ΔΡΑΚΟΥΛΑΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Σάββατο, 07/07/2018 10:08
Το πολύ γνωστό μυθιστόρημα τρόμου του Ιρλανδού συγγραφέα Μπραμ Στόκερ (Abraham "Bram" Stoker) με τίτλο "Δράκουλας" (Dracula), σκηνοθετεί στο κτίριο 56 του Ελληνικού Κόσμου η Φρόσω Λύτρα. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1897, ενώ έγιναν και αρκετές κινηματογραφικές μεταφορές του, με πιο χαρακτηριστικές εκείνες του 1931 με τον Μπέλα Λουγκόζι στον ομώνυμο ρόλο, του 1958 με τον Κρίστοφερ Λι και του 1992 (σε σκηνοθεσία Φράνσις Φορντ Κόπολα) με τον Γκάρι Όλντμαν. Το έργο ακολουθεί την παράδοση της γοτθικής λογοτεχνίας και η δράση του προκύπτει από επιστολές ή καταγραφές ημερολογίου των βασικών του χαρακτήρων. Καταγράφει την τρομακτική εμπειρία του δικηγόρου Τζόναθαν Χάρκερ στο κάστρο του κόμη Δράκουλα στα Καρπάθια Όρη, το οποίο επισκέφθηκε για να διεκπεραιώσει κάποιες επιχειρηματικές δραστηριότητες του Κόμη, όπως για παράδειγμα την αγορά ενός παλιού Αβαείου στην Αγγλία. Ο Χάρκερ σύντομα μένει φυλακισμένος στον πύργο για κάποιο χρονικό διάστημα και καταφέρνει να αποδράσει με τη βοήθεια τριών γυναικών-βρικολάκων, των "αδερφών" και να καταφύγει σε ένα μοναστήρι. Στη διάρκεια της φυλάκισής του ο κόμης εγκαταλείπει το κάστρο προς άγνωστη κατεύθυνση. Λίγο καιρό αργότερα ένα πλοίο καταφτάνει σε ένα μικρό λιμάνι της Αγγλίας, με τον καπετάνιο δεμένο στο τιμόνι του και με το ημερολόγιό του να αναφέρει τη σταδιακή εξαφάνιση όλου του πληρώματος. Το φορτίο του πλοίου είναι χώμα από την Τρανσυλβανία για να τρέφεται και να διατηρεί τις δυνάμεις του ο Δράκουλας. Στην Αγγλία αναζητά ανυποψίαστα θύματα για τις αιματηρές ορέξεις του, όπως την αθώα Λούσι, αλλά και τη Μίνα, αρραβωνιαστικιά του Χάρκερ, την οποία έχει κρυφά ερωτευθεί. Όταν η Λούσι παρουσιάζει συμπτώματα υπνοβασίας και άνοιας, καλείται για συνδρομή ο Δόκτωρ Βαν Χέλσινγκ, ο οποίος κατανοεί άμεσα την κατάστασή της. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες μέχρι την τελική λύση του δράματος. Τη θεατρική απόδοση του κειμένου ανέλαβε η ίδια η σκηνοθέτις.
Η Φρόσω Λύτρα αναλαμβάνει τα σκηνοθετικά ηνία της παράστασης, προσπαθώντας να συνδυάσει τη μυστηριακή ατμόσφαιρα που εκπέμπει το ίδιο το κείμενο, με τις μεταφυσικές προεκτάσεις του λόγου και την αγωνιώδη ροή και εξέλιξη της ιστορίας. Η αφήγηση γίνεται το όχημα, μέσα από το οποίο ταξιδεύει ο θεατής στο σύμπαν του κόμη Δράκουλα και αυτή γίνεται άλλοτε ζωντανά και άλλοτε ηχογραφημένα. Για τα δεύτερα στιγμιότυπα δε βρήκα λόγο ύπαρξής τους, καθώς έσπαγαν τη δυναμική του λόγου, χωρίς να προσθέτουν κάποια έξτρα εσάνς μυστηρίου στην υπόθεση. Αλλά και τα ζωντανά στιγμιότυπα δε δημιουργούσαν πάντα αγωνία και σασπένς, αλλά συχνά ακούγονταν στυλιζαρισμένα, επιφανειακά, απογυμνωμένα από συναίσθημα, λυρισμό και αγωνία. Οι εναλλαγές των σκηνών είχαν έντονη κινηματογραφικότητα και οι παρεμβολές του χορού δύο παλλόμενων σωμάτων ενίισχυσαν την ένταση και το πάθος του λόγου, που από μόνος του συχνά βαλτώνει και κάνει κοιλιά, χωρίς να δημιουργεί ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Η εκμετάλλευση του χώρου είναι σχεδόν ιδανική με το υποβλητικό σκηνικό, να καλύπτει σχεδόν όλο το πλάτος και το βάθος της μεγάλης σκηνής και μαζί με τα υποφωτισμένα πλάνα και τους καπνούς να δημιουργούν μια κλειστοφοβική και αρκετά μυστηριακή ατμόσφαιρα, η οποία όμως χωλαίνει στη δραματουργική αξιοποίησή της.
Ο Δημήτρης Γεωργαλάς αναλαμβάνει το ρόλο του Δράκουλα. Με φωνή που εκπέμπει ένταση (αν και δεν αποφεύγει κάποιες υπερβολές) και μία κίνηση επιτηδευμένα αργή, δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και μια υποψία πάθους γύρω από τον χαρακτήρα του, αλλά δεν ένιωσα να εκπέμπει τη σαγήνη, τη γοητεία, αλλά και την εσωτερικότητα που θα απαιτούσε ένας τέτοιος ήρωας. Πλησίασε την κορύφωση, αλλά δεν ολοκλήρωσε το στόχο του.
Ο Κωστής Μπουντάς υποδύθηκε το δικηγόρο Τζόναθαν Χάρκερ και αν και ξεκίνησε κάπως υποτονικά και άνευρα την αφήγηση της ιστορίας του, ανέβασε στροφές όντας φυλακισμένος στον Πύργο του Δράκουλα. Είχε αρκετές εκφραστικές και αγωνιώδεις στιγμές στη συνειδητοποίηση του εγκλεισμού του στο κάστρο και την προσπάθεια απόδρασής του από αυτό, αλλά και αυτός δεν έφτασε στην απόλυτη κορύφωση.
Η Λίνα Σακκά ερμήνευσε τη Μίνα, την αρραβωνιαστικιά του Τζόναθαν και υπήρχαν σκηνές που η παρουσία της είχε ουσία και αληθοφάνεια. Σε κάποιες άλλες όμως παρασύρθηκε σε μια άνευ λόγου ακκιστική κίνηση και λόγο επιτηδευμένα αργόσυρτο, με την ηρωίδα της να γίνεται προβλέψιμη και επιφανειακή.
Ο Κώστας Φλωκατούλας έπαιξε το Βαν Χέλσινγκ και είχε ζωντάνια και ρεαλισμό στην προσέγγιση του χαρακτήρα του. Δεν παρασύρθηκε σε άσκοπη λογοδιάρροια, ενώ και η κίνησή του είχε μέτρο και συνέπεια.
Η Έλσα Σίσκου ως Λούσι, έχει δυναμική παρουσία και μία υπέροχη πλαστικότητα κινητικά, αλλά και αυτής ο λόγος ακούγεται αδύναμος και υποτονικός.
Ο Χρήστος Ντόβας στο ρόλο του Ρόμπερτ έχει σχετικά μικρή συμμετοχή στη ροή της ιστορίας, αλλά καταφέρνει να είναι συνεπής και ακριβής στις απαιτήσεις της σύντομης αυτής σκηνικής του παρουσίας.
Αλέξης Φουσέκης και Αναστασία Κελέση, είναι τα δύο σώματα που με την αέναη κίνησή τους και τη σκηνική τους χημεία αποτελούν ένα ισχυρό χαρτί της όλης ατμόσφαιρας και μυσταγωγίας της παράστασης και μας ταξίδεψαν με το συντονισμό και το πάθος τους.
Στην παράσταση ακούγονται και οι φωνές του Βασίλη Χαραλαμπόπουλου στο ρόλο του Καπετάνιου, της Σοφίας Σεϊρλή ως Καλόγριας και της Φαίης Κοκκινοπούλου στο ρόλο της Καμαριέρας.
Το σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη είναι εντυπωσιακό, λειτουργικό και καλύπτει και τις τρεις διαστάσεις του χώρου. Δημιουργεί μικρότερους υποχώρους, όπου διαδραματίζονται τα διάφορα επεισόδια της ιστορίας, ενώ υπάρχουν και πολλές μικρές λεπτομέρειες (σημαντική και η συμβολή του γλύπτη Στέλιου Γαβαλά), όπως οι κόκκοι της άμμου, η διαλυμένη βάρκα-τάφος, το ανάκλιντρο και άλλα που δημιουργούν ένα σχεδόν ονειρικό σκηνικό σύμπαν.
Τα κοστούμια του Νίκου Χαρλαύτη, κομψά, με προσεγμένη γραμμή, χωρίς να παραλείπουν να παραπέμπουν σε ένα μεγαλείο περασμένων εποχών.
Η μουσική των Μιχάλη Νιβολιανίτη και Αλέξανδρου Χρηστάρα έχει σημαντική συμβολή στη δημιουργία σκηνών έντασης και συγκινησιακών κορυφώσεων, αν και την περίμενα να αγγίξει κάποιες επικές χορδές.
Η χορογραφία του Αλέξη Φουσέκη τραβά με ένταση την προσοχή του θεατή και μαγνητίζει το βλέμμα με την τελετουργία, αλλά και το σχεδόν απόλυτο συντονισμό της.
Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη αποτέλεσαν τον καθοριστικό παράγοντα στον αισθητικό τομέα της παράστασης. Οι εναλλαγές χρωμάτων, αποχρώσεων και φωτεινών εντάσεων δημιούργησαν μια απόλυτα υποβλητική ατμόσφαιρα, που στάθηκε πιστή στις απαιτήσεις του κειμένου.
Το εντυπωσιακό μακιγιάζ επιμελήθηκε ο Αχιλλέας Χαρίτος.
Συμπερασματικά, στο κτίριο 56 του Ελληνικού Κόσμου, είδα μια προσπάθεια απεικόνισης του τρομακτικού κόσμου του Κόμη Δράκουλα, η οποία βασίστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αισθητική της. Η θεατρική διασκευή δεν είχε την ίδια ένταση και αποτελεσματικότητα με την εικόνα, με αποτέλεσμα τόσο ο λόγος, όσο και η ροή της ιστορίας να κάνει συχνές κοιλιές και μόνο το σκηνικό, η κίνηση και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα να σώζουν τα προσχήματα και να κρατούν το ενδιαφέρον του θεατή. Οι ερμηνείες έδειξαν συχνά μπερδεμένες από τη σκηνοθετική προσέγγιση του μύθου και ήταν αρκετά σχηματικές και λιγότερο ουσιώδεις από ό,τι περίμενα.