ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΜΕΝΕΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 19/12/2016 17:12
Την παράσταση "Αυτή η Νύχτα Μένει", που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή, σκηνοθετεί η Κίρκη Καραλή στη σκηνή του θεάτρου "Δημήτρης Ροντήρης" (πρώην Θέατρο του Ήλιου).
Πρόκειται για ένα οδοιπορικό κάποιων ως επί το πλείστον νεαρών και ταλαντούχων -ή μη-τραγουδιστών, στην άσωτη δεκαετία του '80, που στην προσπάθειά τους να αναδειχθούν και να επιβιώσουν στο χώρο, απευθύνονται σε έναν ατζέντη, ο οποίος τους κλείνει εμφανίσεις σε διάφορες πόλεις της επαρχίας, σε κέντρα που είχαν το χαρακτηρισμό του "σκυλάδικου". Συχνά αυτές οι εμφανίσεις προϋπέθεταν τους καλλιτέχνες να συνάπτουν φιλικές ή και ερωτικές σχέσεις με κάποιους από τους πιο πλούσιους πελάτες, οι οποίοι αποτελούσαν και τους οικονομικούς στυλοβάτες τέτοιων μαγαζιών. Οι προσωπικές ιστορίες, το παρελθόν και οι ενδόμυχες επιθυμίες του καθενός, δεν έδειχναν να έχουν σημασία, παρά μόνο το γεγονός να περνά ο πελάτης καλά και να συνεχίσει να σκορπά χρήμα σε σαμπάνιες, σπασμένα πιάτα και λουλούδια. Η παρουσίαση μιας τέτοιας καλλιτεχνικής πορείας μοιάζει λίγο σκληρή και ίσως σε κάποιους υπερβολική, αλλά για κάποιους αποτέλεσε μια σκληρή πραγματικότητα στον αγώνα τους για επιβίωση. Λαϊκά σουξέ, ντίβες της νύχτας, έρωτες, συγκρούσεις, πάθη και φιλοδοξίες έρχονται σε πρώτο πλάνο και δίνουν το στίγμα μιας φαινομενικά ανέμελης δεκαετίας.
Η Κίρκη Καραλή σκηνοθετώντας την παράσταση αυτή, δείχνει να στοχεύει στην όσο το δυνατόν πιστότερη απεικόνιση της διασκέδασης στην επαρχία, χωρίς όμως να αγνοεί ή να ξεχνά και την ανθρώπινη υπόσταση των τραγουδιστών. Προσπαθεί να μεταδώσει το κέφι, την αλόγιστη σπατάλη χρημάτων, τη λαϊκή καταβολή κάποιων τύπων, αλλά παράλληλα να εμβαθύνει στην ψυχή των χαρακτήρων που προβάλλει και να μας δείξει και κάποιες πτυχές τους, που πάνω στην ανάγκη και την ευωχία της διασκέδασης, ίσως δεν τις λάβαμε υπόψη. Οι λαϊκές επιτυχίες εναλλάσσονται με συνεχή cut and go κινηματογραφικής καταβολής, που ζουμάρουν στη βαθύτερη ψυχολογία των ηρώων, που συχνά δείχνει να μην ταιριάζει με το κλίμα του αλκοόλ, της νύχτας και των καταχρήσεων, αλλά αποτελούσαν τη σκληρή αλήθεια για ανθρώπους που ξεκίνησαν με άλλα όνειρα και μεγαλύτερες φιλοδοξίες και προσδοκίες. Η ειρωνεία της παράνοιας μερικών σκηνών, αποτελεί το διαβατήριο για την κατανόηση μιας εποχής που βασιζόταν σε μια επίπλαστη και επιφανειακή μαγεία και έκρυβε έντεχνα τις αδυναμίες της.
Ο θίασος είναι παρών σε όλες σχεδόν τις σκηνές, συμμετέχοντας ενεργά σε αυτές, δίνοντας το έναυσμα στο κοινό να συμμετάσχει και αυτό, δημιουργώντας ένα κλίμα αποενοχοποιημένης λαϊκής διασκέδασης περασμένων εποχών. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που το κοινό ανταποκρίθηκε, είτε σιγοτραγουδώντας τους στίχους των τραγουδιών, είτε με ένα ζεστό και παρατεταμένο χειροκρότημα στο τέλος τους. Η παράσταση κλείνει το μάτι όχι μόνο σε ένα κοινό του ηλικιακού γκρουπ 40-50 που έζησε έντονα τη συγκεκριμένη δεκαετία, αλλά με την αμεσότητά της, προσεγγίζει με ευκολία τόσο νεαρότερες όσο και μεγαλύτερες ηλικίες. Συνδυάζοντας την αυθεντικότητα των γεγονότων με τη μυθοπλασία, η παράσταση μοιάζει σα μια κατάθεση του κοινωνικού στίγματος της εποχής.
Η Λίλα Μπακλέση, η Μαρία Διακοπαναγιώτου, η Μυρτώ Γκόνη και η Μάγδα Πένσου αναλαμβάνουν τους γυναικείους ρόλους των τραγουδιστριών, που περιπλανήθηκαν στη νυχτερινή ζωή της επαρχίας, με διάφορα καλλιτεχνικά ονόματα.
Η Λίλα Μπακλέση είναι το κορίτσι που ξεκινά με αγνά όνειρα και φιλοδοξίες και γρήγορα καλείται να προσαρμοστεί σε μια πολύ πιο πεζή πραγματικότητα, στην οποία συχνά βασιλεύει ο κανόνας "ο θάνατός σου η ζωή μου". Εκφραστική, κινητική, παθιασμένη, με ένα σπινθηροβόλο βλέμμα και μια τσαχπινιά στη φωνή, δίνει ένα χαρακτηριστικό τύπο κοριτσιού που απότομα γίνεται γυναίκα και πρέπει να υπερασπιστεί με σθένος αυτόν τον τίτλο.
Η Μυρτώ Γκόνη αποτελεί μια ζωντανή ενσάρκωση του θηλυκού πειρασμού, μιας γυναίκας που με τη σκηνική της επάρκεια παρασύρει το κοινό των τραπεζιών σε φαντασιώσεις, καταφέρνοντας να έχει ένα μόνιμο χαμόγελο που αποκρύπτει και καταπιέζει μέσα της τον πόνο και την ευαισθησία που κρύβει κάτω από την επιφάνειά του.
Η Μάγδα Πένσου μετουσιώνει όλη της την οργή για την αλλοίωση του καλλιτεχνικού της εγώ και των προσωπικών της πιστεύω, σε μία χειμαρρώδη παρουσία στην πίστα, ορμητική, δυναμική, ικανή να αντιπαρέλθει τα πάντα και με ένα κοίταγμα αρπακτικού από τη σκηνή.
Η Μαρία Διακοπαναγιώτου με εξέπληξε ευχάριστα με το περισσό θράσος και τον τσαμπουκά, με τον οποίο αντιμετώπισε το χαρακτήρα της ηρωίδας που υποδύθηκε. Χωρίς παρωπίδες, χωρίς ψεύτικες αναστολές και έχοντας προσαρμοστεί άμεσα και πλήρως στις απαιτήσεις της ζωής, βγάζει έναν τύπο γυναίκας με πάθος, ζωή, τόλμη και αλήθεια.
Ο Όμηρος Πουλάκης κυρίως στο δεύτερο μέρος της παράστασης, σκιαγραφεί έναν θρυλικό περφόρμερ της εποχής, τον Μάριο, που όταν επιτέλους γίνεται φίρμα, απολαμβάνει τη ζωή και τις εκδηλώσεις λατρείας στο πρόσωπό του, βγάζοντας μια γνησιότητα και έναν αυθορμητισμό στο παίξιμό του.
Ο Ρένος Ρώτας αν και σε κάποιες σκηνές έδειξε να έχει λίγο τρακ, υποδύθηκε το χαρακτήρα του συγγραφέα του έργου σε νεαρή ηλικία και πρόσθεσε δροσιά, νεανικότητα και ενέργεια σε έναν ήρωα απαιτητικό και πολυσύνθετο.
Ο Σήφης Πολυζωίδης έπαιξε διάφορους ρόλους τύπων της επαρχίας και χρειάστηκε να μεταμορφωθεί πολλές φορές. Λεφτάς και ψευτόμαγκας, βαρύς άντρας που θέλει τις επιθυμίες του να γίνονται πράξη, γκομενιάρης, σκληρός τύπος που συχνά καταφεύγει στη βία για να γίνει το θέλημά του. Σε όλους είχε συνέπεια και με την πληθωρική του παρουσία συμπλήρωσε επιτυχημένα κομμάτια του παζλ χαρακτηριστικών τύπων της ελληνικής περιφέρειας.
Ο Νίκος Μαγδαληνός αποτέλεσε την προσγειωμένη και χαμηλών τόνων νότα της παράστασης, παίζοντας έναν τύπο καλλιτέχνη, που η εμπειρία του στα "σκυλάδικα" τον έκανε να μπορεί να προσαρμοστεί σε όλες τις συνθήκες και του χάρισε ηρεμία, χαλαρότητα και απόλυτη γνώση.
Ο Νικόλας Μακρής ερμήνευσε με συνέπεια ένα μουσικό που τον παρέσυραν τα πάθη του και οι έρωτές του για τις γυναίκες και μαζί με το Νίκο Λεκάκη που υποδύθηκε με ενθουσιασμό και ένταση, νεαρούς τύπους της επαρχίας, που άρχιζαν να εμποτίζονται από τον αέρα της ασωτίας της εποχής, συμπλήρωσαν το καστ της παράστασης.
Τέλος, ο Θάνος Αλεξανδρής παίζοντας τον εαυτό του σε ένα ρόλο παρατηρητή-αφηγητή, έδωσε την προσωπική του σφραγίδα στο έργο και το απόλαυσε εκ των έσω.
Τα σκηνικά της Ζωής Μολυβδά-Φάμελλη λιτά και λειτουργικά έδωσαν μια απατηλή λάμψη χλιδής, αλλά και χώρο στους ηθοποιούς να λειτουργήσουν στην πίστα που στήθηκε στη σκηνή του θεάτρου.
Τα κοστούμια του Απόστολου Μητρόπουλου, αγγίζοντας τα όρια της υπερβολής και του κιτς, έδωσαν με ακρίβεια τις υπερβάσεις της εποχής και μια αυθεντική ανεμελιά διασκέδασης.
Οι φωτισμοί στο αθηναϊκό θέατρο, έγιναν από την Κίρκη Καραλή (ενώ στη Θεσσαλονίκη από την Ελίζα Αλεξανδροπούλου), φώτισαν ικανοποιητικά τους χαρακτήρες.
Η μουσική επιμέλεια ανήκει στην Κίρκη Καραλή, ενώ η μουσική ήταν του Κώστα Βόμβολου. Η χορογραφία της Δήμητρας Χαραλάμπους ακολούθησε πιστά τον κάθε χαρακτήρα και ήταν απόλυτα προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις της σκηνοθεσίας.
Συμπερασματικά, στο θέατρο "Δημήτρης Ροντήρης", έχουμε να κάνουμε με μία παράσταση που ισορροπεί ανάμεσα σε ένα πετυχημένο οδοιπορικό μιας ολόκληρης δεκαετίας, ένα λαϊκό πάρτι διαρκείας πάνω στη σκηνή και μια ψυχολογική ακτινογραφία κάποιων χαρακτηριστικών τύπων ανθρώπων που ζουν ανάμεσά μας. Σκληρότητα, συναίσθημα, χιούμορ και ευαισθησία συνυπάρχουν στη δοσολογία που χρειάζεται για να κάνουν το θεατή να περάσει μία νύχτα που θα του μείνει στο νου και την καρδιά.