ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΜΑΙ, ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τετάρτη, 05/04/2017 19:00
Την κωμωδία του Νομπελίστα (1997) Ντάριο Φο με τίτλο "Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω" διασκευάζει και σκηνοθετεί στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης της οδού Φρυνίχου ο Παντελής Δεντάκης.
Γραμμένο αρχικά το 1974, συμπληρώθηκε από τον ίδιο το συγγραφέα το 2010 με τα νέα οικονομικά δεδομένα της οικονομικής κρίσης στην Ιταλία και απέκτησε τον καινούργιο του τίτλο, Δεν Πληρώνομαι, Δεν Πληρώνω.
Δύο οικογένειες με έμβλημά τους την τιμιότητα προσπαθούν να επιβιώσουν στο Μιλάνο, κόντρα στις αρνητικές οικονομικές συγκυρίες. Στην πόλη ξεσπάει ανταρσία, κάποιες γυναίκες κάνουν πλιάτσικο σε σούπερ μάρκετ πληρώνοντας μόνο τα απολύτως απαραίτητα, οι εργάτες διακόπτουν τη ροή των τραίνων και τα παιδιά πετροβολούν τους αστυνομικούς. Στο σπίτι του Τζοβάνι και της Αντωνίας μαζεύονται ένας αναρχικός αστυνομικός, ένας γκαστρωμένος καραμπινιέρος και ένας φιλοσοφημένος γέρος με άνοια με αποτέλεσμα η ζωή όλων να αποκτήσει ένα άλλο, πιο ιδιαίτερο χρώμα. Μια πολιτική σάτιρα για μια οικονομική κρίση που απλώνει τα δίχτυα της και διαβρώνει και τις ηθικές αξίες μιας κοινωνίας παράλογης και απωθητικής. Η ανυπακοή είναι μια διέξοδος και ένα πολιτικό μανιφέστο για να βρεθεί λύση και υιοθετείται από τον απλό λαό που αντιμετωπίζει καθημερινά προβλήματα επιβίωσης για το αυτονόητο δικαίωμά του σε μια αξιοπρεπή ζωή.
Ο Παντελής Δεντάκης σκηνοθετεί την παράσταση με πυρήνα την οικονομική κρίση και το αξιακό σύστημα μιας χειμάζουσας κοινωνίας. Η θεματική του έργου ήταν και παραμένει απόλυτα επίκαιρη και κατανοητή στον απλό θεατή και έγινε προσπάθεια η παράσταση να έχει μια λαϊκή υπόσταση σε μια απλή και καθημερινή γλώσσα. Η προσπάθεια αυτή δεν είχε πάντα ευτυχή κατάληξη, καθώς η χρήση βωμολοχιών έδειχνε συχνά ξεκρέμαστη και εκτός κλίματος, μια άκαιρη προσπάθεια να εκβιαστεί το γέλιο ή το χαμόγελο του θεατή. Η ουσία του έργου βρίσκεται στη σάτιρα καταστάσεων, στο βιτριολικό πολιτικό της χιούμορ και στα μηνύματα που προσπαθεί να περάσει αφυπνίζοντας συνειδήσεις στην προσπάθεια των ηρώων να προσαρμοστούν στα νέα κοινωνικά δεδομένα. Το χτίσιμο αυτής της περιρρέουσας ατμόσφαιρας δεν έγινε εμφανές μέσα από τα ατυχή λογύδρια κάποιων χαρακτήρων που άγγιξαν την καρικατούρα και ένα πολιτικό μήνυμα που δεν είχε την απαραίτητη βάση και έκταση για να επικοινωνήσει με το μέσο θεατή. Η σκηνοθετική οπτική είχε πολλά στοιχεία πεπαλαιωμένης προσέγγισης και ο ρυθμός της παράστασης δεν είχε το απαιτούμενο γρήγορο τέμπο, τη σφιχτή δομή και την αβίαστη ροή που θα ήθελα. Διαπίστωσα ένα δισταγμό στην εξέλιξη των χαρακτήρων και μια αδυναμία συντονισμού τους στη σκηνή τόσο στο λόγο, όσο και στην κίνηση. Κι έτσι οι καλές στιγμές της παράστασης είχαν λίγο χώρο να αναδειχθούν και να γίνουν η "σημαία" της. Όσο για τις τραγικές σκηνές δεν είχαν καμία συμμετοχή στη δημιουργία συναισθήματος και έμοιαζαν μετέωρες στο έργο.
Η Κάτια Γέρου στο ρόλο της Αντωνίας είχε αρκετές καλές στιγμές στην προσπάθειά της να αναδείξει τον "επαναστατημένο" εαυτό της και την αφυπνισμένη της λαϊκή συνείδηση. Αλλά κινητικά έμοιαζε χωρίς καθοδήγηση και κάποιες ατάκες της ακούγονταν άνευ στόχου και ουσίας, οδηγώντας την σε αμήχανες σκηνές και έλλειψη σκηνικής χημείας με τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Η εμπειρία της τη βοήθησε ώστε να αποδώσει κάποιες σημαντικές πτυχές της ηρωίδας της, αλλά δεν απέφυγε κάποια σκαμπανεβάσματα.
Ο Γιώργος Μακρής υποδυόμενος τον Τζοβάνι, πάτησε σε μια επίπεδη ερμηνευτική μανιέρα και δεν τον ανέπτυξε επαρκώς και συντονισμένα με τη σκηνική του σύζυγο. Άτονη εκφορά του λόγου, στεγνωμένο χιούμορ και κουρασμένη σκηνική παρουσία συμπλήρωσαν μια εικόνα που δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της "ηθικής αφέλειας" του ήρωά του.
Η Ερατώ Πίσση ήταν η Μαργαρίτα, φίλη της Αντωνίας και βάσισε την ερμηνεία της στο συντονισμό με τη φίλη της, λεκτικό και κινητικό, αφού με αυτήν μοιράζεται το μεγαλύτερο μέρος της σκηνικής της παρουσίας. Με μια αφέλεια και μια γνησιότητα βγάζει έντονες τις θετικές πλευρές της ηρωίδας της και το μπουφόνικο χιούμορ της έχει μια εσωτερική παρόρμηση να το καθοδηγεί.
Ο Πέτρος Σπυρόπουλος ερμηνεύοντας το Λουίτζι προσπαθεί να αναδείξει και να συντονίσει τον ήρωά του με τους υπόλοιπους, αλλά δείχνει τις περισσότερες φορές σε ρηχά νερά και χωρίς εμφανή σκηνοθετική καθοδήγηση ως προς το σκηνικό του στήσιμο.
Τέλος, ο Χρήστος Μαλάκης παίζοντας τρεις διαφορετικούς μικρότερους ρόλους, δεν αποφεύγει σε αρκετές σκηνές την καρικατούρα και τις ευκολίες μιας άνευρης και ανούσιας διακωμώδησης των ηρώων που υποδύεται, μιμούμενος τηλεοπτικά στερεότυπα.
Το σκηνικό της Γεωργίας Μπούρδα δεν έχει καμία ιδιαίτερη πρωτοτυπία και φαντασία και ήδη από την πρώτη ματιά δείχνει σχετικά παλιακό και ξεπερασμένο. Το κρεβάτι νοσοκομείου που χρησιμοποιείται ήταν από τις ατυχείς στιγμές της παράστασης.
Τα κοστούμια της ίδιας έχουν κάποια λειτουργικότητα, υπενθυμίζοντας την υλική πενία των χαρακτήρων που ντύνουν, ενώ στους ρόλους του αστυνομικού και του καραμπινιέρου έχουν κάποιες πινελιές κιτς.
Οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου έκαναν τις σωστές εστιάσεις στους ήρωες και έπαιξαν δημιουργικά με τις σκιές.
Το ηχητικό περιβάλλον ήταν έμπνευση του Σταύρου Γιαννουλάδη και ήταν αρμονικά δεμένο με το λόγο.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης είδα μια παράσταση με μία κλασσική αλλά επίκαιρη προβληματική, η οποία όμως έμεινε κοντύτερα στην εποχή που πρωτογράφτηκε, παρά στο σήμερα. Η σκηνοθετική οπτική παλιά και χωρίς διάθεση να το φέρει πραγματικά στην άμεση επικαιρότητα, αναλώθηκε σε λεκτικά εφευρήματα που ήθελαν, αλλά δεν μπόρεσαν να περάσουν μηνύματα και να χτίσουν το αναγκαίο υπόβαθρο για να στηριχτεί μια σωστή πολιτική σάτιρα. Κι έτσι το όλο εγχείρημα έδειξε αποπροσανατολισμένο και ακαδημαϊκό, χωρίς να αγγίξει ουσιαστικά το θεατή.