ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ, ΒΙΒΛΙΟ 2ο, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23ο - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Σάββατο, 21/07/2018 11:52
Την παράσταση "Δον Κιχώτης, Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 23ο", σκηνοθετεί στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά η Έφη Μπίρμπα. Βασίζεται σε ένα από τα πιο επιδραστικά μυθιστορήματα της Ισπανικής λογοτεχνίας, το Δον Κιχώτη (El ingenioso hidalgo Don Quixote de la Mancha) του Μιγκέλ ντε Θερβάντες (Miguel de Cervantes Saavedra), το οποίο εκδόθηκε σε δύο μέρη, το 1605 και το 1615. Περιγράφει τις περιπέτειες του Αλόνσο Κιχάδα, ενός απλού αγρότη, ο οποίος έχοντας διαβάσει πολλά βιβλία για τον ιπποτισμό, πιστεύει ότι είναι ιππότης και μετονομάζει τον εαυτό του σε Δον Κιχώτη. Στο 23ο κεφάλαιο του 2ου βιβλίου ο Δον Κιχώτης κατεβαίνει στο σπήλαιο του Μοντεσίνου για να το εξερευνήσει, αλλά λόγω κούρασης σταματά και αποκοιμιέται. Γίνεται έτσι ένας Homo Ludens (άνθρωπος που παίζει) και στην ενύπνια περιπλάνησή του στο σπήλαιο παρακολουθούμε μία ενότητα επεισοδίων που, σαν παιχνίδι, διαδέχονται το ένα το άλλο, σε μία κλιμάκωση της υπαρξιακής αγωνίας των ηρώων να ξεφύγουν από το χωμάτινο παρελθόν τους, μέσω της υπέρβασης των ανθρώπινων ορίων. Τα κάτοπτρα πολλαπλασιάζουν την πραγματικότητα και συχνά την επαναλαμβάνουν. Λίγο αργότερα οι σύντροφοί του, ο Σάντσο Πάντσα και ο ξάδερφος, ανεβάζουν και πάλι προς την επιφάνεια το Δον Κιχώτη (κοιμώμενο), καθώς και το άλογό του. Τη μετάφραση των κειμένων επιμελήθηκαν η Μιχαήλα Πλιαπλιά, η Effi Rabsilber και η σκηνοθέτις και ήταν αποσπασματικά, ενώ στα περισσότερα σημεία απλά βασίζονταν στο βασικό λόγο του Θερβάντες.
Η Έφη Μπίρμπα είχε τη σκηνοθετική επιμέλεια του όλου εγχειρήματος, το οποίο είχε περισσότερο τη μορφή μιας εικαστικής εμβάθυνσης στα βαθύτερα νοήματα του συγκεκριμένου κεφαλαίου του κειμένου, με το λόγο να αποτελεί απλά θραύσμα ενός ιδιόμορφου εσωτερικού παιχνιδιού στα όρια της ανθρώπινης ισορροπίας και μοναξιάς. Η όλη προσπάθεια δεν είναι μια συμβατική παράσταση, αλλά μια έντεχνη απεικόνιση συμβολισμών και ονείρου που βιώνονται σε μία κατάσταση χαλάρωσης του νου και του σώματος. Ένα από τα πρώτα πράγματα που με ξένισαν από την αρχή του έργου, ήταν η χρήση της γερμανικής γλώσσας στα διαλείμματα λόγου, ανάμεσα στις ακροβασίες των σωμάτων, τα οποία ήταν υποτονικά, με μία μονότονη φωνητική απόδοση και ενίοτε δυσνόητα, καθώς η μετάφρασή τους σε υπέρτιτλους ήταν αποσπασματική σε σχέση με το γερμανικό ανάλογό τους. Πολλά από τα κινητικά μοτίβα και επεισόδια είχαν μια επαναληπτικότητα που η διάρκειά της κούρασε, ενώ όλα ήταν βωβά (πλην της αφήγησης στα γερμανικά) και πολύ υποφωτισμένα (τόσο ώστε να είναι σχεδόν αδύνατο να διακρίνεις εκφράσεις στα πρόσωπα), με τα σώματα να είναι οι μοναδικοί πρωταγωνιστές. Αυτά που είδα να κάνουν στη σκηνή ήταν εξαιρετικά δύσκολα (ακόμα και για γυμνασμένα σώματα), είχαν αναμφισβήτητη αισθητική (η τελική σκηνή της "ανάληψης" αλόγου και αναβάτη ήταν μια τελετουργία εκπληκτικής σύλληψης) και πολλές φορές άγγιζαν τα όρια της ακροβασίας. Είχαν παιγνιώδη διάθεση, αλλά η κατάβαση στα υπαρξιακά αδιέξοδα που υπονοούνται δεν ολοκληρώθηκε στα μάτια και στο νου μου ως θεατή. Και πάντα υποβόσκει και το πρόβλημα, ότι όταν εξωθείς τη σωματικότητα κάποιων σκηνών στα όρια,το μάτι παρακολουθεί και συναρπάζεται από το θέαμα, χάνοντας το συμβολισμό και την ουσία.
Η ερμηνευτική ομάδα απαρτίζεται από τον Άρη Σερβετάλη, τον Αχιλλέα Χαρίσκο, την Ιωάννα Τουμπακάρη, την Effi Rabsilber, το Διογένη Σκαλτσά, τη Gema Galiana και τον Κυριάκο Σαλή. Δημιούργησαν μία δυναμική, στιβαρή και εξαιρετικά καλοκουρδισμένη ομάδα, με σχεδόν απόλυτη συνεργασία και αλληλοκάλυψη. Για τη μονοδιάστατη παρουσία τους στη σκηνή (ελλείψει λόγου) ευθύνεται η σκηνοθετική προσέγγιση, ενώ και η έλλειψη επαρκούς φωτισμού με εμπόδισε να παρακολουθώ εκφράσεις προσώπου, πιθανά βλέμματα και ανάπτυξη συναισθήματος. Οι κορυφώσεις τους περιορίστηκαν στην κινησιολογία και την κλιμάκωση της έντασής της.
Ο σκηνικός χώρος αποτέλεσε σύλληψη της σκηνοθέτιδας και είχε αρκετά κοινά στοιχεία με προηγούμενες δουλειές της. Ένας μεγάλος επικλινής όγκος στο αριστερό (όπως κοιτά ο θεατής) άκρο της σκηνής, χώμα στο δάπεδο, ένα "κοιμώμενο" άλογο στο εμπρός δεξιά τμήμα της και ο υπόλοιπος χώρος να συνιστά το χώρο "παιχνιδιού" των ερμηνευτών. Τα κοστούμια, επίσης της σκηνοθέτιδας, είχαν αίσθηση εποχής και ιπποτισμού, ακολουθώντας το πνεύμα του αρχικού κειμένου. Το ηχητικό και μουσικό τοπίο του Constantine Skourlis, είχε χαοτικούς και επαναλαμβανόμενους ήχους, χωρίς εναλλαγές, που μετά από κάποιο διάστημα αποσυντόνιζε το θεατή, και ακουγόταν σαν ένα βουητό που κάθε άλλο παρά βοηθούσε στη συγκέντρωσή του στα επί σκηνής τεκταινόμενα. Οι φωτισμοί του Γιώργου Καρβέλα ήταν υπερβολικά σκοτεινοί, σε αποχρώσεις του γκρίζου που έτειναν στο μαύρο και ίσως απέδωσαν ικανοποιητικά την αίσθηση του σπηλαίου, αλλά συχνά δε έβλεπα ηθοποιούς στη σκηνή, αλλά απλά σκιές.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά, είδα μια παράσταση, με μία ευρύτερη προσέγγιση του όρου που μάλλον ακριβέστερα θα χαρακτήριζα σαν εικαστική σύνθεση. Η κίνηση και τα σώματα είχαν ρόλο πρωταγωνιστή, η εικόνα τους είχε αναμφισβήτητη αισθητική και εντυπωσιακό βαθμό δυσκολίας, με το λόγο να περνά σε εντελώς δεύτερη μοίρα, να είναι σε μορφή αποστασιοποιημένης αφήγησης και σε ανοίκεια για το κοινό γλώσσα. Η επαναληπτικότητα κάποιων σκηνών, τα μεγάλα βωβά διαστήματα, αλλά και οι εξαιρετικά χαμηλοί φωτισμοί, έκαναν την παρακολούθηση της παράστασης δύσκολη και τα μηνύματά της ασαφή.