ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 22/10/2015 18:15
Φόνος κι εξιλέωση.
Συστάσεις δεν χρειάζεται το ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881) –είναι ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών, τόσο μορφολογικά όσο και ως προς το περιεχόμενό του. Εμπεριέχει και εκθέτει ζητήματα που απασχόλησαν όλους τους μεγάλους φιλοσόφους μέσα από μια ιστορία εγκληματολογικού ενδιαφέροντος: έναν φόνο εκ προμελέτης σαν πράξη εξέγερσης και σαν φιλοσοφική άσκηση. Ο Ρασκόλνικοφ, ο κεντρικός ήρωας, ένας ιδεολόγος εξουθενωμένος από τη φτώχεια και την ένταση της σκέψης του (για το Καλό, το Κακό, την ελευθερία, τη δικαιοσύνη, το Θεό και την απουσία του), σκοτώνει μια γριά τοκογλύφο, μία βδέλλα που πίνει το αίμα ανθρώπων που βρίσκονται σε ένδεια, ένα πλάσμα που προσωποποιεί την έννοια του Κακού. Γίνεται να νικηθεί το Κακό (αδικία) με το κακό (έγκλημα);
Ο φόνος μιας «βλαβερής ψείρας» είναι έγκλημα, ακόμη και αν συνεπάγεται τη σωτηρία πολλών ανθρώπων; Και τότε πώς γίνεται και στήνουμε αγάλματα σε ηγέτες που ευθύνονται για το θάνατο χιλιάδων αθώων; Τι σημαίνει ‘απόδοση δικαιοσύνης’, σ’ έναν κόσμο που η αδικία τιμωρείται επιλεκτικά; Και πώς μπορεί η υποτέλεια και η ανοχή της αδικίας να θεωρείται αρετή, στο όνομα της αγάπης που κηρύσσει ο Χριστός;
Μέσα από μια συναρπαστική τριτοπρόσωπη αφήγηση, με φλεγόμενους μονολόγους και διαλόγους που προκαλούν τη μεταφορά τους στη θεατρική σκηνή, ο Ντοστογιέφσκι θέτει ερωτήματα χωρίς να ηθικολογεί. Ο Ρασκόλνικοφ είναι σε πόλεμο με τον εαυτό του, με τον κόσμο, με τον Θεό, γιατί δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξη του κακού. Ο αθεϊσμός του εκκινεί από τη συμπόνια για τους ανθρώπους. Δικαιολογεί τους λίγους, με τις εξαιρετικές ιδιότητες, όταν υπερβαίνουν τη δικαιοσύνη στο όνομα της δικαιοσύνης. Είναι πολύ κοντά στον κατά Νετσάγιεφ (1847-1882) «επαναστάτη», που «στα βάθη της ύπαρξης του, και όχι μόνο στα λόγια αλλά στην πράξη, έχει διαρρήξει κάθε σχέση με το πολιτικό σύστημα, με όλον τον πολιτισμένο κόσμο, με όλους τους νόμους, τις καθώς πρέπει συμπεριφορές, τους γενικά αποδεκτούς κανόνες, την ηθική του κόσμου τούτου». Το «Έγκλημα και Τιμωρία» κυκλοφόρησε το 1866, ο Νετσάγιεφ έγραψε την «Κατήχηση ενός επαναστάτη» το 1869.
Είκοσι χρόνια πριν, το 1849, ο Ντοστογιέφσκι είχε συλληφθεί για τη συμμετοχή του στον «Κύκλο Πετρασέφσκι», μια ομάδα σοσιαλφιλελεύθερων διανοουμένων της Αγίας Πετρούπολης.
Έζησε την τρομακτική εμπειρία της εικονικής εκτέλεσης και πέρασε τα επόμενα τέσσερα χρόνια σε κάτεργο στη Σιβηρία. Όταν επέστρεψε στην Πετρούπολη, δεν ήταν ακριβώς ο ίδιος άνθρωπος. Είχε ξεπεράσει την ηθική αγωνία των μηδενιστών δεχόμενος ότι επειδή το Κακό υπάρχει, υπάρχει Θεός. «Η πίστη δεν πηγάζει από το θαύμα, αλλά το θαύμα από την πίστη» θα πει.
Ο Ρασκόλνικοφ θα ομολογήσει το έγκλημά του και θα φύγει για το κάτεργο, έχοντας στήριγμά του την αγάπη της Σόνιας, που σχεδόν συμπίπτει με το έλεος του Θεού. Όπως σημειώνει ο Κωστής Παπαγιώργης: «Αν είναι ικανός για το μεγάλο σφάλμα, μπορεί να αποδειχθεί ικανός και για τη μεγάλη εξιλέωση» («Ντοστογιέφσκι», εκδ. Καστανιώτη, 1990).
Το 1872 ο Νετσάγιεφ (μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, πιθανόν πράκτορας της τσαρικής μυστικής αστυνομίας) συνελήφθη για την επαναστατική του δράση και καταδικάστηκε σε εικοσαετή φυλάκιση στο φρούριο Πετροπαβλόφσκ. (Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησαν οι «Δαιμονισμένοι» του Ντοστογιέφκσκι – ένα από τα πρόσωπα μυθιστορήματος είναι ο Πιοτρ Βερχοβένσκι, λογοτεχνική εκδοχή του Νετσάγιεφ). Φαίνεται ότι και μέσα στη φυλακή είχε επικοινωνία με την οργάνωση Λαϊκή Θέληση, που το 1881 θα οργανώσει και θα εκτελέσει τη δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου Β΄.
Αν αναφέρομαι στον Νετσάγιεφ είναι για να δείξω ότι στα μυθιστορήματά του ο Ντοστογιέφσκι παίρνει μέρος, και θέση, στην ιδεολογική και επαναστατική περιπέτεια που βρίσκονταν σε εξέλιξη στη τσαρική Ρωσία κατά τη διάρκεια του 19ου αι. - η οποία θα καταλήξει τελικά στην Επανάσταση του 1917. Και ότι, σήμερα, που ο δυτικός κόσμος αντιμετωπίζει ως νούμερο 1 εχθρό την τρομοκρατία, υπάρχουν πολλοί σοβαροί λόγοι για να προσεγγιστεί το «Έγκλημα και Τιμωρία» με εντελώς σύγχρονο τρόπο.
Εννοείται ότι από ένα μυθιστόρημα 628 σελίδων, μια παράσταση 2,5 ωρών δεν μπορεί παρά να σταθεί στη βασική πλοκή. Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, αυτά που κρατάει η σκηνική διασκευή κι ο τρόπος που τα φωτίζει, ευνοούν ή εμποδίζουν την ενεργητική συμμετοχή των θεατών στα ζητήματα που θέτει το μυθιστόρημα. Ο Γεωργιανός σκηνοθέτης Λεβάν Τσουλάτζε που σκηνοθετεί την παράσταση στο θέατρο Άνεσις προτίμησε μία συμβατική ανάγνωση - η πολιτική διάσταση εξαφανίζεται και μένει μια ιστορία μ’ έναν φοιτητή που η φτώχεια και η αδικία τον οδηγούν στον φόνο. Κι άλλες φορές έχει παρουσιαστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο το «Έγκλημα και Τιμωρία», με στόχευση στο ευρύ κοινό που μπορεί να μην ενδιαφέρεται για τις φιλοσοφικές/πολιτικές προεκτάσεις του, αλλά έχει εκτιμήσει ως ανάγνωσμα το συναρπαστικό μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. Πρόκειται για επιλογή θεμιτή, που δεν σημαίνει απαραιτήτως ποιοτική έκπτωση ως προς το σκηνικό αποτέλεσμα.
Αλλά χρειάζεται προσοχή και εγρήγορση. Ο θιάσαρχης του Άνεσις, ο ηθοποιός Τάσος Ιορδανίδης, με φανερή αγάπη για το θέατρο και τίμιες προθέσεις, ως υπεύθυνος της παραγωγής δεν σκέφτηκε ότι η επιλογή του Ιεροκλή Μιχαηλίδη για τον ρόλο του ανακριτή, θα προκαλέσει αυτομάτως συνειρμούς με τον ρόλο του αστυνόμου Μπέκα; Δεν πρόσεξε ότι από τη στιγμή που ο ίδιος ως Ρασκόλνικοφ (θαυμάσια η ερμηνεία του) φοράει βαρύ παλτό, δεν ταιριάζει να βγαίνει ο ανακριτής με κρεμ λινό κοστούμι; Ούτε ο σκηνοθέτης ούτε κανείς από τον θίασο και τους συντελεστές δεν πρόσεξε ότι η Θάλεια Ματίκα στον ρόλο της Σόνιας, μόνο φτωχή πόρνη του δρόμου δεν μοιάζει; Ομοίως, ότι η Σοφία Πανάγου στον ρόλο της φτωχής αδελφής του Ρασκόλνικοφ, που ετοιμάζεται να κάνει έναν γάμο συμφέροντος, παραείναι λαμπερή για να είναι πειστική; Ο Δημήτρης Καπετανάκος στον ρόλο του καλού φίλου του Ρασκόλνικοφ είναι περισσότερο ενθουσιώδης απ’ όσο σηκώνει η ιστορία (ανάλαφρη ‘ανάσα’;) και ο Θεόδωρος Κατσαφάδος χρειάζεται να κατεβάσει την ένταση της φωνής του και το «μέγεθος» της ερμηνείας του, γιατί το Άνεσις δεν είναι το Εθνικό Θέατρο, όπου τόσους ρόλους έχει ερμηνεύσει κατά το παρελθόν. Κάπως έτσι, ενώ ούτε το ταλέντο λείπει ούτε ο κόπος κι η προσπάθεια, το αποτέλεσμα αυτοαδικείται –και εξαφανίζεται το βάθος και το σκοτάδι του έργου αναφοράς.
Το αφαιρετικό σκηνικό του Σταύρου Λίτινα θα μπορούσε να διευκολύνει τη μεταφορά της ιστορίας σ’ ένα σύγχρονο πλαίσιο – οι λύσεις του σκηνογράφου είναι λειτουργικές αλλά τα υλικά θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να είναι πιο «βαριά». Τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη παρεπέμπουν ελεύθερα (θεατρική αδεία) σε περασμένες εποχές, αλλά μοιάζει να επικράτησαν στις επιλογές της εμπορικά κριτήρια: να είναι όμορφες οι πρωταγωνίστριες.