ΔΑΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Κυριακή, 20/03/2016 19:20
Με τη μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία (1996) του Λαρς φον Τρίερ, ΔΑΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ, επέλεξε να αναμετρηθεί σκηνοθετικά στη σκηνή του ισογείου του Ρεξ, η Ρούλα Πατεράκη.
Η Μπες, μια ψυχικά διαταραγμένη κοπέλλα σε μια αυστηρή σκοτσέζικη καλβινιστική πόλη, ταράζει τα καθιερωμένα της, ερωτεύεται έναν ξένο και ζητά από τις θρησκευτικές αρχές να τον παντρευτεί. Όταν αυτός τραυματίζεται σοβαρά στο γεωτρύπανο όπου δουλεύει και μένει εντελώς παράλυτος, η Μπες του αφιερώνεται ψυχή τε και σώματι και προσπαθεί να κάνει πραγματικότητα όλες τις επιθυμίες του ώστε να τον ανακουφίσει από το φυσικό και ψυχικό πόνο. Ανάμεσα σε αυτές είναι και να πηγαίνει με άλλους άντρες για να ευχαριστιέται τον έρωτα, αφού ο ίδιος δε δύναται πλέον να της τον προσφέρει. Όπως σε όλες τις ακραίες καταστάσεις, ο έλεγχος χάνεται και η Μπες αντιμετωπίζεται από την κοινότητα σα μια κοινή πόρνη, ενώ ο Γιαν (ο άντρας της), συνεχίζει όλο και πιο πιεστικά τη γενικότερη χειραγώγηση της γυναίκας του. Ζητήματα ηθικά και φιλοσοφικά, όπως η πίστη, η αγάπη, η αφοσίωση, οι νόμοι και η ελεύθερη βούληση διερευνώνται στην παράσταση και μάλιστα είναι προφανές ότι επιδέχονται περισσότερων της μίας αναγνώσεων, πέραν του τυπικού μελό και συναισθηματικού πρώτου επιπέδου. Το κείμενο διατηρεί τα περισσότερα εννοιολογικά και περιγραφικά στοιχεία της ταινίας και δεν ξεφεύγει από αυτή.
Η Ρούλα Πατεράκη στο σκηνοθετικό της αυτό πόνημα, δηλώνει εξαρχής τις προθέσεις της, ότι την ενδιαφέρει το πειραματικό στοιχείο στο έργο και μια ρεαλιστική προσέγγιση της ιστορίας, θέλοντας να διερευνήσει την ψυχή και τα βαθύτερα κίνητρα των ηρώων της και να προσφέρει στο θεατή, πραγματικότητα. Εξωτερικές σκηνές είναι φυσικό να μην υπάρχουν και οι ηθοποιοί είναι, σχεδόν, όλοι παρόντες επί σκηνής σε όλη τη διάρκεια του έργου σε διαφορετικές θέσεις. Οι συχνές αλλαγές αυτών των θέσεων, είναι γεγονός ότι μετά την πρώτη μιάμιση ώρα, αρχίζουν να κουράζουν, όπως και κάποιοι διάλογοι, που ένιωσα να επαναλαμβάνουν προηγούμενα μοτίβα και να μην προσφέρουν στην εξέλιξη.
Οι σκηνές έχουν αλληλουχία, συνέχεια και κρύβουν μια υφέρπουσα αντισυμβατικότητα. Δεν παρουσιάζουν έντονη σκηνική δράση, αλλά εσωτερική, όπου οι κεντρικοί ήρωες προχωρούν βήμα το βήμα, αλληλεπιδρούν, αισθάνονται και νιώθουν τις συνέπειες των πράξεών τους.
Οι μικρές συνεντεύξεις με το Λαρς φορ Τρίερ της σκηνοθέτιδας, στη ροή του έργου, είχαν μια χιουμοριστική χροιά και τις θεώρησα απόπειρα να απαλύνει τη βαριά και καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Αλλά θα μπορούσαν να λείπουν κιόλας συντομεύοντας την τρίωρη διάρκεια της παράστασης. Επίσης η περιφορά δύο ηθοποιών γυμνών στη σκηνή, καθόλη τη διάρκεια της παράστασης, δεν κατάλαβα ποιο βαθύτερο ένστικτο εξυπηρέτησε.
Γενικότερα, η κυρία Πατεράκη, δεν ωραιοποίησε τίποτα, ίσα ίσα που επέμεινε σε ένα στυγνό ρεαλισμό, επέμεινε να απαιτεί εσωτερικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς της, απέβαλλε το μεγαλύτερο μέρος του συναισθηματισμού από το έργο και αντιπαρέβαλλε σε αυτόν αλήθειες τόσο λεκτικές, όσο και σκηνικές. Η παράσταση έχει ροή, ισορροπία και δυναμική, οι οποίες κρατούν το ενδιαφέρον του θεατή σχεδόν αμείωτο και τον εισάγουν σε ένα μικρό μέρος της φιλοσοφίας των ηρώων της.
Η Ιωάννα Τσιριγκούλη, ήταν η Μπες και στάθηκε σχεδόν ιδανική στην ερμηνεία ενός πολυσύνθετου χαρακτήρα. Ελέγχοντας πλήρως τις σκηνικές της αντιδράσεις, συνόδεψε το λόγο με μια αλαφροΐσκιωτη κίνηση, με την ασθένειά της να μην αφήνει να γίνει τροχοπέδη στην ερμηνεία της. Υπήρχαν στιγμές που μου ήταν δύσκολο να διακρίνω, αν παρακολουθούσα μια ερμηνεία ή απλά μια πραγματικότητα που συνέβαινε ζωντανά. Έχοντας κατανοήσει πλήρως τις απαιτήσεις του χαρακτήρα, τον άφησε να μπει μέσα της και τον κατεύθυνε μετρημένα, ωμά και ολοκληρωμένα προς το σκηνοθετικό όραμα του έργου.
Ο Άκης Σακελλαρίου στο ρόλο του Γιαν, στάθηκε δίπλα στην Μπες, προσπαθώντας να αποδείξει ότι είναι αυτό που ζητούσε στη ζωή της η κοπέλα. Καθοδηγητικός και υπερκινητικός στην αρχή, καταθλιπτικά καταπιεσμένος και εξαντλητικά αγχωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, αποτέλεσε ένα είδος alter ego της Μπες στην αρχή, αλλά μετά οι προθέσεις του και ο λόγος του σκοτείνιασαν. Αυτά που ζητά από τη γυναίκα του είναι αμφίσημα και ποτέ δε δείχνει να ξεκαθαρίζει το τοπίο, ακόμα και όταν η κατάστασή του βελτιώνεται. Είναι εξαιρετική η συνεργασία τους τόσο λεκτικά, όσο και κινητικά, αλλά και αισθητικά.
Η Παρθενόπη Μπουζούρη στην αινιγματική και παράξενη Ντόντο, εμποτίζει την ηρωίδα της με πάθος, εσωτερική ένταση και δύναμη και δείχνει να έχει κατασταλαγμένες απόψεις. Δεν εξωτερικεύει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, αλλά διοχετεύει την ενέργειά τους στο έμπρακτο ενδιαφέρον της για την Μπες και την "περιορισμένη" αντιπαράθεσή της με τα ειωθότα της κοινότητας. Μου έδωσε την έντονη αίσθηση της "εργάτριας" του ρόλου της, προσαρμόζοντάς τον σχεδόν απόλυτα στις ερμηνευτικές της δυνατότητες.
Ο Γιώργος Παπαπαύλου υποδύεται το δόκτορα Ρίτσαρντσον και ενώ στο πρώτο μέρος περιφέρεται ασκόπως στη σκηνή, στο δεύτερο αναλαμβάνει πιο ενεργό ρόλο. Δεν αποφεύγει τις υπερβολές τόσο στην ένταση της φωνής και την αληθοφάνεια των λόγων του, όσο και στην κίνησή του και δεν πείθει ότι εμβάθυνε στο ρόλο του και τον κατανόησε επαρκώς.
Ο Γιάννης Βογιατζής, σα γηραιότερος της θρησκευτικής επιτροπής της κοινότητας, εμπνέει και μόνο με την παρουσία του το σεβασμό και τη διάθεση υποταγής. Δείχνει πειστικά κολλημένος στον "ορθό λόγο" και τις παραδόσεις, αποτελώντας ένα αντιπροσωπευτικό tableaux vivant ενός υπερσυντηρητικού ιερωμένου.
Η Ευανθία Κουρμούλη παίζει τη Σίμπυλα, μια γυναίκα με απροσδιόριστες προθέσεις, φίλη της Μπες, η οποία παρατηρεί και καταγράφει γεγονότα, χωρίς όμως να ουσιαστικά να συμμετέχει σε αυτά, έχοντας στο λόγο της ένα τόνο αποστασιοποίησης και κατά κάποιον τρόπο αδιάφορης προσέγγισης στα παθήματα της Μπες. Δεν την ένιωσα να μπαίνει στο πετσί του χαρακτήρα.
Η Ρούλα Πατεράκη στο ρόλο της σκηνοθέτιδας και της οικοδέσποινας, στις σύντομες συνεντεύξεις του φον Τρίερ, κάνει ένα τυπικό και για μένα αχρείαστο πέρασμα στη σκηνή.
Η Τασία Σοφιανίδου υποδύεται τη μητέρα της Μπες, τη Στέλλα και δείχνει να αποτελεί μια μετενσάρκωση θεούσας και υπερσυντηρητικής μητέρας. Κρύβει επιμελώς τα συναισθήματά της κάτω από τις επιταγές της θρησκείας, ευρισκόμενη στον αντίποδα της Μπες.
Ο θίασος, πολυπληθής, συμπληρώνεται από το Γιώργο Ζιόβα (ενός Γουίλλιαμ που δείχνει να θέλει αλλά να μην μπορεί να παρέμβει στη ζωή της Μπες), το Νίκο Μαυράκη (Τέρρυ, ο φίλος του Γιαν), το Μελέτη Γεωργιάδη (μέλος του θρησκευτικού κονκλάβιου και τυχαίου εραστή της Μπες), τον Ανδρέα Αντωνιάδη, το Σπύρο Τσεκούρα και τον Κώστα Κοράκη (πρεσβύτεροι και γιατροί) και τους περιφερόμενους γυμνούς (εν είδει πρωτόπλαστων) Βασιλική Αντώναρου και Κωνσταντίνο Παναγιωτάκη.
Τα σκηνικά του Άγγελου Μέντη πιστά στη φιλοσοφία του ρεαλισμού, χωρίς ωραιοποιήσεις και "πλούτο" υπερπαραγωγής, αλλά με την αισθητική του άγουρου φρούτου, συμπληρώνει τις προθέσεις της σκηνοθέτιδος. Τα κοστούμια του ίδιου λιτά και μίνιμαλ δεν έχουν τίποτε το εξεζητημένο, παρά τα απολύτως απαραίτητα μιας αυστηρής και συντηρητικής γραμμής. Οι φωτισμοί του Γιάννη Δρακουλαράκου σε διαρκή κινητικότητα φωτίζουν με υπόγεια ένταση τους χαρακτήρες και θαρρείς τους απογυμνώνουν.
Η μουσική της ταινίας αποτελεί τη βάση και του θεατρικού soundtrack στο έργο, ενώ τη συμπληρωματική ηχητική σύνθεση επιμελήθηκε ο Γιώργος Πούλιος.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Ρεξ, η κυρία Πατεράκη έστησε μια διάφανη, σαφή και συμπαγή παράσταση. Υπερασπίστηκε την οπτική της στο κείμενο και σκηνοθέτησε μια παράσταση ανθρωποκεντρική, αλλά άκρως ρεαλιστική. Δε διστάζει να χρησιμοποιήσει τις εμμονές της για την προώθηση των στόχων της και να δώσει μία εξαντλητικής λεπτομέρειας τοιχογραφία μιας κλειστής και απροσπέλαστης κοινωνίας. Υποστηρίζεται από ένα θίασο προσεκτικά επιλεγμένο, καλοκουρδισμένο, δουλεμένο και αρραγή και φτάνει σε ένα τελικό απελευθερωτικό φινάλε και μια διεστραμμένη γοητεία της οπτικής της, πετυχαίνοντας σχεδόν απόλυτα στον προγραμματισμό της.