ΕΙΔΑΜΕ ΤΗΝ JUDI DENCH KAI TON KENNETH BRANNAGH ΣΤΟ 'THE WINTER'S TALE'
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 07/01/2016 13:15
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, βρέθηκα σε μία από τις θεατρικές μητροπόλεις της Ευρώπης, στο Λονδίνο και είχα τη χαρά να παρακολουθήσω στο Garrick Theatre την παράσταση ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ (THE WINTER'S TALE) του William Shakespeare, σε σκηνοθεσία Rob Ashford και Kenneth Brannagh. Το καστ λαμπερό και περιλαμβάνει ονόματα όπως ο Kenneth Brannagh και η Judi Dench. Σε τέτοιες παραστάσεις, η πρόνοια για εισιτήρια πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνεται αρκετούς μήνες πριν, γιατί εξαντλούνται μέσα σε ελάχιστες ημέρες. Έχοντας πρότερη εμπειρία παρόμοιων εγχειρημάτων πολλάκις στο παρελθόν, έκλεισα τα δικά μου, περίπου ένα εξάμηνο πριν και έτσι εξασφάλισα τις πολυπόθητες θέσεις που επιθυμούσα. Πρόκειται για ένα από τα τελευταία και λιγότερο γνωστά έργα του Άγγλου δραματουργού και αποτελεί διασκευή του έμμετρου μυθιστορήματος του Ρόμπερτ Γκρήν "Παντόστο" και κάτι σα φόρος τιμής στην ευεργέτιδά του Ελισάβετ την Α'.
Ο Λεόντιος, βασιλιάς της Σικελίας και ο Πολύξενος, βασιλιάς της Βοημίας είναι παιδικοί και αδερφικοί φίλοι. Ο δεύτερος φιλοξενείται συχνά στα ανάκτορα του πρώτου και σε μία από αυτές τις επισκέψεις, εξαιτίας κάποιων "θερμών" εναγκαλισμών μεταξύ του Πολύξενου και της γυναίκας του Λεόντιου, της Ερμιόνης, η υποψία ότι η γυναίκα του έχει ερωτική σχέση με το φίλο του, γίνεται έμμονη ιδέα στο μυαλό του Λεόντιου. Εκδιώκει κακήν κακώς τον Πολύξενο από το παλάτι του και κατηγορεί τη γυναίκα του, ότι το παιδί που περιμένει είναι από τον Πολύξενο και όχι από αυτόν. Η γυναίκα φυλακίζεται και το παιδί που γεννά μέσα στη φυλακή, εγκαταλείπεται σε μία έρημη ακτή. Οι Ερινύες κυνηγούν το Λεόντιο και δεν τον αφήνουν να ηρεμήσει και η οικογένειά του ταλαιπωρείται εξαιτίας του.
Στη Βοημία, μία όμορφη και δυναμική χωρική, η Περντίτα έχει κλέψει την καρδιά του Φλοριζέλ, γιου του Πολύξενου και αυτός (μαζί με τον έμπιστο ακόλουθό του, τον Καμίλο) αποφασίζει να γνωρίσει την οικογένεια της αγαπημένης του γιου του, ντυμένος χωρικός και εκεί, σε μία ατμόσφαιρα γιορτής, συμβαίνουν αρκετά ευτράπελα που ραγίζουν τη σχέση γιου-πατέρα. Στο τρίτο μέρος του έργου ο Λεόντιος έχοντας συνέλθει εντελώς από τη σκοτεινή του κρίση ζήλιας, απελευθερώνει τη γυναίκα του, επανασυνδέεται με τον Πολύξενο και ψάχνει για το χαμένο του παιδί, σε ένα κλίμα εξαγνισμού και συγχώρεσης.
Όπως καταλαβαίνει κανείς, το έργο ακροβατεί μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας και οι συν-σκηνοθέτες Rob Ashford και Kenneth Brannagh, δεν ξεφεύγουν στο σημείο αυτό, ούτε στο ελάχιστο από τη συγγραφική γραμμή. Ισορροπούν με λεπτές και διακριτικές πινελιές το κωμικό με το δραματικό στοιχείο, χωρίς κανένα να ξεχειλώνει εις βάρος του άλλου. Εκεί που καινοτομούν και προχωρούν την ιστορία ένα βήμα παρακάτω, είναι ότι δε μένουν στην επιφάνεια του κειμένου, αλλά εμβαθύνουν σε πιο σκοτεινές πτυχές του έργου, ψάχνοντας παράπλευρα κίνητρα της ζήλιας του Λεόντιου και ανατρέχοντας μέχρι και σε παιδικά τραύματα, αλλά και "διορθώνουν" κάποιους χαρακτήρες και καταστάσεις για την εξυπηρέτηση του τελικού δραματουργικού τους στόχου.
Η Πωλίνα στην εκδοχή των σκηνοθετών, δεν είναι η συνηθισμένη θυμωμένη γκρινιάρα οικονόμος, αλλά μια γυναίκα που δε φοβάται να πει την αλήθεια, ακόμα και αν αντιπαρατεθεί με το βασιλιά, με βαθύτερο κίνητρο τη συμπόνια και την ανθρωπιά. Σε αυτά τα σημεία άλλωστε βασίζεται και μία από τις πιο ευαίσθητες και τρυφερές στιγμές της παράστασης μεταξύ των δύο μεγάλων πρωταγωνιστών. Τέλος, το μεγάλο πάρτυ στη Βοημία, μεταξύ των δύο νεαρών εραστών, παρουσιάζεται σαν ανατολικοευρωπαϊκή τελετή γονιμότητας, αρχαϊκών καταβολών, όπου οι άντρες χορεύουν σχεδόν γυμνοί και οι γυναίκες αποτελούν την προσωποποίηση του έρωτα.
Παρ' όλα αυτά, η παράσταση αρχίζει με ένα εντελώς χριστουγεννιάτικο σκηνικό, με ένα δέντρο επί σκηνής, την τηλεόραση να παίζει παιδικά DVD, κάλαντα να αποτελούν το soundtrack και το χιόνι να συμπληρώνει την εικόνα. Η εναλλαγή εικόνων, καταστάσεων, συναισθημάτων δεν είναι τυχαία, ακολουθεί μια κλιμάκωση που θα οδηγήσει την πλοκή σε μία κορύφωση, πριν το ομολογουμένως λίγο μελό τέλος, το οποίο όμως αποσυμφορεί τις σκέψεις και την πίεση, που έχει σωρεύσει ο θεατής και του δίνει μια αίσθηση δικαίωσης και ενός happy end που δείχνει να έχει ανάγκη και βαθιά μέσα του να αναμένει σχεδόν από την αρχή του έργου. Υπάρχουν επίσης μικρές σκηνές και στιγμές σιωπής, όπου οι σχέσεις δοκιμάζονται με το βλέμμα και μοιάζουν να γίνονται σχεδόν γκραν γκινιόλ, αλλά όλες ακολουθούνται από μια σχεδόν άμεση αποφόρτιση.
Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς, ότι στόχος των σκηνοθετών ήταν να διατηρήσουν ένα πέπλο "παραμυθιού" στην παράσταση, να δώσουν έμφαση στην ελαφράδα της, αλλά ταυτόχρονα να μη μείνουν στο επίπεδο μίας κάπως πειραγμένης παιδικής παράστασης και να προχωρήσουν και σε μία δεύτερη πιο ουσιαστική και "ενήλικη" ανάγνωση, που θα "γαργαλήσει" δημιουργικά το νου του θεατή. Και τα κατάφεραν σε εξαιρετικό βαθμό.
Ο Kenneth Brannagh ως Λεόντιος, υπήρξε δύο προσωπικότητες σε ένα σώμα. Ο γλυκός, χαμογελαστός, προσηνής και χαρούμενος βασιλιάς, μεταμορφώνεται μέσα σε λίγες ατάκες και στιγμές, σε ένα σκαιό και άδικο μονάρχη και σύζυγο υπό το κράτος της ζήλιας. Στην κορύφωση της επίθεσής του προς τον Πολύξενο και τη γυναίκα του, οι φλέβες στο μέτωπό του είναι ερεθισμένες, η φωνή του έχει γίνει σαν του φιδιού, που ετοιμάζεται να δαγκώσει και η κίνηση του κορμιού του είναι μια ζωντανή απειλή. Παρ' όλα αυτά ποτέ δε δείχνει να έχει χάσει τον έλεγχο των συναισθημάτων του. Και το πάθος που τροφοδοτεί το λόγο και την κίνησή του, νιώθεις να βγαίνει από μέσα του, χωρίς να φοβάται να το εκφράσει και να το κάνει αισθητό. Δεν πατά στις κλασσικές σαιξπηρικές νόρμες, αλλά τις αξιοποιεί, για να αφήσει το δικό του στίγμα στο ρόλο και να του δώσει μια πιο ανθρώπινη και σημερινή διάσταση.
Η Miranda Raison στο ρόλο της Ερμιόνης, της γυναίκας του, καταφέρνει να συνδυάσει με ένα τρόπο μαγικό την παιδικότητα της αθώας, με μια αποφασιστικότητα και μία βουβή εσωτερική φλόγα, που δείχνει έτοιμη να αντιμετωπίσει τη μοίρα της, σίγουρη ότι το δίκαιο θα θριαμβεύσει. Τα πατήματά της στη σκηνή, δείχνουν μια γυναίκα χαμηλών μεν τόνων, αλλά άξια να λέγεται και να στέκεται σα βασίλισσα δίπλα στο Λεόντιο.
Η Judi Dench υποδύεται την οικονόμο Πωλίνα, με ένα απόλυτα γήινο και ανθρώπινο τρόπο. Η κίνησή της και η ελεγχόμενη οργή της (ακόμα και απέναντι στο βασιλιά) δείχνουν να ωθούνται από μια αίσθηση δικαίου και στέκεται αμετακίνητη στις απόψεις της. Στοργική, ευαίσθητη και ειλικρινής, κοιτά στα μάτια τον επί σκηνής συνομιλητή της και με εκείνη τη βαθιά αισθησιακή φωνή της νιώθεις να τον τυλίγει στον ιστό της. Υπενθυμίζω ότι η ηθοποιός πριν ένα μήνα περίπου έκλεισε τα 81 της και παίζει με μια τέτοια διάθεση και τέτοια υποκριτική αλήθεια, στην όλη της παρουσία, που απλά συνειδητοποιείς ότι είναι γεννημένη θεατρίνα.
Ο Hadley Fraser υποδύθηκε τον Πολύξενο, ο οποίος αιφνιδιασμένος από την απρόκλητη επίθεση του Λεόντιου εναντίον του, στέκεται στην αρχή αμήχανος και ταπεινός μπροστά του, αλλά στη συνέχεια διεκδικεί σα βασιλιάς, αποκρούει και αποχωρεί με αξιοπρέπεια και μεγαλείο. Ίσως να μην είχε τη φυσική ένταση του πάθους του Brannagh, αλλά στάθηκε δυναμικά απέναντί του.
H Jessie Buckley έπαιξε την Περντίτα, τη χωριατοπούλα στη Βοημία, με μία αρχική παιδικότητα που ταίριαζε στη νεαρή της ηλικία, αυθεντική και ανεπιτήδευτη. Στη συνέχεια της σκηνής της γιορτής, γίνεται μια ερωτική οπτασία, μία μαινάδα που βρίσκεται παντού στη σκηνή, κερνώντας κρασί, χαμογελώντας και ερεθίζοντας τους άντρες, αλλά με την αποφασιστικότητα του "μπορείς να δεις, αλλά μην τολμήσεις να αγγίξεις".
Δίπλα της ο Tom Bateman, στο χαρακτήρα του Φλοριζέλ του βασιλόπουλου που είναι ερωτευμένο με την Περντίτα, είναι το ήρεμο πάθος. Ένας νεαρός που μεταμορφώνεται σε άντρα και στέκεται άξια δίπλα στη γυναίκα που αγαπά και ποθεί. Γερά πατήματα στη σκηνή, εξαιρετική κίνηση με την παρτεναίρ του στις χορευτικές σκηνές, πολύ καλή φωνή στο σόλο του, έδειξε να έχει κάνει δικό του το ρόλο.
Ο John Shrapnel στη γραφική φιγούρα του Καμίλο, πιστού ακόλουθου και συμβούλου του Πολύξενου, συνδύασε με υπέροχο τρόπο αποστάγματα σοφίας της ηλικίας και της εμπειρίας του, συμβουλεύοντας τον κύριό του και στιγμές γνήσια κωμικές ενός ταλαντούχου καρατερίστα ηθοποιού. Άλλοι 16 ηθοποιοί συμπληρώνουν τον πολύ δυνατό θίασο σε μικρότερους, αλλά συχνά πολύ χαρακτηριστικούς (π.χ. Αντίγονος και Αυτόλυκος) ρόλους.
Ο Christopher Oram δημιούργησε ένα εντυπωσιακό σκηνικό, που δεν άφησε σημείο της σκηνής ανεκμετάλλευτο και περιελάμβανε από χριστουγεννιάτικο δέντρο και χιόνι, μέχρι μια εντυπωσιακή σκηνή γλεντιού στη Βοημία. Όλα προσεγμένα με λεπτομέρεια και λειτουργικά. Ο ίδιος δημιούργησε και τα υπέροχα κοστούμια, τα οποία έδιναν μια εικόνα κοστουμιών εποχής, απόλυτα προσαρμοσμένης στις ανάγκες του σήμερα.
Τα φώτα που επιμελήθηκε ο Neil Austen, είχαν μια παιχνιδιάρικη διάθεση να συμμετέχουν στην εκάστοτε ατμόσφαιρα της παράστασης, αλλά πέτυχαν μάλλον να υπερφωτίσουν κάποιες σκηνές και να υποφωτίσουν κάποιες άλλες.
Η μουσική του Patrick Doyle άλλοτε μελαγχολική και νοσταλγική και άλλοτε (όπως στη σκηνή του γλεντιού) δυνατή και κεφάτη εντάχθηκε απόλυτα στις ανάγκες της παράστασης και το όραμα των σκηνοθετών. Η χορογραφία του Rob Ashford "πλούσια" και συχνά εντυπωσιακή, αλλά υπηρετώντας πιστά το μέτρο της παράστασης.
Συμπερασματικά, το ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ του Garrick Theatre, αποδείχθηκε μια ολοκληρωμένη θεατρική εμπειρία, ένα θεατρικό "δώρο" για το μάτι και την καρδιά του θεατή. Ο βασικός δυνατός ιστός του κειμένου, διατηρήθηκε αναλλοίωτος και όπου υπήρξε η δυνατότητα υπήρξαν ενέσεις εμβάθυνσης και ενός δημιουργικού "πειράγματος". Οι σκηνοθέτες καθοδήγησαν ένα πολυπληθή θίασο από τους Χολλυγουντιανούς αστέρες, μέχρι το μικρότερο ρόλο, με τρόπο δημιουργικά παρεμβατικό, δημιουργώντας ένα συμπαγές σύνολο που υπερασπίστηκε μέχρι κεραίας το όραμά τους. Κράτησαν ρυθμό και ισορροπίες και δικαιολόγησαν απόλυτα το χαρακτηρισμό του έργου σαν ιλαροτραγωδία. Τέλος, οι ηθοποιοί έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, προσθέτοντας τη δική τους μαγεία στην υψηλή αισθητική της παράστασης, η οποία θα παίζεται μέχρι τις 16 Ιανουαρίου για τους τυχερούς που έχουν εισιτήρια.