BLINK | ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τετάρτη, 15/01/2020 14:10
«Πρέπει να έχει κανείς έναν έρωτα, έναν μεγάλο έρωτα, για να του εξασφαλίζει άλλοθι στις αδικαιολόγητες απελπισίες που κυριεύουν όλους μας», είχε πει ο σπουδαίος Γάλλος φιλόσοφος, Αλμπέρ Καμύ, και με όχημα αυτή τη φράση θα αναφερθούμε σε μια παράσταση, που πραγματεύεται την έννοια του έρωτα με τις προεκτάσεις που αυτός μπορεί να έχει, αλλά και τις μεταστροφές και τα απρόοπτα που συνήθως επιφυλάσσει.
Το BLINK του Φιλ Πόρτερ, στο Faust σε μετάφραση της Χριστίνας Μπάμπου – Πάγκουρελη, είναι μια τρυφερή, ευαίσθητη και μοντέρνα παράσταση με έντονα κωμικά στοιχεία, που επιχειρεί να φέρει στο προσκήνιο αγκυλώσεις, περιορισμούς, φοβίες και στερεότυπα που πολλές φορές δεν επιτρέπουν σε ένα ζευγάρι να ξετυλίξει στο έπακρο όλη τη δυναμική της σχέσης του, καθιστώντας την καθηλωμένη, στο περιθώριο μιας συμβατικής συνθήκης.
Η ιστορία διαδραματίζεται στο Λονδίνο, ανάμεσα σε δύο νέους, τη Σόφι (Παναγιώτα Βιτετζάκη) και τον Τζόνα (Θάνος Λέκκας), που παλεύουν να βρουν τα πατήματά τους και να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή – βλέποντας σειρές, κάνοντας γυμναστική – μακριά από τις τραυματικές οικογενειακές αναμνήσεις του παρελθόντος. Θέλει να πλησιάσει ο ένας τον άλλον, αλλά διστάζουν να κάνουν το πρώτο βήμα, ίσως επειδή δεν ξέρουν πως γίνεται ή ανησυχούν πως θα πληγωθούν, ίσως πάλι επειδή το σκέφτονται πολύ, υπολογίζοντας καλά κάθε τους κίνηση, κάθε λέξη που θα εκφέρουν, με αποτέλεσμα να παγιδεύονται μέσα σε έναν φαύλο κύκλο εσωστρέφειας και αυτοαναφορικότητας.
Σταδιακά θα έρθουν πιο κοντά μέσα από μια κάμερα – οθόνη ενδοεπικοινωνίας, ένας ομολογουμένως παράξενος τρόπος προσέγγισης, που αντανακλά όμως, μια ζοφερή υπαρκτή πραγματικότητα, που σχετίζεται με την αλλοτρίωση των σύγχρονων σχέσεων από την υπέρμετρη χρήση των social media και την αποφυγή της προσωπικής επαφής. Το ατύχημα της Σόφι θα αμβλύνει την απόσταση μεταξύ τους και θα τους φέρει, θέλοντας και μη, πιο κοντά. Θα αισθανθεί ο ένας την ανάσα του άλλου, θα μιλήσουν πρόσωπο με πρόσωπο, θα συνειδητοποιήσουν πως ουσιαστικά επιζητούν και οι δύο, το ίδιο πράγμα: να μοιραστούν με κάποιον τη ζωή τους και να πάψουν να είναι μόνοι τους.
Η πλήρης αποκατάσταση της υγείας της Σόφι, αντί να τους απελευθερώσει ακόμα περισσότερο και να δημιουργήσει μεγαλύτερη οικειότητα και ασφάλεια μεταξύ τους, επαναφέρει στο προσκήνιο την απόσταση που υπήρχε προηγουμένως, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά το ευμετάβλητο των ανθρώπινων σχέσεων.
Άλλωστε, δύο νέοι άνθρωποι σήμερα δεν αρκεί μόνο να αγαπιούνται για να μπορέσουν να δομήσουν μια ισορροπημένη σχέση, αλλά θα πρέπει να είναι διατεθειμένοι αφενός να κάνουν συμβιβασμούς και αφετέρου να διατηρήσουν κάποια στοιχεία του χαρακτήρα τους αλώβητα από την χαοτική και ταυτόχρονα περιοριστική καθημερινότητα των σύγχρονων μεγαλουπόλεων.
Το σημαντικότερο πλεονέκτημα της παράστασης είναι πως καταφέρνει να σε βυθίσει στη δίνη των εξελίξεων με την λυρικότητα της γλώσσας που χρησιμοποιείται από τους ηθοποιούς – μια γλώσσα έντονα περιγραφική, που μεταπλάθει τις λέξεις σε συναισθήματα. Κάπως έτσι φτάνουμε να ακολουθούμε βήμα βήμα την κορύφωση μιας σχέσης, που μερικές φορές χαρακτηρίζεται από γραμμικότητα και άλλες από αναπάντεχες ανατροπές. Συλλογιζόμαστε την ατομική ευθύνη που βαραίνει τους δύο νέους, για την τροπή που παίρνουν τα πράγματα, ανατρέχουμε σε δικές μας παρελθοντικές εμπειρίες και αναρωτιόμαστε αν ένα διαφορετικό κοινωνικό πλαίσιο θα μπορούσε να συμβάλει περισσότερο στην ύπαρξη πιο ολοκληρωμένων σχέσεων ή αν ο έρωτας είναι, στην τελική, καταδικασμένος εκ τη γενέσει του σε παλινδρομήσεις και εσωτερικές ταλαντεύσεις.
Η Παναγιώτα Βιτετζάκη καταφέρνει να συνδυάσει αριστοτεχνικά την αθωότητα ενός νεαρού κοριτσιού που εξερευνεί τον κόσμο προσπαθώντας να αφουγκραστεί τα βαθύτερα θέλω και τις επιθυμίες της, με την εμπειρία μιας ώριμης γυναίκας που κινείται με αποφασιστικότητα, ευελιξία και προσαρμοστικότητα στις συνθήκες που διαμορφώνονται κάθε φορά. Αναπαριστά με υποκριτική αρτιότητα ένα κορίτσι μπερδεμένο, που αναζητά να σχηματίσει μια διακριτή ταυτότητα μέσα σε έναν κόσμο πρωτόφαντης ομοιομορφίας.
Ο Θάνος Λέκκας μεταφέρει με πειστικότητα και παραστατικότητα τον ψυχικό κόσμο του χαρακτήρα που ενσαρκώνει στη σκηνή, χρησιμοποιώντας λεπτές κινήσεις και φωνή που αλλάζει ύφος και ηχοχρώματα ανάλογα με την περίσταση. Δεν υπερβάλλει, δεν κάνει ανούσιες ή παράλογες συναισθηματικές εξάρσεις, αναπαριστώντας κάτι που δεν είναι. Δωρικός, προσγειωμένος και απόλυτα προσηλωμένος στον ρόλο του.
Η σκηνοθεσία του Τάσου Πυργιέρη, με τη βοήθεια της Μικαέλας Ζώτου και της Σοφίας Καστρησίου, είναι άκρως ευρηματική, αφού καταφέρνει με λιτό και απέριττο τρόπο να ξετυλίξει πάνω σε ένα μινιμαλιστικό σκηνικό περιβάλλον έναν ολόκληρο κόσμο. Παράλληλα, εφευρίσκει συνεχώς τεχνάσματα που μετατρέπουν τη φαντασία μας σε έμμεσο, αφανή πρωταγωνιστή της παράστασης, τροφοδοτώντας την κάθε φορά με καινούργια ερεθίσματα και πρωτότυπα δραματουργικά εργαλεία.
Τα κουστούμια της Αλεξίας Θεοδωράκη και οι φωτισμοί της Μαριέττας Παυλάκη λειτουργούν πλήρως υποστηρικτικά προς τους ηθοποιούς, χωρίς να κουράζουν το μάτι ή να αποσπούν την προσοχή από την πλοκή.
Εξαιρετικά καλοδουλεμένες είναι οι κινήσεις που σχεδίασε ο Βασίλης Σκαρμούτσος, ενώ η μουσική του Δημήτρη Μαραμή καταφέρνει επιτυχώς να οξύνει την ένταση των κωμικών στοιχείων.
Συμπερασματικά, το Blink συμβολίζει κάθε μικρή αφύπνιση που συντελείται μέσα μας, κάθε αισθητή ή ανεπαίσθητη αλλαγή στον χαρακτήρα και την προσωπικότητά μας, που δεν μπορεί να προβλεφθεί, να σχηματοποιηθεί και να μπει σε καλούπια διακινδυνεύοντας να χάσει το στοιχείο της έκπληξης. Γι’ αυτό και μοιάζει με τον έρωτα, αυτό το εξουθενωτικό, απρόβλεπτο, μα συνάμα αναζωογονητικό, ζείδωρο και αναγκαίο στοιχείο της ζωής μας.