DIKTAT - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 24/04/2017 12:22
Το έργο του Enzo Cormann με τίτλο Diktat σκηνοθετεί στη δεύτερη σκηνή του Bios ο Μάνος Καρατζογιάννης. Το κείμενο γράφτηκε το 1995 και η παράσταση παρουσιάστηκε στο ελληνικό κοινό για πρώτη φορά στα πλαίσια του Φεστιβάλ Σύγχρονου Θεάτρου, Γαλλικό Θέατρο a la Grecque 2016. Πρόκειται για την ιστορία δύο ετεροθαλών αδερφών που συναντώνται μετά από 25 χρόνια σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο και μένουν μαζί για 15 ώρες, προσπαθώντας να καλύψουν τα πολλά χρόνια απουσίας του ενός από τη ζωή του άλλου, σε μια διαδρομή από στιγμιότυπα μιας σύγχρονης πολιτικής ιστορίας που οδήγησε σε αδιέξοδα. Ανήκουν σε διαφορετικές πολιτικές ομάδες, τους Κόκκινους και τους Γαλάζιους και έχουν ακολουθήσει διακριτά διαφορετικές πορείες ζωής, ανάλογα με τη φιλοσοφία ζωής που αντιπροσωπεύουν. Ο ένας, διακεκριμένος ψυχαναλυτής που προαλείφεται για υπουργός και ο άλλος καθηγητής, όχι τόσο προβεβλημένος όσο ο αδερφός του. Πάντα υπάρχουν δύο στρατόπεδα, δύο παρατάξεις, που διχάζουν και χωρίζουν ανθρώπους όπως αυτά τα δύο αδέρφια και τους οδηγούν στη μισαλλοδοξία και την απόρριψη. Το κενό μεταξύ τους χαώδες και σε λίγες ώρες προσπαθούν να βρουν κώδικες προσέγγισης και γέφυρες επικοινωνίας, χαμένοι στις ιδιοσυγκρασιακές τους διαφορές και στις προσωπικές τους διαδρομές. Το καθεστώς με τον τρόπο του καταπιέζει και τους δύο και τους αφήνει λίγα προσωπικά κανάλια επικοινωνίας, που εδράζονται κυρίως στα κατάλοιπα της σχέσης τους ως παιδιά και της κοινής μητρικής τους ρίζας. Το τελικό τους ραντεβού μπορεί να αποδειχτεί μοιραίο, αλλά θα προσπαθήσει να επαναπροσδιορίσει τη μεταξύ τους σχέση. Η μετάφραση ανήκει στο Εργαστήριο Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου με την επιμέλεια της από τον Ανδρέα Στάϊκο.
Ο Μάνος Καρατζογιάννης αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία της παράστασης, ισορροπώντας μεταξύ του πολιτικού μηνύματός της και της σκιαγράφησης της σχέσης μεταξύ των αδελφών. Σε ένα σκηνικό χώρο που ταιριάζει γάντι με τη λιτότητα των αφηγηματικών μέσων, αναπτύσσονται δύο διακριτοί χαρακτήρες και προσπαθούν να γνωρίσουν ξανά ο ένας τον άλλο, να ξανασυστηθούν. Ο λόγος παραθέτει συμβολισμούς και ενίοτε καταφεύγει και σε φιλοσοφικές αναζητήσεις, φλερτάροντας με την υπερβολή, αλλά συγκρατείται έγκαιρα και επανέρχεται σε πιο γήινα μηνύματα. Η ένταση μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών δεν είναι πάντα συντονισμένη, έχει αυξομειώσεις, αλλά έχει εξέλιξη και μικρές κορυφώσεις. Οι διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες και καταβολές των δύο ηρώων αποτυπώνονται στη διαφορετικότητα της κίνησής τους και στην ένταση των χαρακτηριστικών του προσώπου τους. Η ατμόσφαιρα κρατιέται σε χαμηλούς φωτισμούς και τόνους, ενώ το μικρόφωνο στη μέση της σκηνής, αποτελεί ένα καταφύγιο εξομολογήσεων, αν και κάποιες στιγμές θα μπορούσε να αποφευχθεί η επαναλαμβανόμενη χρήση του. Στη σκηνή μπορεί να ανιχνευθεί η γενετήσια σχέση των δύο χαρακτήρων και οι συγκλίνουσες πορείες τους προς την τελική σεκάνς του έργου. Λογική και συναίσθημα έχουν δυσδιάκριτα όρια, αλλά καταφέρνουν να συνυπάρξουν και να επικοινωνήσουν με μία σχετική αμεσότητα με το θεατή.
Ο Μάνος Καρατζογιάννης κρατά για τον εαυτό του το ρόλο του Βαλ και τον αποτυπώνει με μια εξωτερική ένταση τόσο στο λόγο, όσο και στην κίνηση, αγγίζοντας κάποια στιγμή το όριο της υπερβολής. Αλλά καταφέρνει να αναγνωρίσει τα όριά του και να επανέλθει σχεδόν άμεσα σε μια δυναμική που έχει αμεσότητα και έναν ιδεολογικό ρομαντισμό. Δίνει σημασία σε μικρά, απλά πράγματα και καταθέτει τις εμπειρίες του με πάθος, αλλά και ένα λανθάνον παράπονο. Φλερτάρει με το συναίσθημα, προσπαθεί να τιθασεύσει την εσωτερική του ορμή και δίνει μια έντονη και νευρική ερμηνεία.
Ο Μάξιμος Μουμούρης υποδύεται τον Πιετ, έναν πιο γειωμένο και εκλογικευμένο χαρακτήρα που κρατά επιτηδευμένα χαμηλούς τόνους και αποτελεί τον κυματοθραύστη της έντασης του αδερφού του. Σκιαγραφεί ένα πολιτικά "ψυχρό" προφίλ, με κάποιες στιγμές να νιώθω ότι πάλεψε (χωρίς να είναι σκηνικά αναγκαίο) να κρατήσει θαμμένο το συναίσθημα, χωρίς να το αφήσει να εκδηλωθεί, για να ισορροπήσει τα εκφραστικά του μέσα. Βασίζει την ερμηνεία του σε ένα σκηνικό ρεαλισμό για να αφήσει τον εαυτό του να παρασυρθεί στο συναισθηματικό του στρόβιλο προς το τέλος του έργου.
Ο σκηνικός χώρος είχε τη φροντίδα του Γιάννη Αρβανίτη και ταίριαξε σχεδόν απόλυτα με τη σκηνοθετική οπτική και το κλίμα και την ατμόσφαιρα του έργου. Λιτός, λειτουργικός, σχεδόν τελετουργικός.
Η επιμέλεια των κοστουμιών ανήκε στη Βασιλική Σύρμα ήταν απλή και αποτύπωσε τις καταβολές του κάθε χαρακτήρα.
Η μουσική του Γιώργου Πούλιου επέτεινε την ατμόσφαιρα του έργου, αλλά δεν άφησε έντονο το αποτύπωμά της στη μνήμη.
Οι φωτισμοί του Δημήτρη Μπαλτά φλέρταραν με το ημίφως και το παιχνίδι των σκιών και ενίσχυσαν την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα της παράστασης.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Bios, παρακολούθησα τη θεατρική μεταφορά ενός κειμένου με έντονη πολιτική χροιά, αλλά και ένα σύγχρονο δοκίμιο της επίδρασης της πολιτικής στις διαπροσωπικές σχέσεις. Αν και θα ήθελα το ψυχογράφημα των χαρακτήρων να έφτανε ακόμα βαθύτερα, είδα ρυθμό, ατμόσφαιρα, μια σκηνοθεσία που βασίστηκε στις αντιθέσεις και τη δημιουργική αντιπαράθεση και δύο χαρακτήρες που μέσα από τις διαφορές τους έψαχναν τα κοινά τους σημεία αναφοράς. Οι ερμηνείες συντονίστηκαν στις περισσότερες σκηνές και απέδωσαν με ευκρίνεια τους ήρωες.