ΕΞΙ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΧΟΡΟΥ ΣΕ ΕΞΙ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Κυριακή, 17/02/2019 17:04
Το έργο του Αμερικανού συγγραφέα Ρίτσαρντ Αλφιέρι (Richard Alfieri) "Έξι Μαθήματα Χορού σε Έξι Εβδομάδες" (Six Dance Lessons in Six Weeks) σκηνοθετεί στο Θέατρο Ιλίσια ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος.
Γραμμένο το 2001, έκανε πρεμιέρα στο Geffen Playhouse του Los Angeles, ενώ στο Broadway παρουσιάστηκε στο Belasco Theater τέσσερα χρόνια αργότερα. Η Λίλυ είναι μία ηλικιωμένη κυρία που περιμένει ένα δάσκαλο χορού για να ξεκινήσει μια σειρά έξι εβδομαδιαίων μαθημάτων για να θυμηθεί τα νιάτα της και να γεμίσει τον ελεύθερο χρόνο και την πλήξη της. Αυτός είναι ο Μάικλ Μινέτι, παλαιός χορευτής που οι περιστάσεις τον ανάγκασαν να ακολουθήσει αυτή την επαγγελματική πορεία. Το πρώτο τους μάθημα δεν πάει καθόλου καλά, λόγω της πικρόχολης συμπεριφοράς της κυρίας, αλλά και της αγενούς συμπεριφοράς του Μάικλ. Αυτή ενώ είναι χήρα, προσποιείται συνεχώς ότι περιμένει τον άντρα της, ενώ αυτός παραδέχεται ότι είναι παντρεμένος για να μην της αποκαλύψει το gay παρελθόν του. Καθώς τα μαθήματα προχωρούν, τόσο ανοίγονται ο ένας με τον άλλον, αποκαλύπτουν τα τραύματα που τους έχει αφήσει το παρελθόν και αναπτύσσεται μεταξύ τους μία δυνατή φιλία, που εκτείνεται και πέρα από τα μαθήματα. Η μετάφραση του Αντώνη Γαλέου είχε ροή και συνέχεια, αν και δεν απέφυγε κάποιες μικρές αρρυθμίες στην απόδοση του γλυκόπικρου χιούμορ του αρχικού κειμένου.
Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος σκηνοθετεί την παράσταση διερευνώντας πως μια κοινή αγαπημένη συνήθεια δύο ολότελα ασύμβατων ανθρώπων, μπορεί να τους φέρει πιο κοντά και εν τέλει να κατανικήσει τις ανασφάλειές τους και να ενώσει τις μοναξιές τους. Μιλάει για τον εγωισμό, τη διαφορετικότητα, τη σκληρότητα, αλλά και την έντονη ανάγκη για παρέα, συναισθηματική ασφάλεια και συντροφικότητα, τα οποία αποτελούν μείζονα σύγχρονα προβλήματα του κοινωνικού ιστού. Ο τρόπος όμως που τα προσεγγίζει ενέχει στυλιζάρισμα και έντονα στοιχεία μελό, ενώ οι αντιδράσεις των δύο χαρακτήρων είναι αρκετά προβλέψιμες. Τα διαλείμματα του πραγματικού χορού είναι μικρά σε διάρκεια, με τις λεπτομέρειες των επεισοδίων της ζωής των ηρώων να καταναλίσκουν περισσότερο χρόνο και μάλιστα σε στατικά σκηνικά κάδρα (ενώ κάλλιστα κάποια από αυτά θα μπορούσαν να λέγονται εν κινήσει χορού). Οι κινηματογραφικές προβολές οι οποίες παρεμβάλλονται μεταξύ των μαθημάτων και αποτελούν προβολή των ενδόμυχων σκέψεων των ηρώων ή συνδετικό χρόνο μεταξύ δύο συναντήσεων, έχουν εξαιρετική αισθητική, δε βοηθούν όμως πάντα στη γρήγορη εξέλιξη της ιστορίας, ενώ ενίοτε αποσπούν την προσοχή του θεατή από τις προσωπικές ιστορίες. Οι κωμικές ανάσες έχουν αιχμηρότητα και πραγματικό χιούμορ, ενώ οι δραματικές κορυφώσεις ένιωσα να εκβιάζουν τη συγκίνηση και την ευαισθητοποίηση του θεατή και όχι να τις προκαλούν αυθόρμητα. Σ' αυτό συνέβαλλε και η σκηνική χημεία των δύο ηθοποιών που δεν ήταν πάντα ιδανική (ούτε στη χροιά του λόγου, αλλά ούτε και στη γλώσσα του σώματος), με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν το βάθος και η απαιτούμενη δυναμική της μεταξύ τους σχέσης. Και τελικά μου έμεινε μια συνολικότερη αίσθηση ότι ο χορός που ήταν η γενεσιουργός αφορμή της δημιουργίας και της εξέλιξης αυτής της συνεύρεσης πέρασε σε δεύτερη μοίρα.
Η Ναταλία Τσαλίκη κρατά το ρόλο της Λίλυ, μιας ηλικιωμένης κυρίας με φοβίες και ανασφάλειες, σε μια ζωή αποστειρωμένη, στην οποία ακόμα δεν μπορεί να ξεπεράσει το θάνατο του συζύγου της. Έμπειρη ηθοποιός χρησιμοποιεί έξυπνα κοφτή άρθρωση και υψηλές νότες για να εκφράσει την απογοήτευσή της στο πρώτο κιόλας μάθημα, κρατώντας την έκφρασή της παγωμένη και απόμακρη. Στη εξέλιξη της σχέσης με τον καθηγητή της, γίνεται πιο γλυκιά, πιο προσεγγίσιμη και πολύ πιο συναισθηματική, αλλά δεν εγκαταλείπει πλήρως το ψυχρό και ελαφρώς αμέτοχο σκηνικό της στήσιμο, παρά μόνο στην τελική σκηνή μεταξύ των δύο.
Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος υποδύεται τον gay καθηγητή χορού Μάικλ Μινέτι, που λόγω ατυχών συγκυριών εγκατέλειψε το Broadway, ενώ και ο εραστής του πέθανε. Έχει έναν ιδιότυπο ακκισμό τόσο στη φωνητική, όσο και στην κινητική απόδοση του ήρωά του, ο οποίος είναι αδικαιολόγητος από τα δεδομένα του ρόλου, καθώς είναι άπελπις οικονομικά και πολύ πληγωμένος συναισθηματικά. Μόνο ο αρχικός εκνευρισμός του και η λεκτική του έκρηξη σε σχέση με την πικρόχολη στάση της Λίλυ στάθηκαν καλά σκηνικά, καθώς στη συνέχεια επιδόθηκε σε μία μάλλον αυτάρεσκη και πλήρως εξωτερική προσέγγιση του χαρακτήρα. Στα χορευτικά τους στιγμιότυπα ήταν πολύ καλοί, αλλά μόνο προς το τέλος της παράστασης υπήρξε πραγματική σκηνική επικοινωνία με τη συμπρωταγωνίστριά του.
Το σκηνικό του Γιάννη Μουρίκη είχε στο πίσω μέρος του ένα μεγάλο λευκό χώρισμα, το οποίο ήταν ιδανικό μεν για τις προβολές, μου έδωσε δε την εντύπωση ότι κάλυπτε σκηνικό άλλης παράστασης. Ο χώρος είχε λίγα στοιχεία που θύμιζαν διαμέρισμα (σε μία σημειωτέον πολύ μεγάλη σκηνή), κάτι που πρόσφερε άπλετο χώρο για την κίνηση των ηθοποιών, αλλά άφησε μία επίγευση πρόχειρου, εύκολου, που απλά στήνεται και ξεστήνεται εύκολα. Τα κοστούμια της Γεωργίνας Γερμανού είχαν ποικιλία και φαντασία όσον αφορά τα κοστούμια της Λίλυ, που όμως μετριάζονταν (κυρίως σε χρωματικές επιλογές) στις στυλιστικές επιλογές για το Μάικ.
Οι χορογραφίες του Μέμου Ρούσσου ξεκινούσαν ελπιδοφόρα, αλλά τελείωναν γρήγορα (πλην της σκηνής του πάρτυ) και πάντα με βήματα χωρίς μουσική, οπότε είχα συνέχεια μέσα μου γι' αυτές μια αίσθηση ανολοκλήρωτου.
Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου, με πολλά επαναλαμβανόμενα μοτίβα και με υπερβολικό σκοτάδι στην είσοδο της κάθε σκηνής-μαθήματος.
Η σκηνοθεσία των video προβολών ήταν του Αλέξανδρου Παπαθανασόπουλου και είχε κάποια εξαιρετικής αισθητικής πλάνα, που θύμιζαν έντονα ταινία δρόμου.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Ιλίσια παρακολούθησα μία παράσταση που θίγει τα σύγχρονα θέματα της μοναξιάς, της διαφορετικότητας, αλλά και της ανάγκης για συντροφικότητα, δύο εντελώς διαφορετικών ανθρώπων, με αφορμή την ενασχόλησή τους με το χορό. Το ίδιο το κείμενο έχει μια εγγενή φλυαρία, ενώ και η σκηνοθετική ματιά έδωσε με τη σειρά μεγαλύτερη έμφαση στο λόγο και στη συνέχεια στην εικόνα (με τα κινηματογραφικά διαλείμματα) με αποτέλεσμα ο χορός να μοιάζει κάπως με φτωχό συγγενή. Οι εξελίξεις και οι "αιφνιδιασμοί" της ιστορίας έμοιαζαν λίγο-πολύ προβλέψιμα, ενώ το λιτό και αφαιρετικό σκηνικό έδειχνε μια αχανή σκηνή που έμενε αναξιοποίητη. Η ερμηνεία της Ναταλίας Τσαλίκη είχε πολλές καλές στιγμές, με πολύ λιγότερες αυτές του συμπρωταγωνιστή της, με τον οποίο σε λίγες περιπτώσεις υπήρξε επαρκής σκηνική χημεία.