ΔΙΓΕΝΗΣ ΑΚΡΙΤΗΣ, ΣΤΑ ΟΡΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τετάρτη, 13/06/2018 13:11
Την παράσταση "Διγενής Ακρίτης, στα όρια", σκηνοθετεί στο Black Box του Θεάτρου 104 η Σοφία Καραγιάννη.
Βασίζεται στο έμμετρο αφηγηματικό χειρόγραφο του 11ου-12ου αιώνα, άγνωστου συγγραφέα, που είναι γνωστό ως Διγενής Ακρίτης ή Έπος του Διγενή Ακρίτη, ένα έργο που αποτελεί ορόσημο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αποτελώντας το παλαιότερο σωζόμενο δείγμα της, σηματοδοτώντας ουσιαστικά και την αρχή της. Σύμφωνα με το μύθο, ο ήρωας ήταν ένας από τους φρουρούς των Βυζαντινών συνόρων (εξ' ου και το Ακρίτης ή Ακρίτας), με το προσωνύμιο Διγενής να υποδηλώνει τη διττή του καταγωγή, εφόσον η μητέρα του ήταν κόρη Βυζαντινού στρατηγού και ο πατέρας του Άραβας εμίρης από τη Συρία. Το έργο ξεκινά ακριβώς με αυτή την ιστορία των γονιών του και το πως ο πατέρας του σε μια επιδρομή του άρπαξε τη μητέρα του από την οικογένειά της και μετά από πολλές περιπέτειες (και αφού βαφτίστηκε Χριστιανός) την παντρεύτηκε. Καρπός του έρωτά τους ήταν ο γιος τους Βασίλειος, ο οποίος από μικρός έδειξε με τα κατορθώματά του ότι θα γινόταν ένας εξαιρετικά ανδρείος άνδρας. Αλλά και η ενηλικίωσή του έκρυβε ανδραγαθίες για τις οποίες του απένειμε τιμές ο Βυζαντινός αυτοκράτορας. Στο έπος περιγράφεται το πως έκλεψε με τη θέλησή της τη (μετέπειτα) γυναίκα του και την παντρεύτηκε, αφού σκότωσε τους στρατιώτες που έστειλε ο πατέρας της στο κατόπι του, καθώς και τις μάχες του με ένα δράκο, ένα λιοντάρι, αλλά και τη βασίλισσα των αμαζόνων Μαξιμώ. Η ηρωική του πορεία ανακόπηκε από μία αρρώστια, η οποία τον οδήγησε στο θάνατο σε νεαρή ηλικία. Το έργο παρουσιάζεται με τη δημώδη ελληνική μεσαιωνική γλώσσα στην οποία και γράφτηκε και τη δραματουργική του επεξεργασία επιμελήθηκε η ίδια η σκηνοθέτις.
Η Σοφία Καραγιάννη σκηνοθέτησε την παράσταση, αφήνοντας το σκηνικό χώρο εντελώς γυμνό και επενδύοντας στην προσπάθεια η μαγεία και η δυναμική του έμμετρου λόγου να συνδυαστεί με μια συνεχή και έντονη κινητικότητα των ηθοποιών και μια διαρκή εναλλαγή ρόλων, εκφράσεων και προσωπείων. Λόγω της φύσης και της παλαιότητας της γλώσσας στην οποία γράφτηκε το αρχικό κείμενο, υπάρχουν άγνωστες λέξεις, αλλά η ενότητα και η συνέχεια του λόγου βοηθά το θεατή να τις ξεπεράσει άμεσα, να παρακολουθήσει ανεμπόδιστα τη ροή της ιστορίας χωρίς να χάσει το νόημά της και να πλάσει στο νου του, τις εικόνες που του μεταφέρουν η σκηνοθετική προσέγγιση δια μέσου των ηθοποιών. Αυτοί είναι σε μια διαρκή κίνηση, έντονη, επίπονη, κουραστική, χορογραφημένη χωρίς εκπτώσεις, έχοντας να στηρίξουν ένα δύσκολο κείμενο και να αναβιώσουν πολλούς και διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο ρυθμός είναι καταιγιστικός, σκηνικές βοήθειες και ανάσες δεν υπάρχουν και όμως νιώθεις να ταξιδεύεις αυθόρμητα σε ένα άλλο σύμπαν, όπου εκτυλίσσονται σκηνές ηρωικές, υπάρχει ρομάντζο (η σκηνή του μπαλκονιού είναι σεμιναριακού επιπέδου), προσωπικές ιστορίες και κορυφώσεις, αλλά και ανάσες χιούμορ. Και όλα αυτά στις σωστές δόσεις και με τη σωστή χημεία. Πάλη σώμα με σώμα, ήχοι πουλιών, το σφύριγμα του ανέμου, ο καλπασμός των αλόγων είναι όλα εκεί με φυσικό και ανεπιτήδευτο τρόπο. Την ίδια ισορροπία παρατηρείς και στις συνεργασίες των ηθοποιών. Κανένας ερμηνευτικός εγωισμός, καμία διάθεση αυτοπροβολής, αλλά δουλειά ομαδική και σκηνικές σχέσεις δεμένες και συμπαγείς. Τέλος, το ζωντανό σκάκι που παίζει ο Διγενής με το Χάρο είναι μία έξυπνη υπενθύμιση-συμβολισμός, ότι αν και κανείς μας δε γλυτώνει το θάνατο, αυτός έρχεται σα φυσικό επακόλουθο, όταν έχεις απολαύσει την προηγούμενη ζωή σου.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης είναι ο μόνος από την ερμηνευτική ομάδα που κρατά σταθερά το ρόλο του Διγενή Ακρίτη, χωρίς εναλλαγές προσώπων. Δυναμική εκφορά του λόγου, στιβαρή σκηνική παρουσία, ορμητική κίνηση και επιβλητικό βλέμμα χαρακτηρίζουν την ερμηνεία του, καταφέρνοντας να αποτυπώσει την ηρωική φύση του ρόλου χωρίς υπερβολές, χωρίς αχρείαστες φωνητικές ακροβασίες, υπενθυμίζοντας παράλληλα ότι ο ήρωας είχε συναισθήματα και ευαισθησίες και ότι ήταν γήινος και φθαρτός.
Ο Κωνσταντίνος Πασσάς έπαιξε αρκετούς χαρακτήρες του έπους και δεν μπόρεσα παρά να απολαύσω την άνεση και την ευελιξία με την οποία κινήθηκε μεταξύ αντρικών και γυναικείων χαρακτήρων, αλλά χωρίς μανιέρα ή κοινά σημεία ανάμεσά τους. Άλλαζε σε μία στιγμή τόνο φωνής, έκφραση προσώπου, αλλά και τη λεπτομέρεια της κίνησής του, το χιούμορ με τη δραματική κορύφωση, αποτελώντας ένα πραγματικό ερμηνευτικό "πολυεργαλείο".
Ο Αλέξανδρος Τούντας είχε παρόμοια αποστολή, δηλαδή να υποδυθεί πολλούς μικρότερους ρόλους και να αφηγηθεί τη σύντομη ιστορία τους. Μεταμορφώνεται με πειστικότητα τόσο σε έναν απόμακρο, απρόσωπο και άκαμπτα ευθυτενή Χάρο, όσο και σε μία γεμάτη ερωτικό και πολεμικό πάθος Μαξιμώ. Έχει πάθος, ένταση και σωστούς τονισμούς στο λόγο του, ενώ και η κίνησή του έχει πλαστικότητα και δείχνει σα φυσική συνέχεια του λόγου αυτού.
Την επιμέλεια της κίνησης, η οποία έμοιαζε δουλεμένη στη λεπτομέρεια, είχε η Μαργαρίτα Τρίκκα, κατάφερνοντας να εκμεταλλευτεί στο έπακρο το διαθέσιμο χώρο, αλλά και να τη συνδυάσει απόλυτα αρμονικά με το λόγο για τη δημιουργία εικόνων.
Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου ήταν ευρηματικοί και σωστά εστιασμένοι, δημιουργώντας εύστοχα το σκάκι στο πάτωμα, αλλά και μια γενικότερη ατμόσφαιρα που συνέβαλλε τα μέγιστα στη συνολική αισθητική της παράστασης.
Το ηχητικό τοπίο της Ρηνιώς Κυριαζή αποτέλεσε σημαντικό εργαλείο στην εναλλαγή των εικόνων της παράστασης, ενώ τα κοστούμια των Σοφίας Καραγιάννη και Βάσιας Μίχα, είχαν μια βουκολική πινελιά και μια μυρωδιά υπαίθρου.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Black Box του Θεάτρου 104, είδα τη σκηνική αναπαράσταση ενός μεσαιωνικού έπους, η οποία δε βασίστηκε σε μία μεγάλη παραγωγή και εντυπωσιακά σκηνικά, αλλά στο τρίπτυχο λόγος-κίνηση και ταλέντο των ηθοποιών. Το τρίπτυχο αυτό υποστηρίχθηκε από μία έξυπνη και ευρηματική σκηνοθετική προσέγγιση, που τόνισε και ανέδειξε τα απλά, αλλά θεμελιώδη και διαχρονικά μηνύματα του κειμένου και αξιοποίησε στο έπακρο τις ερμηνευτικές δυνατότητες των πρωταγωνιστών, αποδεικνύοντας ότι το καλό και ουσιαστικό θέατρο αν έχει μεράκι και όραμα, μπορεί να χωρέσει και σε ένα μικρό χώρο και να γίνει ακόμα και χωρίς σκηνικά.