ΑΠΟΛΥΜΕΝΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τρίτη, 17/11/2015 16:08
Το έργο του Αντώνη Τσιπιανίτη με τίτλο ΑΠΟΛΥΜΕΝΗ, σκηνοθετεί ο Κώστας Γάκης και ανεβαίνει τα Δευτερότριτα στο Θέατρο Βρετάνια.
Ο λόγος για τη Μαριέττα, η οποία στις μέρες της δόξας της είναι μια πασίγνωστη κοσμικογράφος, την πένα της οποίας όλες οι μεγαλοκυρίες τρέμουν και η φωτογραφία στη στήλη της είναι σκέτο χρυσάφι. Διάγει ένα βίο πλούσιο γεμάτο λάμψη, ακριβά δώρα, ταξίδια. Ώσπου μια μέρα απλά απολύεται και ο κόσμος γύρω της αρχίζει να σκοτεινιάζει. Το τηλέφωνό της παύει να χτυπά, οι "κολλητές" της τη λησμονούν εν μία νυκτί και συνειδητοποιεί πόσο μόνη της είναι. Στη μοναξιά έρχεται να προστεθεί και η έλλειψη χρημάτων και η πείνα, για να συνειδητοποιήσει πόσο απατηλή ήταν η λάμψη στην οποία ζούσε και ότι πριν απολυθεί από τη δουλειά της, ήταν απολυμένη από την ίδια της τη ζωή, όπως χαρακτηριστικά λέει και η ίδια. Φτάνοντας στο υλικό και ψυχολογικό ναδίρ, αρχίζει να βλέπει πραγματικά. Το κείμενο, καθαρά αυτοβιογραφικό από έναν άνθρωπο που έχει βιώσει παρόμοιες καταστάσεις, ενώ περιγράφει γεγονότα και στιγμές τις οποίες βιώνουμε καθημερινά, χρησιμοποιεί μια περίεργη μίξη δραματικού και κωμικού στοιχείου, που δεν είναι πάντα σε απόλυτη αρμονία, συνέχεια και ροή και συχνά πλατιάζει. Μετά το πρώτο ημίωρο παρουσιάζει μια επαναληπτικότητα φράσεων και μοτίβων, ενώ κάποιες gay αναφορές είναι φτηνές και με χονδροειδές χιούμορ. Οι καλές και εμπνευσμένες με τις μέτριες και στυλιζαρισμένες σκηνές εναλλάσσονται συνεχώς, ενώ το τελικό happy end ήταν εξαιρετικά προβλέψιμο και με μεγάλες δόσεις κλισέ λόγου.
Ο Κώστας Γάκης ανέλαβε τη σκηνοθετική επιμέλεια του μονολόγου αυτού, πατώντας γερά στο κείμενο και τις ψυχολογικές του εναλλαγές, αλλά και τις μεταβάσεις του από τον αστείο στο σοβαρό λόγο και τούμπαλιν. Και προσπάθησε να προσαρμόσει τις κορυφώσεις του στο μοτίβο αυτό, δημιουργώντας όμως έτσι μια παράσταση χωρίς "ζωντανή" ροή, χωρίς ισορροπίες, αλλά με σκαμπανεβάσματα του ρυθμού, που κούρασαν το θεατή και συχνά τον αποσυντόνιζαν. Δεν παρατήρησα καμία διάθεση επεμβατικότητας στις πιο μέτριες στιγμές του κειμένου, ώστε να τις φέρει στη σκηνή σχετικά διορθωμένες και διατήρησε ένα γρήγορο λεκτικό ρυθμό στην ηθοποιό στη σκηνή, επιχειρώντας να δώσει μια νεανικότητα και μια φρεσκάδα στο λόγο, αλλά καταφέρνοντας να αποσπάσει μία άχρωμη σκυταλοδρομία αστείου και σοβαρού από αυτή, μια υπερκινητικότητα σε δυσαρμονία με το λόγο και μία χαρακτηριστική πενία συναισθήματος από το θεατή.
Η ηθοποιός ένιωθα να μην έχει σωστή και συστηματική καθοδήγηση στη σκηνή και κάποιες στιγμές να μπερδεύεται και να χάνει το γενικότερό της προσανατολισμό σε αυτή, εκβιάζοντας τη χαρά και τη λύπη, τη συμπάθεια ή την έλλειψή της και εν τέλει τη συμμετοχή ή την απουσία του κοινού στην παράσταση.
Παρά τις παραπάνω αδυναμίες, δεν έλειψαν και αρκετές πρωτότυπες και ευρηματικές σκηνές στην παράσταση, που κράτησαν κάποιο ρυθμό και έδωσαν κάποια ένταση και ένα χρώμα στην εξέλιξή της.
Η Κατερίνα Διδασκάλου, είναι μία ηθοποιός με ξεχωριστές δυνατότητες. Στη συγκεκριμένη παράσταση δεν είχε και πολλές ευκαιρίες να τις αναδείξει, καθώς η συνεχής εναλλαγή κωμικού με τραγικό, αποδυνάμωνε την ίδια της την εκφραστικότητα και έβγαζε μια αγωνία και ένα άγχος να περάσει απνευστί σχεδόν στο επόμενο συναίσθημα, στην επόμενη σκηνή. Η κίνησή της έδειχνε να είναι ελαφρώς μπερδεμένη και να μη βρίσκεται σε αρμονία με το λόγο της. Δεν είχε σταθερά πατήματα στη σκηνή και σκηνοθετική οδηγία πάνω στη γραμμή που θα κινηθεί ερμηνευτικά, με αποτέλεσμα η απόδοσή της να ακολουθεί συχνά τα σκαμπανεβάσματα του κειμένου και να μην έχει συνοχή, αλλά αυτοσχεδιαστική χροιά. Δεν την είδα να βάζει την προσωπική της σφραγίδα στην ερμηνεία της και να έχει την αποφασιστικότητα και τη δυναμική που τη διακρίνει.
Το σκηνικό της Ματίνας Μέγκλα δε με έπεισε για δωμάτιο μιας κοκέτας και ευκατάστατης κοσμικογράφου, έστω και σε οικονομική παρακμή. Αντίθετα, τα ρούχα της ίδιας συνηγορούσαν στην παρακμή αυτή, δίνοντας και ψήγματα του πρόσφατου πλούσιου παρελθόντος.
Η μουσική του Κώστα Γάκη συνόδευσε ευχάριστα τη ροή του έργου, ενώ οι φωτισμοί της Σεμίνας Παπαλεξανδροπούλου με αρκετή δόση υπερβολής, υπερφώτισαν τη σκηνή, εις βάρος της ατμόσφαιρας της παράστασης.
Συμπερασματικά, δεν είδα μία από τις καλύτερες στιγμές, ούτε του συγγραφέα, ούτε του σκηνοθέτη, ούτε της ηθοποιού που πρωταγωνίστησε, ανθρώπων με αποδεδειγμένο ταλέντο και πολλαπλές ικανότητες. Ίσως γι'αυτό και οι απαιτήσεις μου από αυτούς ήταν μεγάλες. Οι αδυναμίες και η επαναληπτικότητα του κειμένου, συνδυάστηκαν με μία σχετική σκηνοθετική ατολμία και μία γενικότερη ερμηνευτική σύγχυση, με αποτέλεσμα ένα θεατρικό εγχείρημα που δε με ικανοποίησε. Αλλά φυσικά ο τελικός κριτής είναι πάντα ο θεατής.