BU21 - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 12/03/2018 17:44
Το έργο του Stuart Slade με τίτλο "BU21" σκηνοθετεί στο Θέατρο 104 ο Θοδωρής Βουρνάς. Έκανε πρεμιέρα στο Λονδίνο το Μάρτιο του 2016 (Theatre 503) και μεταφέρθηκε στα Trafalgar Studios τον Ιανουάριο του 2017. Ένας πύραυλος χτυπά μια επιβατική πτήση και μετά την έκρηξη που ακολουθεί, το αεροπλάνο πέφτει σε ένα κεντρικό δρόμο του Λονδίνου.
Το έργο ορμώμενο από αυτή την τρομοκρατική επίθεση, μας περιγράφει τις εμπειρίες έξι διαφορετικών ανθρώπων και του τρόπου που βίωσε ο καθένας από αυτούς το γεγονός. Συμμετέχοντας όλοι σε μία άτυπη ομάδα υποστήριξης, ξαναζούν το περιστατικό, ανακαλούν τις αναμνήσεις τους και τη συναισθηματική και ψυχολογική ένταση και σύγχυση στην οποία βρέθηκαν. Θυμούνται το φόβο, τον πόνο, την αδυναμία τους να βοηθήσουν ουσιαστικά, δοκιμάζουν τα όρια των αδυναμιών και των προκαταλήψεών τους, συνειδητοποιούν το χρόνο επούλωσης των τραυμάτων τους, αλλά και τη θέλησή τους για ζωή. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας, έχουν διαφορετικές καταβολές, ο καθένας το δικό του παρελθόν και παρόν, αλλά περνούν ώρες μαζί, γνωρίζονται, συνδέονται, διαφωνούν, συχνά συγκρούονται και αξιολογούν ο ένας τον άλλο. Μέσα από τις διαφορετικές οπτικές το έργο επιχειρεί να προβληματίσει το θεατή και να τον βάλει στη διαδικασία του να συλλογιστεί πως θα αντιδρούσε ο ίδιος αν κάτι τέτοιο συνέβαινε στον ίδιο, πως θα το διαχειριζόταν και τι επιπτώσεις θα είχε στη μετέπειτα ζωή του. Γιατί, αναπόφευκτα, η ζωή έχει συνέχεια και οι αναμνήσεις μας γίνονται τα όπλα και τα ψυχολογικά εφόδια που χρειαζόμαστε για να την αντιμετωπίσουμε. Η μετάφραση ήταν της Λυδίας Τριγώνη και δεν είχε κενά, είχε συνέχεια και ροή, αλλά δεν απέφυγε κάποιες λεκτικές παγίδες που δεν αποδόθηκαν σωστά στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Ο Θοδωρής Βουρνάς σκηνοθετεί την παράσταση υπό μορφή σύντομων ή λίγο μεγαλύτερων μονολόγων που όλοι κινούνται στο προσωπικό υπόβαθρο του κάθε ήρωα, περιγράφουν τα γεγονότα και πως βίωσε ο καθένας εκείνες τις δραματικές στιγμές και δίνουν τις προεκτάσεις που αυτά είχαν στη ζωή τους. Οι ιστορίες, αν και προφανώς με τραγικό περιεχόμενο, διανθίζονται με "ανάσες" μαύρου χιούμορ ή σαρκασμού που δίνουν έμφαση και ένταση στις ευαίσθητες ψυχολογικές αποχρώσεις κάθε χαρακτήρα. Η διακριτότητα του καθενός είναι πάντα παρούσα, σαφής και οικοδομημένη υπομονετικά, χωρίς κανένας να διολισθαίνει στην καρικατούρα, ή να χάνει την ιδιαιτερότητα των χαρακτηριστικών του. Ο λόγος έχει ένταση, χρώμα, παλμό, αλλά χωρίς να μένει απλά μετέωρος στη σκηνή. Προσωποποιείται και μέσω της αμεσότητας των ηθοποιών, διοχετεύεται στην πλατεία, κινητοποιώντας τα αισθητήρια της σκέψης και του δημιουργικού προβληματισμού του θεατή. Η σκηνοθεσία στοχεύει όχι στην κριτική ανθρώπων και καταστάσεων, αλλά στην ευαισθητοποίηση και τη συνειδητοποίηση μιας φθαρτής και σύντομης πραγματικότητας. Ο ρυθμός είχε κάποια μικρά σκαμπανεβάσματα στην έντασή του, αλλά διατήρησε αμείωτο ενδιαφέρον ως προς τη ροή των προσωπικών ιστοριών. Η ατμόσφαιρα είναι κλειστοφοβική και δημιουργεί ψυχολογικά άγχη στους ήρωες, χωρίς όμως να τα αναπτύσσει και να τα εξελίσσει πολυδιάστατα. Η δραματικότητα των περιγραφόμενων καταστάσεων θα επίτασσε συναισθηματικές κορυφώσεις, αλλά αυτές, αν και παρούσες, δεν είναι πάντα οι αναμενόμενες και δεν αφήνουν βαθύ αποτύπωμα στην ψυχοσύνθεση του θεατή. Εκμεταλλεύεται όμως άριστα την ελάχιστη απόσταση μεταξύ ηθοποιών και κοινού, προσθέτοντας αμεσότητα στις ερμηνείες.
Ο Ευθύμης Γεωργόπουλος στο ρόλο του Άλεξ, είναι ένας φαλλοκράτης, αριβίστας τραπεζίτης. Κινείται με άνεση στα όρια του λεκτικού κυνισμού και του σκηνικού ναρκισσισμού, καταφέρνοντας να γίνει αυθεντικά και έντονα αντιπαθής. Η ερμηνεία του δε στερείται συναισθήματος, αλλά σου δίνει την εντύπωση ότι αυτό δε φτάνει πολύ κάτω από την επιφάνεια, δείχνοντας να έχει κατανοήσει πλήρως τις απαιτήσεις του ρόλου του.
Η Λία Τσάνα ερμηνεύει τη Σήλια, μια κοπέλα που παρά το γεγονός ότι έχασε τη μητέρα της στη συντριβή του αεροσκάφους, ασχολείται με παράδοξες διαδικαστικές λεπτομέρειες. Δείχνει να ζει σε ένα δικό της ρηχό κόσμο, να μην έχει πραγματική επικοινωνία με τους υπόλοιπους, βιώνοντας μια κατάσταση συνειδησιακής αναισθησίας στην οποία παραμένει με συνέπεια και αμεσότητα, έχοντας μια πολύ καλή παρουσία.
Ο Βαγγέλης Σαλευρής υποδύεται τον Κλάιβ, ένα μουσουλμάνο που έχασε τον πατέρα του στο τρομοκρατικό χτύπημα. Αφοπλιστικά ανώριμος, συχνά στα όρια της αφέλειας, δείχνει να βιώνει μια γενικότερη κρίση αυτοπροσδιορισμού. Με αυθεντικότητα, αλλά και την απαιτούμενη ένταση ζει και τη συναισθηματική του εμπλοκή με τη Φλόρενς.
Η Χριστίνα Γαρμπή είναι η Φλόρενς, η οποία έζησε το θάνατο του πατέρα του Κλάιβ, σχεδόν στην αγκαλιά της. Χρησιμοποιεί το χιούμορ για να κρύψει τη συναισθηματική και ψυχολογική της σύγχυση. Με λόγο εκδηλωτικό και πληθωρικό, αλλά κίνηση μελετημένα γειωμένη και λιτή, αποτυπώνει εύστοχα τις ψυχολογικές εναλλαγές του ρόλου της.
Η Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου παίζει την Άννα, μια Ρουμάνα που έμεινε 9 εβδομάδες σοβαρά τραυματισμένη. Αν και ιδιαίτερα εκφραστική τόσο με το πρόσωπό της αλλά και το γενικότερο στήσιμο του σώματός της, είχε κάποιες ελάχιστες στιγμές, όπου δεν περνούσε στην πλατεία ο συναισθηματικός χείμαρρος που την κατέκλυζε.
Τέλος, ο Μανώλης Κλωνάρης ως Γκράχαμ είναι υποδειγματικός στο ρόλο ενός ήρωα που εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τις περιστάσεις για να γίνει πρόσωπο της επικαιρότητας. Σοβαρός, τραχύς, ακατέργαστος κάποιες στιγμές, είναι απόλυτα πειστικός στην προσωποποίηση ενός κατεξοχήν συγκυριακού ήρωα.
Το σκηνικό της Κασσιανής Λεοντιάδου με παλιές οθόνες τηλεοράσεων που παίζουν ποδοσφαιρικούς αγώνες και ειδήσεις, αλλά ταυτόχρονα μετατρέπονται και σε καθίσματα για τους ηθοποιούς και ποικιλόμορφα σκηνικά αντικείμενα είναι λειτουργικό και εύκολα προσαρμόσιμο στο δοθέντα χώρο.
Η κινησιολογική προσέγγιση της Ντέπυς Γοργογιάννη, λειτούργησε σαν κάτοπτρο της ψυχολογίας των ηρώων και ήταν μεθοδική και προσεγμένη στη λεπτομέρεια.
Ο σχεδιασμός ήχου και φωτισμών έγινε από τους Κασσιανή Λεοντιάδου, Σπύρο Δουκέρη και Λήδα Γρηγοριάδη και πρόσθεσε ατμοσφαιρικότητα και ένταση σε κρίσιμες στιγμές των μονολόγων.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου 104, είδα μια παράσταση ενός σύγχρονου έργου που μας φέρνει μπροστά σε κάποιους ιδιαίτερους φόβους μας, σε σχέση με την τρομοκρατία και ένα πιθανό απρόσμενο ατύχημα. Η σκηνοθεσία αναδεικνύει κάποιες λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις των ηρώων, δίνει αφορμή στο θεατή για σκέψη και προβληματισμό, αν και θα μπορούσε να είναι ακόμα πιο διεισδυτική και αιχμηρή. Οι ερμηνείες στην πλειονότητά τους είναι πλήρεις, αυθεντικές, δυναμικές, με τους ηθοποιούς να λειτουργούν σωστά τόσο ατομικά, όσο και ομαδικά με καλή σκηνική χημεία μεταξύ τους.