ΑΣΚΗΤΙΚΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΑΣΚΗΤΙΚΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.8/5 κατάταξη (4 ψήφοι)

Ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του Νίκου Καζαντζάκη, την "Ασκητική", σκηνοθέτησε ο Πάνος Αγγελόπουλος και παρακολούθησα στη μοναδική του παράσταση στο Ηρώδειο. Πρόκειται για ένα κείμενο φιλοσοφικό που τάραξε και ενόχλησε το κοινωνικό κατεστημένο της εποχής που γράφτηκε, χαρακτηρίστηκε αιρετικό και βλάσφημο και προκάλεσε τη σύλληψη και το διωγμό τόσο του ίδιου του συγγραφέα όσο και του εκδότη του. Ο Καζαντζάκης στοχαζόμενος, διερευνά τα μεταφυσικά του πιστεύω, τα όριά τους, δημιουργεί θρησκευτικές προεκτάσεις και αναζητήσεις και είναι βαθιά ψυχαναλυτικός εκφράζοντας τον αγώνα του ανθρώπου ενάντια στη φθορά που υφίσταται τόσο την υλική, αλλά κυρίως την πνευματική και την ηθική, ο οποίος τον ωθεί στο να καλλιεργήσει και να αναπτύξει τις δεξιότητες και τα εσωτερικά του χαρίσματα που θα τον βοηθήσουν να ανταπεξέλθει. Μέσα από τον ατομικό εσωτερικό κόσμο προβάλλονται συλλογικές αγωνίες, κοινωνικοί φόβοι και οράματα και οι προσπάθειες λύτρωσης από το τέλμα. Η προφητική χροιά του κειμένου είναι εμφανής καθώς και η διαχρονικότητά του και είναι γραμμένο με συμβολισμούς και αλληγορίες, αλλά σε μία γλώσσα λόγια λαϊκή και απόλυτα κατανοητή. Η θεατρική προσαρμογή του κειμένου έγινε από τον ίδιο το σκηνοθέτη.

Ο Πάνος Αγγελόπουλος ανέλαβε τη σκηνοθεσία του εγχειρήματος αυτού και προσπάθησε να κρατήσει το λόγο και τη σημασία του, πρωταγωνιστή της παράστασης, συνεπικουρούμενος από τη μουσική και την εικόνα. Δεν έμεινε σε μια μορφή απλού αναλογίου ή έντεχνη απαγγελία του φιλοσοφικού κειμένου, αλλά το εμπλούτισε με νότες, video art, αλλά και κίνηση για να ερεθίσει συνολικότερα τις αισθήσεις του θεατή, αλλά και να δώσει όγκο και βάθος στο στοχασμό και τροφή για σκέψη. Η συνεχής εναλλαγή άντρα-γυναίκας που αντιτίθενται αλλά και συμπληρώνουν αλλήλους, συμβολίζουν την αέναη πάλη των φύλων, αλλά και την ανά τους αιώνες αρμονία και συνύπαρξή τους. Η επιλογή ηθοποιών με διαφορετικό ηχόχρωμα και διαφορετική υφή φωνής έδωσε ποικιλία και ενδιαφέρον στην αφήγηση και λειτούργησε θετικά δυναμώνοντας τα νοήματα του λόγου και υπογραμμίζοντάς τα. Οι μουσικές-κινητικές ανάσες με τις μάσκες αποφόρτισαν την ένταση του κειμένου, χωρίς όμως να το κομματιάσουν, αλλά αποτέλεσαν συνέχειά του. Η χρήση του video art ενίσχυσε την αισθητική της παράστασης, αλλά υπήρχαν στιγμές που αυτή κατέκλυζε το οπτικό πεδίο του θεατή, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το λιτό σκηνικό και αποσυντόνιζε την προσοχή του θεατή. Το όραμα του συγγραφέα προσπάθησε να το απεικονίσει στη συνολικότητά του και να του προσδώσει θεατρική οντότητα, χωρίς να διαστρέψει τα νοήματά του και σε μεγάλο βαθμό τα κατάφερε.

Ο Νικήτας Τσακίρογλου με τη βελούδινη και γεμάτη χρώμα και παλμό φωνή του, μας ταξίδεψε βαθιά στο στοχασμό του μεγάλου συγγραφέα. Ώριμος, χωρίς καμία υποκριτική υπερβολή, με μια μελαγχολία και μια πραότητα στην ερμηνεία του, επιβεβαίωσε ότι οι μεγάλοι ηθοποιοί είναι σαν το παλιό καλό κρασί.
Η Κατερίνα Διδασκάλου, ήταν το πάθος, η φλόγα, η αιχμή του δόρατος του κειμένου και με την καθαρή φωνή της απέδωσε με ακρίβεια λέξεις και συναισθήματα. 
Ο Τάσος Νούσιας με τη βαθιά και έντονη φωνή του και την εσωτερικότητα της ερμηνείας του, έδωσε όγκο και μια θρησκευτικότητα στο λόγο του.
Η Μαρία Κίτσου συχνά με μία ανέμελη, σχεδόν κοριτσίστικη αύρα, που όμως σχεδόν αυτόματα μεταμορφωνόταν σε μια γυναίκα με δύναμη και εκτόπισμα, έδωσε μια δροσιά και μια εύπλαστη δυναμική στο δικό της κομμάτι της αφήγησης.
Ο Άγγελος Θεοφίλου, αν και με μικρότερη εμπειρία και θεατρική θητεία από τους υπόλοιπους, στάθηκε με περισσή αξιοπρέπεια και έλλειψη φόβου στη σκηνή και συντόνισε την ερμηνεία του με αυτές των εμπειρότερων συναδέλφων του.
Η Μιχαέλα Κυβεντίδου ήταν επίπεδη και κάπως άχρωμη σε κάποιες από τις σκηνές που συμμετείχε και έδειξε ότι χρειαζόταν ακόμα δουλειά για να μπορέσει να κάνει "δικό" της το κείμενο και να το κάνει να ρέει από μέσα της.
Ο Μιχάλης Γιαννικάκης με τη δωρικότητα στη φωνή και την αισθαντικότητά του στο τραγουδιστικό κομμάτι της σκηνικής του παρουσίας, μας ταξίδεψε στον Ψηλορείτη και την πλούσια κρητική μουσική παράδοση.
Στον πολυπληθή χορό συμμετείχαν η Σταματίνα Παπαμιχάλη, η Δήμητρα Φράντζιου, η Ειρήνη Πολυδώρου, η Μαρίνα Ράμμου, η Λαμπρινή Αγιαννίτου, η Χρύσα Ανδρώνη, η Εύη Βασιλάκου, η Ελισάβετ Δελακά, η Ζωή Κουσάνα και η Ειρηλένα Μιχαλίτσα (χορός Α') καθώς και οι Δανάη Λουκάκη, Στίλβη Ψιλοπούλου, Γιώτα Ζαμπέλη, Βασιλική Ζαντρίμα, Ηλέκτρα Θεολόγη, Μαρία Κανιγαρίδου, Μάρθα Λαγωνίκου, Αμαλία Τρίγγου και Δανάη Τωράκη (Χορός Β') και είχαν τη δική τους σημαντική συμβολή στο μυστικισμό και την κινητική υποστήριξη του λόγου.

Τα λιτά σκηνικά είχαν τη δημιουργική υπογραφή της Μάιρας Βαζαίου και έδωσαν μια χρονική αοριστία στα τεκταινόμενα στη σκηνή, αλλά και μεγάλες δυνατότητες κίνησης στους ηθοποιούς και το χορό.
Τα κοστούμια της Λευκής Δεριζιώτη εναρμονισμένα στη σκηνοθετική λογική της εστίασης της προσοχής του θεατή στο λόγο, δεν τράβηξαν το μάτι και είχαν αισθητική αρμονία.
Η μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου είχε μια διάχυτη μελαγχολία και συχνά ένα λυγμό, αλλά κάποιες φορές επισκίασε τα λόγια των ηθοποιών και έβγαλε πολύ λιγότερη αισιοδοξία από όση εκπέμπει ο λόγος του Καζαντζάκη. Η κίνηση της Έρσης Πήττα είχε μια τελετουργία και αρκετά καλό συντονισμό, αλλά και μια επαναληπτικότητα στα κινητικά μοτίβο που επέλεξε.
Οι μάσκες που χρησιμοποιήθηκαν σχεδιάστηκαν από το Γιάννη Ζημιανίτη, ενώ το video επιμελήθηκε ο Νίκος Μυλωνάς. Πολύ αλγεινή εντύπωση μου προκάλεσε ο πολύ κακός και συχνά χαοτικός ήχος της παράστασης με πλήρως αποσυντονισμένα και μπουκωμένα μικρόφωνα, που αποτέλεσε σε αρκετές στιγμές τροχοπέδη στην απόλαυση του πλούτου του απαγγελόμενου λόγου.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Ηρωδείου είδα μια καλαίσθητη προσπάθεια θεατρικής μεταφοράς ενός δύσκολου φιλοσοφικού κειμένου στη σκηνή ενός επιφανούς Έλληνα συγγραφέα, που διατήρησε ατόφιες τις μεταφυσικές, κοινωνικές και ηθικές αναζητήσεις του. Ο λόγος ήταν στο προσκήνιο καθαρός, σαφής, κατανυκτικός, υποστηριζόμενος από διαφορετικής γενιάς ηθοποιούς, οι οποίοι λειτούργησαν εξαιρετικά στη φιλοσοφία της ομάδας, αλληλοσυμπληρώθηκαν, χωρίς ερμηνευτικά εγώ και αχρείαστες κορώνες και κορυφώσεις. Η σκηνοθεσία χρησιμοποίησε κάποια ευρήματα για την υποστήριξη του λόγου, τα οποία στην πλειονότητά τους λειτούργησαν ευεργετικά, εξαιρουμένου του ήχου, η πολύ κακή ποιότητα του οποίου ήταν συχνά τροχοπέδη στην ακουστική και την κατανόηση. Γενικότερα μιλώντας, είδα μια παράσταση με προσανατολισμό, όραμα και αισθητική που έδεσε αρμονικά με τον υπέροχο χώρο όπου παρουσιάστηκε.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.