ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΙΑΔΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΙΑΔΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.0/5 κατάταξη (9 ψήφοι)

Ένα κείμενο που εμπνεύστηκε η ομάδα ΙΔΕΑ (Κώστας Γάκης, Κωνσταντίνος Μπιμπής, Αθηνά Μουστάκα) με τη συνδρομή του Δημήτρη Ζουγκού, πήρε τον τίτλο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΙΑΔΑ και σκηνοθετήθηκε από τον Κώστα Γάκη.

Ο τίτλος ο ίδιος, μαρτυρά ότι πρόκειται ουσιαστικά για μια ωδή στο συνολικό έργο του αρχαίου κωμικού ποιητή, ενώ η ομάδα προσπάθησε να μείνει κοντά στο πνεύμα του Αριστοφάνη και στο χιούμορ του, με εργαλείο ένα σύγχρονο κείμενο, με σφήνες από έργα του κορυφαίου αρχαίου ποιητή.

Ο Αριστοφάνης σε μια στιγμή έντονου διαπληκτισμού με τους ηθοποιούς του, κατά τη διάρκεια μιας πρόβας για το νέο έργο του "Πενία", πεθαίνει και πηγαίνει στον Άδη. Μόλις συνειδητοποιεί τι έχει συμβεί, προσπαθεί να πείσει τους θεούς του κάτω κόσμου, να του επιτρέψουν να επιστρέψει στη ζωή για να μπορέσει να ολοκληρώσει το έργο του. Έτσι κλείνει μια συμφωνία μαζί τους να παρουσιάσει στο κοινό του κάτω κόσμου, ένα περιληπτικό ποτ πουρί από τα έργα του και αν το κοινό ικανοποιηθεί και δώσει το οκ, να επανέλθει στα εγκόσμια. Κριτές σε κάθε έργο θα είναι επίσης και μια διαφορετική προσωπικότητα, κάθε φορά από το χώρο του θεάματος. Το κείμενο είναι προφανώς μια μίξη αρχαίου και σύγχρονου, ενώ η γλώσσα είναι απλή, προσιτή και με το απαραίτητο αλατοπίπερο του διδάξαντα Αριστοφάνη.

Ο Κώστας Γάκης αναλαμβάνει το δύσκολο έργο της σκηνοθεσίας, επιχειρώντας να συνδυάσει δημιουργικά το παλιό με το καινούργιο, να τα κρατήσει κατά το δυνατόν σε ισορροπία και να τα δέσει με αρμονικό τρόπο σε ένα ενιαίο σύνολο. Το κείμενο κατ'αρχάς δεν τον βοηθάει, καθώς στην πορεία μπερδεύει το στόχο του, καθώς συνυπάρχουν σχόλια (φιλολογικού ενδιαφέροντος και θεώρησης) για την τεχνική γραφής του Αριστοφάνη, αυτούσια στοιχεία των κωμωδιών του (λίγα δυστυχώς) και κάποιες συμβάσεις διασκευής κάθε παρουσιαζόμενης παράστασης, οι οποίες δε συνδυάζονται αρμονικά, αλλοιώνουν την ουσία των επί μέρους αυτών έργων, κάνοντάς τα σχεδόν αγνώριστα. Όλες έχουν μια δόση υπερβολής, οι χαρακτήρες τους παρουσιάζονται σαν καρικατούρες (συχνά στα όρια της γελοιότητας) και δείχνουν να μην έχουν λόγο ύπαρξης, καθώς υποτίθεται ότι το στοίχημα ήταν τα "πραγματικά" έργα του Αριστοφάνη να πείσουν το κοινό του Άδη για την αξία τους. Έτσι έχουμε να κάνουμε με επί μέρους σκετσάκια, με δομή και χιούμορ τηλεοπτικής εκπομπής, όπου το γέλιο προκύπτει από τις ερμηνευτικές και φωνητικές ακρότητες των ηθοποιών. Τα "σκετσάκια" όμως είναι πολλά, τραβούν και ξεχειλώνουν τη διάρκεια της παράστασης, με αποτέλεσμα την πλήρη χαλάρωση και έλλειψη ενδιαφέροντος από το θεατή να παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα, με το τέλος να έρχεται λυτρωτικά μετά από -πάνω από- ένα δίωρο κουραστικής θέασης. Η κοιλιά μεγάλη και ο ρυθμός απλά βασίζεται στο γρήγορο λόγο και την έξυπνη χρήση του τροχόσπιτου-καμαρινιού στη σκηνή. Αλλά ο λόγος συχνά διαχεόταν στον αέρα του Ηρωδείου, χωρίς να φτάνει μεστός και ουσιαστικός στο θεατή. Η αρχική έμπνευση να κάνει θέατρο μέσα στο θέατρο, αν και φορεμένη, φάνηκε ενδιαφέρουσα με τις ιδιαιτερότητες του έργου του Αριστοφάνη και υποσχόμενη, αλλά γρήγορα εξατμίστηκε η χρηστικότητά της. Το "εύρημα" της χρησιμοποίησης μιας προσωπικότητας θεατρικής ή κινηματογραφικής, που δίνει μια τελική έγκριση ή απόρριψη στις παρουσιάσεις του Αριστοφάνη, στάθηκε μια ανεξήγητα κακή επιλογή με παρόντες τον Γκάνταλφ, τους ήρωες του Τιτανικού, τον Σαρλό και άλλους και ήταν μία ακόμα απόδειξη της σύγχυσης που επικρατούσε στο νου των δημιουργών. Οι ερμηνείες γεμάτες στερεότυπα, και τηλεοπτικά κλισέ, επίπεδες, χωρίς χρώμα και κατεύθυνση, ήταν ένα σύμφυρμα ατομικών προσπαθειών που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ένα ευφάνταστο σύνολο. Χωρίς να το καταφέρνουν, αλλά να παραμένουν κάποιες φωτεινές (ατομικές) εξαιρέσεις. Ατμόσφαιρα ενιαίας παράστασης επίσης δεν υπήρξε, απλά η εξαιρετική επιλογή κοστουμιών και οι επικεντρωμένοι φωτισμοί, έδωσαν μια δόση φαντασμαγορίας στο έργο, προσφέροντας κάτι ενδιαφέρον στο μάτι για να περιεργαστεί. Οι μουσικές παρεμβάσεις έδωσαν επίσης κάποιες ανάσες, αλλά γενικά είδα μια παράσταση χαμένη στη δυσκολία του εγχειρήματός της, η οποία χωρίς τη συνηθισμένη της έμπνευση, κατέφυγε σε ειπωμένα και επαναλαμβανόμενα μοτίβα, χωρίς μια φρέσκια ματιά ή μια πραγματική ανανεωτική οπτική.

Ο Αντώνης Καφετζόπουλος το ρόλο του Αριστοφάνη, τον αντιμετώπισε σα συμμετοχή σε εβδομαδιαίο τηλεοπτικό σόου, στο οποίο απλά παρίστατο, έλεγε κάποιες "χαριτωμένες" ατάκες, χρησιμοποιούσε όλα του τα τρικ και τα κινητικά τεχνάσματα που έχει συνηθίσει τόσα χρόνια για να αποσπάσει λίγο γέλιο, αλλά μάταια. Η ερμηνεία του απρόσωπη, χωρίς δυναμική, χωρίς σκοπό, απλά ένιωσα πως τον διεκπεραίωσε ως υποχρέωση. Εκτός φόρμας και στις περισσότερες σκηνές εκτός πνεύματος παράστασης. Ο Γεράσιμος Γεννατάς υποδυόμενος τον Άδη και τον κομπέρ της παράστασης, ήταν από τις περιπτώσεις που έδειξε να ζει τμήματα του ρόλου και να προσπαθεί να προσαρμόσει το ταλέντο του σε αυτά. Είχε έξυπνες ατάκες, έβγαλε γέλιο και γενικά έδωσε ένα ευφρόσυνο τόνο με την παρουσία του. Καλές εναλλαγές στις εκφράσεις του προσώπου του και ο συνδυασμός τους με την έντονα χρωματισμένη φωνή, ενίσχυσαν αυτήν την καλή προσπάθεια. Η Ευαγγελία Μουμούρη ήταν η Έμπνευση του Αριστοφάνη και ερμηνευτικά ήταν και αυτή στο επίπεδο του "μία από τα ίδια", χωρίς να προσπαθεί να εμποτίσει το χαρακτήρα της με κάτι το νέο ή το καινούργιο, έσωσε ελάχιστα τα προσχήματα και έκανε δημιουργικά εμφανή την παρουσία της στη σκηνή μόνο στα τραγουδιστικά της εγχειρήματα. Μάλλον γι'αυτό ήταν δύσκολη και η τροφοδότηση της πραγματικής έμπνευσης του Αριστοφάνη.
Ο Γιώργος Πυρπασόπουλος σαν ένας από τους ηθοποιούς μπαλαντέρ της παράστασης του Αριστοφάνη στον Άδη, θεώρησε ότι φωνάζοντας θα μπορούσε να δώσει κωμική χροιά στον εκφερόμενο λόγο, ενώ κινητικά στάθηκε ασυντόνιστα, δείχνοντας να αυτοσχεδιάζει. Αν και έμπειρος ηθοποιός, δεν κατάφερε να δημιουργήσει και να εμβαθύνει στους ρόλους του, απλά λειτούργησε σα να τους διάβαζε φωναχτά από το σενάριο. Ο Θάνος Τοκάκης στο ρόλο του Ορφέα, αλλά και πολλούς άλλους στα σκετσάκια που είδαμε, είχε μπρίο, κέφι, φαντασία και τάση για προσφορά. Με εναλλαγές στην ερμηνεία του προσπάθησε να βάλει μια προσωπική σφραγίδα στους χαρακτήρες, χορεύοντας, τραγουδώντας και παίζοντας. Είχε αμήχανες στιγμές, αλλά φρόντιζε να τις αντιπαρέρχεται γρήγορα και να επανέρχεται στις καλές νόρμες.
Ο Γιάννης Δρακόπουλος μέτριος στους περισσότερους μικρούς ρόλους που ερμήνευσε, δεν είχε κανένα στοιχείο φαντασίας στον τρόπο που τους υποδύθηκε. Κατευθείαν βγαλμένος από ανέμπνευστο τηλεοπτικό σίριαλ μπαλαφάρας, αποτέλεσε ίσως την πιο έντονη ανορθογραφία στο όλο στήσιμο του έργου.
Ο Στέφανος Τορτόπογλου έπαιξε μουσική ζωντανά επί σκηνής και έδωσε ανάσες αναγκαίες, όπου παρενέβη.
Το σκηνικό της Παναγιώτας Κοκκορού με το μεγάλο τρέιλερ στο κέντρο της σκηνής, αποδείχτηκε απόλυτα λειτουργικό, καθώς αποτέλεσε τα καμαρίνια των ηθοποιών της παράστασης του Άδη, το χώρο αποθήκευσης των κοστουμιών, αλλά και την πλατφόρμα για κάποιες από τις απόκοσμες σκηνές του Άδη-Γεννατά.
Τα κοστούμια της Αγγελικής Σύρμα, κάλυψαν ευρύ εποχιακό και κοινωνικό φάσμα, ανταποκρινόμενα στις ανάγκες κάθε ξεχωριστής υποσκηνής, σχεδόν ιδανικά και προσθέτοντας μια έντονη νότα αισθητικής και φαντασίας στο έργο.
Η μουσική με τη σφραγίδα του σκηνοθέτη Κώστα Γάκη είχε πολύ καλές στιγμές, αποτελώντας καλή παρέα στη ροή της παράστασης.
Οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη έδεσαν όμορφα με το χώρο και ακολουθούσαν δημιουργικά τους ηθοποιούς στο χώρο, συντέλεσαν θετικά στην αισθητική της παράστασης.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Ηρωδείου, μια φιλόδοξη προσπάθεια της ομάδας Ιδέα, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με το κοινό της. Η αρχική ιδέα της έξυπνη, αλλά πολύπλοκη και δύσκολη στην ακριβή εκτέλεσή της, έδειξε να χάνει σύντομα τον προσανατολισμό της και το θέαμα που παρακολουθήσαμε να γίνεται δυσνόητο, ανέμπνευστο και χαοτικό. Δεν υπήρξε καμία εσωτερική βελτιωτική κίνηση να επανέλθει σε ένα ρυθμό και να βρει μια ταυτότητα και έτσι συνέχισε να αιωρείται στο πουθενά μέχρι το τέλος της. Λίγες καλές ερμηνείες δεν τη βοήθησαν να επιπλεύσει, βουλιάζοντας στην πολυπλοκότητα του εγχειρήματός της.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.