρόλους, υπενθυμίζοντας ότι ένας ηθοποιός μπορεί να κάνει θέατρο για να δοκιμάσει καινούργια μονοπάτια, να διερευνήσει τα όριά του και να απολαύσει τη διαδρομή.
Το σκηνικό χώρο επιμελήθηκε ο Αντώνης Χαλκιάς (κατασκευή σκηνικού Γιάννης Δαμίγος) και ήταν λιτός (με μία σκηνή-καταφύγιο ανάμεσα σε άλλα), αλλά λειτουργικός, κάποιες στιγμές αυτοφωτιζόμενος (με τα κεριά που υπάρχουν μέσα στα φωτιστικά στο δάπεδο) και άφηνε χώρο για περιπλάνηση στον ερμηνευτή.
Τα κοστούμια του ίδιου είχαν μια νότα εγκατάλειψης, μια νότα μελαγχολίας, που έδωσαν στο χαρακτήρα έναν έντονο συμβολισμό αντι-ήρωα.
Οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ κράτησαν το χώρο σε ένα λυτρωτικό ημίφως και με απαλές χρωματικές αλλαγές ακολουθούσαν τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του ήρωα.
Ο σχεδιασμός του ήχου έγινε από τον Κωστή Κοντό.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Αλκμήνη, παρακολούθησα ένα μονόλογο που θέλησε να ρίξει φως σε πρόσωπα και καταστάσεις της ιστορίας μας και με ένα ποιητικό τρόπο να τονίσει την ουσία της ελληνικότητας και ότι αυτή είναι θέμα αγωγής. Η σκηνοθετική ματιά ενίσχυσε το λόγο, τον έκανε πρωταγωνιστή, ανέδειξε τους συμβολισμούς και τα νοήματά του και έδωσε στο Γιάννη Βούρο την ευκαιρία μιας χειμαρρώδους, ευαίσθητης και βιωματικής ερμηνευτικής ακροβασίας. Ένα ρίσκο που εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται στοίχημα που κερδήθηκε. Σημειωτέον, ότι η πρεμιέρα αφιερώθηκε στην πρόωρα εκλιπούσα Λουκία Ρικάκη.