ΑΝΤΙΓΟΝΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 12/08/2016 20:23
Μία από τις γνωστότερες τραγωδίες του Σοφοκλή, την ΑΝΤΙΓΟΝΗ, επέλεξε να σκηνοθετήσει φέτος το καλοκαίρι στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου ο Στάθης Λιβαθινός. Μια φιλόδοξη συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου σε μια νέα και φρέσκια θεώρηση.
Η υπόθεση γνωστή, τα δύο αδέλφια της Αντιγόνης σκοτώνονται σε μάχη έξω από τα τείχη της Θήβας, ο ένας από τον άλλο και ο Κρέων, βασιλιάς της Θήβας, διατάσσει τον μεν ένα αδελφό να ταφεί με όλες τις τιμές που αξίζουν σε έναν υπερασπιστή της πατρίδας, το δε δεύτερο να παραμείνει άταφος και χωρίς τις δέουσες τιμές, βορά των όρνεων, σαν προδότης. Και μάλιστα ορίζει ποινή θανάτου, σε όποιον παραβεί την εντολή του αυτή. Η Αντιγόνη θεωρεί άδικο και ύβρι να μείνει ο ένας της αδερφός άταφος και αποφασίζει να παραβεί την εντολή του Κρέοντα. Αυτός έξαλλος από οργή καταδικάζει σε θάνατο την κοπέλα, παρόλο που είναι μνηστή του γιού του Αίμωνα. Οι ικεσίες των γερόντων της πόλης, του γιου του και του μάντη Τειρεσία στον Κρέοντα, να δείξει σύνεση, μεγαλοθυμία και να φανεί επιεικής με την Αντιγόνη, πέφτουν στο κενό και την κλείνει σε μια απομονωμένη σπηλιά, όπου και πεθαίνει κρεμασμένη. Ο Αίμωνας αυτοκτονεί από την αδιαλλαξία του πατέρα του και την αγάπη του για την Αντιγόνη μαθαίνοντας το θάνατό της, ενώ και η Ευριδίκη, γυναίκα του Κρέοντα ακολουθεί την ίδια οδό, μόλις φτάνουν σ' αυτή τα νέα για το γιο της. Έτσι ο Κρέων μένει μόνος να οικτείρει την στείρα και άγονη επιμονή και την αλαζονεία της εξουσίας του. Η μετάφραση του πρόσφατα θανόντα Δημήτρη Μαρωνίτη (στη μνήμη του οποίου και αφιερώθηκε η παράσταση) καλαίσθητη, κρυστάλλινη, πληθωρική και με σαφή και καθαρά νοήματα, αποτύπωσε όλο τον πλούτο και το μεγαλείο του λόγου και της σκέψης του Σοφοκλή.
Ο Στάθης Λιβαθινός ανέλαβε τα σκηνοθετικά ηνία της παράστασης, δίνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον ίδιο το λόγο του Σοφοκλή και στην ανθρωποκεντρική προσέγγιση ενός δράματος, όπου τα ανθρώπινα πάθη κυριαρχούν παράλληλα με τα συναισθήματα και τη λογική. Η αλαζονεία της εξουσίας, η υπεράσπιση του δικαίου και η απόρριψη του αδίκου, οι αδελφικοί και οικογενειακοί δεσμοί είναι από τα βασικά θέματα της προβληματικής του έργου που προβλήθηκαν ισόρροπα και πολύπλευρα από το σκηνοθέτη, μέσα από τη σύνθεση λόγου και εικόνας που παρακολουθήσαμε.
Το χάσμα των γενεών απεικονίζεται εύστοχα, επιλέγοντας ο χορός του να απαρτίζεται από χορό γερόντων και χορό νέων κοριτσιών. Η παρουσία στο κέντρο της σκηνής μιας κούνιας, μνήμη όλων μας από τα παιδικά χρόνια, είναι μια ένδειξη χαμένης αθωότητας που βίαια γίνεται ενηλικίωση, αλλάζοντας τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις, μετατρεπόμενη σε μια αγχόνη πολλών παιδικών μας ονείρων. Η σφριγηλή νεότητα των κοριτσιών του χορού, συνδυάζεται αρμονικά με τη σοφία και τη λογική των γερόντων, έστω και αν τίποτε από αυτά δε στέκεται ικανό να μεταβάλλει την απόφαση του Κρέοντα.
Εξαιρετική είναι και η σκηνική συνεργασία του χορού με την ορχήστρα πνευστών, αν και η ένταση της μουσικής συχνά υπερκάλυπτε τη φωνή των ηθοποιών, με αποτέλεσμα κάποιες ατάκες σε αρκετές σκηνές να χάνονται. Το τρίπτυχο ύβρις-τίσις-νέμεσις αναπτύσσεται επαρκώς και με κατανοητό τρόπο στην παράσταση, αν και ελαφρώς άνισα χρονικά. Το συναίσθημα είχε θέση στο έργο, με κάποιες σκηνές να δημιουργούν συγκίνηση, χωρίς αυτή να γίνεται υπερβολική, αλλά να πηγάζει αυθόρμητα από τη ροή του κειμένου. Κάποιοι μονόλογοι ίσως ήταν μεγαλύτεροι σε διάρκεια απ' ότι έπρεπε, αλλά αυτό δε στάθηκε ικανή συνθήκη να αποσυντονιστεί ο θεατής και να τον κάνουν να χάσει το ενδιαφέρον του.
Η Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη στο πρώτο της πρωταγωνιστικό άνοιγμα, έπαιξε την Αντιγόνη. Στο δύσκολο αυτό εγχείρημα έκανε αρκετά λαθάκια, με σημαντικότερα την έλλειψη καθαρής άρθρωσης σε κάποιες σκηνές και την υψηλότερη της δέουσας ένταση στη φωνή της σε θρηνητικές στιγμές του λόγου της που την "πρόδωσαν". Παρ' όλα αυτά έδειξε να έχει κατανοήσει το ρόλο και τις ιδιαιτερότητές του και σε αρκετές περιπτώσεις, σε συνεργασία με την κίνησή της στη σκηνή, έδωσε δείγματα του αναμφισβήτητου ταλέντου της. Με περισσότερη δουλειά θα φτάσει σε υψηλότερα επίπεδα.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης, ως Κρέων, είχε κύρος, μέτρο, ισορροπία και συνέπεια στην ερμηνεία του. Χωρίς να προβαίνει σε λεκτικές ή κινητικές ακρότητες, απέδωσε πολύ καλά τόσο την πνευματική βιαιότητα του χαρακτήρα που ερμήνευσε, όσο και την τραγικότητα της τελικής συντριβής του. Συνεργάστηκε αρμονικά με τους πάντες στη σκηνή και ήταν εξαιρετικά ομαδικός. Από τις καλύτερες ερμηνείες που έχω δει τα τελευταία χρόνια από τον ηθοποιό αυτό.
Η Μπέττυ Αρβανίτη υποδύεται τον Τειρεσία, σε μια εμφάνιση-έκπληξη και αγνώριστη από το έντονο μακιγιάζ. Βλέποντάς τη για άλλη μια φορά στη σκηνή, με πείθει ότι έχει ικανότητες χαμαιλέοντα να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις κάθε ρόλου, να τον φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με το θεατή, να ισορροπεί ανάμεσα σε εσωτερική ορμή και μέτρο και τελικά να τον αποδίδει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Έτσι ακόμα και μια μικρή αλλά χαρακτηριστική εμφάνιση σε μια παράσταση, μπορεί να αναδείξει τον ολοκληρωμένο τρόπο που αντιμετωπίζει τις ερμηνευτικές της προκλήσεις.
Ο Βασίλης Μαγουλιώτης ερμηνεύοντας τον Αίμονα, εμφορείται από μια ασίγαστη νεανική ορμή και ένταση που τον παρασύρει λιγάκι στα όρια, αλλά καταφέρνει να μην κάνει το ρόλο του καρικατούρα. Στέκεται καλά δίπλα στον Κρέοντα αντιμετωπίζοντάς τον λεκτικά, δείχνοντας να αντέχει ερμηνευτικά την αντιπαράθεση. Χρειάζεται και αυτός λίγη δουλειά, αλλά έδειξε ψήγματα ταλέντου που θα του δώσουν ακόμα σημαντικότερους ρόλους στο μέλλον.
Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου στο ρόλο της Ισμήνης, κρατάει με συνέπεια μια ερμηνευτική γραμμή με λίγες φωνητικές εντάσεις και περισσότερο εσωτερικό πάθος, με αποτέλεσμα να έχει μια υγιή και γνήσια απόδοση της ηρωίδας της στη σκηνή της Επιδαύρου.
Η Στέλλα Φυρογένη ως Ευριδίκη, έχει μια άνιση μάχη με την ορχήστρα, που σκεπάζει σημαντικό μέρος του μονολόγου της, με αποτέλεσμα να χάνεται η τραγικότητά του και να κατακερματίζεται η προσπάθεια της καλής ηθοποιού να αποδώσει την απελπισία μιας μάνας για τον άδικο χαμό του γιου της.
Ο Αντώνης Κατσαρής έπαιξε το Φύλακα και έκανε το ρόλο του καρικατούρα, επιδιώκοντας να του προσθέσει μια κωμικά φοβισμένη πλευρά, η οποία δε λειτούργησε σε καμία στιγμή της παρουσίας του απέναντι στον Κρέοντα, αφαιμάζοντας έτσι σχεδόν όλη την τραγική ουσία του ρόλου του.
Ο χορός των Θηβαίων γερόντων, συγκροτείται από τον Κώστα Καστανά, το Νίκο Μπουσδούκο, τη Μαρία Σκούντζου, τον Αστέρη Πελτέκη και το Γιάννη Χαρίση, οι οποίοι είναι σημαντικοί κρίκοι στην αλυσίδα του λόγου του Σοφοκλή. Είναι αυτοί που προσπαθούν με τη λογική να μεταπείσουν το βασιλιά τους και να του αλλάξουν απόφαση, προλαμβάνοντας την επερχόμενη τραγωδία.
Ιδιαίτερη μνεία θέλω να κάνω στην αισθαντική φωνή της κυρίας Σκούντζου, που μας γλύκαινε, όποτε έπαιρνε το λόγο και στο Νίκο Μπουσδούκο που στάθηκε απόλυτα ισορροπημένα και μετρημένα στη σκηνή.
Να τονίσω ότι κανείς από τους "γέροντες" δεν ένιωσα να υστέρησε ερμηνευτικά, αποτελώντας μια εξαιρετικά συμπαγή και δυναμική ομάδα.
Μαρία Κωνσταντά, Ευτυχία Σπυριδάκη, Λυδία Τζανουδάκη και Αντωνία Χαραλάμπους ήταν ο χορός των κοριτσιών της Θήβας, τα οποία συνεργάστηκαν εξαιρετικά τόσο με το χορό των γερόντων, όσο και με τους μουσικούς. Το μουσικό τρίο ήταν οι Αλέξανδρος Μιχαηλίδης/Κώστας Τζέκος (εναλλάξ) στο κλαρινέτο, ο Μάνος Βεντούρας στο κόρνο και οι Γιάννης Καΐκης και Σπύρος Βέργης (εναλλάξ) στο τρομπόνι.
Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, μίνιμαλ, αλλά λειτουργικό, απέδωσε τους απαραίτητους συμβολισμούς του σκηνοθέτη και έδωσε χώρο κίνησης στους ηθοποιούς, ενώ τα κοστούμια της ίδιας, αρχαιοπρεπώς σύγχρονα και αντιπροσωπευτικά των χαρακτήρων που έντυσαν.
Η μουσική του Χαράλαμπου Γωγιού αποτέλεσε ένα εξαιρετικό soundtrack στην πορεία της παράστασης και βοήθησε σημαντικά στην ομαλή και απρόσκοπτη ροή της.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου ένιωσα να ψάχνονται στο πρώτο μισό της παράστασης και να μην ακολουθούν τους ηθοποιούς στην κίνησή τους στο χώρο, για να συντονιστούν στη συνέχεια.
Η κίνηση της Πολίν Ουγκέ συνεργάστηκε αρμονικά με το λόγο και στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν συντονισμένη και ομαδική.
Συμπερασματικά, στη σκηνή της Επιδαύρου, ο Στάθης Λιβαθινός μας έδωσε μια φρέσκια ματιά πάνω σε ένα πολύ γνωστό αρχαίο μύθο. Βασισμένος σε μια εξαιρετική μετάφραση, την οποία μετέφερε αυτούσια, έβαλε το λόγο του Σοφοκλή στο προσκήνιο και φρόντισε να είναι διακριτικά πάντα δίπλα του να καλύπτει ατέλειες, χάσματα και λάθη. Αδυναμίες υπήρξαν, αλλά καλύφθηκαν από την έντιμη συνολική προσπάθεια. Και η ουσία είναι ότι η προσπάθεια αυτή είχε στόχο, ισορροπία, σωστή αξιοποίηση του αρχαίου λόγου, συνέχεια και συνέπεια στη ροή της και διατήρησε την αυθεντικότητά της, βάζοντας στην εκδοχή που είδα, την προσωπική σφραγίδα του σκηνοθέτη και των συντελεστών της.