CAMILLE CLAUDEL MUDNESS - ΚΡΙΤΙΚΗ

CAMILLE CLAUDEL MUDNESS - ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

Το έργο του Γιάννη Λασπιά "Camille Claudel Mudness" σκηνοθετεί στο Θέατρο Τόπος Αλλού ο Πάνος Κούγιας. Γραμμένο το 2013, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο την ίδια χρονιά και τώρα βρίσκεται στον τέταρτο κύκλο παραστάσεων και με την ανανεωμένη διανομή του παίζεται για δεύτερη χρονιά.
Με αφορμή μια υποθετική συνάντηση δύο μεγάλων κυριών, της γνωστής γλύπτριας Camille Claudel και της λιγότερο γνωστής ψυχιάτρου Constance Pascal, στο δωμάτιο μιας πτέρυγας ψυχιατρικής κλινικής που μοιάζει με εγκαταλελειμένη γκαλερί, ξετυλίγεται το κουβάρι των προσωπικών αναμνήσεων και απωθημένων της καθεμίας. Και οι δύο κορυφαίες και πρωτοπόροι στον τομέα τους, σε μία εποχή που η χειραφέτηση της γυναίκας ήταν μια πολύ δύσκολη υπόθεση, δε συναντήθηκαν ποτέ στην πραγματικότητα, παρότι δραστηριοποιούνταν στην ίδια πόλη, την ίδια εποχή. Η γλύπτρια εισάγεται στην ψυχιατρική κλινική Βιλ Εβράρ μετά από πίεση της οικογένειάς της, ύστερα από ένα έντονο ψυχωσικό επεισόδιο και η γιατρός αναλαμβάνει να την κουράρει. Ξεκινά έτσι μια σειρά συναντήσεων όπου μέσα από τη σχέση γιατρού-ασθενούς ξεπηδούν επεισόδια της αντισυμβατικής ζωής τους, της καταπίεσης που υπέστησαν, αλλά και οι φοβίες, οι ανασφάλειες και τα ψυχολογικά τους αδιέξοδα. Ένα καλογραμμένο, σύγχρονο κείμενο που διερευνά τη διαφορετικότητα, την ελεύθερη επιλογή και την ψυχολογική και λεκτική βία που μπορεί να ασκηθεί στους πιο ευαίσθητους ή ευάλωτους.

Ο Πάνος Κούγιας σκηνοθετεί την παράσταση, συνδυάζοντας μια διαλογική σχέση μεταξύ των δύο γυναικών, με δραματικές εξάρσεις σύντομων μονολόγων οι οποίοι καταβυθίζονται στο βαθύτερο ψυχολογικό σύμπαν των ηρωίδων. Βασισμένες στη σχέση γιατρού-ασθενούς οι αλληλεπιδραστικές στιχομυθίες των δύο γυναικών δίνουν την αφορμή για μία παράλληλη ανάδειξη των κοινών σημείων της πορείας τους, αλλά και των γενεσιουργών αιτίων των φόβων και των αδιεξόδων τους. Η τέχνη συνομιλεί με την ιατρική σε ένα γόνιμο διάλογο αναψηλάφησης των απογοητεύσεων, των παθών, των άτυχων ερώτων. Ανάμεσά τους παρεμβάλλονται μονόλογοι της καθεμίας, όπου τα σημαντικά πρόσωπα και γεγονότα του παρελθόντος ζωντανεύουν στο παρόν, αποτυπώνοντας τα εμπόδια και τις δυσκολίες που συνάντησαν στη μέχρι εδώ πορεία τους και του ψυχολογικού ίχνους που αυτές άφησαν. Οι εντάσεις και οι μικρές προσωπικές κορυφώσεις ή και εκρήξεις ακολουθούνται από σκηνές πιο χαμηλότονες, εσωτερικής ενδοσκόπησης των ηρωίδων. Με το λόγο συνυπάρχει η μουσική, που παίζεται ζωντανά με πιάνο στη σκηνή. Σε αρκετές στιγμές αυτή αποτελεί μια απαραίτητη ανάσα σύνδεσης με την επόμενη σκηνή, αλλά σε άλλες μπερδεύεται με το λόγο, αφαιρεί από την ένταση και τη δυναμική του, λειτουργώντας τοιουτοτρόπως αρνητικά ως προς επιδραστικότητά του στο θεατή. Η σκηνική δράση πίσω από τα ιατρικού τύπου χωρίσματα και οι προβολές video έργων της Claudel δεν είχαν πάντα θετική επίδραση στην οικονομία του έργου. Ο ρυθμός της παράστασης δεν είχε κοιλιές και η εξέλιξη της ιστορίας δεν έχασε ποτέ το ενδιαφέρον της. Οι χαμηλοί φωτισμοί δημιούργησαν μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που ενίσχυσε την ένταση των εξομολογήσεων των δύο ηρωίδων.

Η Μάνια Παπαδημητρίου αναλαμβάνει το ρόλο της Camille Claudel. Δημιουργεί μία εύθραυστη και ευάλωτη γυναίκα, που οι σκέψεις και οι πράξεις της ακροβατούν μεταξύ συναισθήματος, τέχνης και ψύχωσης. Άλλοτε γλυκιά και σαγηνευτική και άλλοτε σα μαινάδα, αποτυπώνει επιτυχημένα το μπερδεμένο και συχνά χαοτικό ψυχολογικό της σύμπαν και τη βαθιά καταπιεσμένη γυναικεία της φύση. Ο λόγος της συχνά παραληρηματικός, η κίνησή της στα όρια της νεύρωσης (ίσως και με μια μικρή υπερβολή) είναι μια αντιπροσωπευτική ευφυΐα στις παρυφές της παράνοιας.
Η Αγγελική Καρυστινού υποδύεται την Constance Pascal, μια πρωτοπόρο γιατρό της εποχής της. Ο λόγος της έχει ένα τόνο κύρους και σιγουριάς, ενώ η κίνησή της κρύβει αποφασιστικότητα και αυτοκυριαρχία. Οι μονόλογοί της όμως αποκαλύπτουν την άλλη της πλευρά, με όλη την ψυχολογική καταπίεση που υπέστη για να φτάσει στις δάφνες του παρόντος και η οποία αποτυπώνεται ανάγλυφα στην αγωνία της έκφρασής της. Η ερμηνεία της έχει φυσικότητα και ρεαλισμό με έναν λανθάνοντα συναισθηματισμό.
Η σκηνική χημεία των δύο είναι πολύ καλή, αναδεικνύοντας τις ομοιότητες της προσωπικής τους πορείας, αλλά και τις αντιθέσεις του χαρακτήρα τους.
Μαζί τους στη σκηνή ερμηνεύει ζωντανά στο πιάνο τη μουσική της παράστασης η Μαρίνα Χρονοπούλου.

Το σκηνικό χώρο επιμελήθηκαν οι Τζίνα Ηλιοπούλου και Λίνα Σταυροπούλου, τον οποίο ένιωσα κάποιες φορές να υπονομεύει την κινητικότητα των ηθοποιών, ενώ και ο συμβολισμός κάποιων σκηνικών ευρημάτων δεν ήταν πάντα ξεκάθαρος.
Τα κοστούμια των ίδιων είχαν άρωμα και ατμόσφαιρα εποχής και εξαιρετική αισθητική χωρίς να προκαλούν.
Η μουσική της Μαρίνας Χρονοπούλου, άλλοτε συνεργαζόταν αρμονικά με τις σιωπές και άλλοτε αφαιρούσε δραματικές εντάσεις από το λόγο.
Τα video ήταν της Βάσως Μιχαλοπούλου.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Τόπος Αλλού είδα ένα ευφάνταστο κείμενο που με αφορμή μία υποθετική συνάντηση δύο επιφανών γυναικών με σχέση γιατρού-ασθενή, ασχολήθηκε με τη διαφορετικότητα, την ελευθερία των επιλογών και τις καταστροφικές συνέπειες της καταπίεσης. Η σκηνοθετική οπτική είχε ρυθμό, ατμόσφαιρα και σαφήνεια στις προθέσεις της, φώτισε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ηρωίδων και ανέδειξε την προβληματική του έργου. Η μουσική κάποιες φορές υπερκάλυψε τη δυναμική του λόγου και αποσυντόνισε το εκλυόμενο συναίσθημα, ενώ οι ερμηνείες ήταν σε υψηλό επίπεδο και είχαν πολύ καλή σκηνική συνεργασία.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.