ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τετάρτη, 09/03/2016 18:00
Το εμβληματικό κείμενο του Λέοντος Τολστόι ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ, σκηνοθετεί ο Πέτρος Ζούλιας για το Εθνικό Θέατρο, στη σκηνή του Ρεξ.
Στην αριστοκρατική Ρωσία του 19ου αιώνα και στη συντηρητική Αγία Πετρούπολη, οι ανθρώπινες σχέσεις περνούν μέσα από τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής, μέσα από ένα φίλτρο ψευδεπίγραφου καθωσπρεπισμού και υποκρισίας.
Η Άννα Καρένινα σε ένα της ταξίδι στη Μόσχα γνωρίζει το νεώτερό της κόμη Βρόνσκι και η γνωριμία τους εξελίσσεται σε ένα ερωτικό πάθος ανεξέλεγκτο. Προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στον απαγορευμένο έρωτα και το καθήκον της απέναντι στο σύζυγο και το γιο της, η Καρένινα βυθίζεται όλο και περισσότερο σε ένα τέλμα ηθικό και προσωπικό. Κάθε επιλογή της μοιάζει να την οδηγεί σε βαθύτερα αδιέξοδα και το τραγικό τέλος αυτής της σχέσης μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτο. Ο κοινωνικός περίγυρος έχει καταδικάσει τη σχέση αυτή και κάνει τη συμβίωση των δύο εραστών σχεδόν αδύνατη, οδηγώντας παράλληλα τον ευαίσθητο ψυχισμό της Καρένινα στην τρέλλα.
Η μετάφραση και η διασκευή ανήκει στους Αντώνη και Κωνσταντίνο Κούφαλη και η οποία διατηρεί όλο τον εκφραστικό και συναισθηματικό πλούτο του λόγου του Τολστόι, αλλά δεν αποφεύγει κάποιες περιττές σκηνές και κάποιες άλλες όπου ο λόγος πλατιάζει και γίνεται ελαφρώς αδιάφορος.
Ο Πέτρος Ζούλιας ανέλαβε τη σκηνοθετική επιμέλεια του όλου εγχειρήματος και προσπάθησε να συνδυάσει την ουσία του κειμένου του Τολστόι και τις ψυχογραφικές του εκφάνσεις, με μία σκηνική υπερπαραγωγή στη σκηνή του Ρεξ. Ο συνδυασμός αυτός είναι ιδιαζόντως επικίνδυνος, καθώς ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να μην βρεθούν οι ισορροπίες μεταξύ των δύο. Στα πλαίσια της υπερπαραγωγής εντάσσεται και το επί σκηνής τραίνο, το οποίο είναι παρόν σε όλη τη διάρκεια της παράστασης και εξυπηρετεί όλες τις σκηνικές ανάγκες της. Όντας εντυπωσιακό, τουλάχιστον ως προς τη σκηνή του ταξιδιού στη Μόσχα, στη συνέχεια αρχίζει η συνεχής παρουσία και περιστροφή του να κουράζει και καθίσταται ελαφρώς δυσλειτουργικό, καθώς καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της σκηνής και δεν αφήνει χώρο για άλλο σκηνικό και κατά τη γνώμη μου δυσχεραίνει την ελεύθερη κίνηση των ηθοποιών στη σκηνή, καθώς όλες σχεδόν οι είσοδοι ή έξοδοι γίνονται μέσα από αυτό, χωρίς ιδιαίτερο λόγο.
Ο ρυθμός του πρώτου μέρους ξεκινάει διστακτικά και με σχετικά αργό τέμπο, αλλά και μετά τα πρώτα αναγνωριστικά λεπτά, η παράσταση δεν ανεβάζει αισθητά ταχύτητα, δεν εξελίσσεται, κινούμενη στα ρηχά νερά μιας ηθογραφίας εποχής, με συχνά αδιάφορους διαλόγους και μη επιχειρώντας να εμβαθύνει στην ψυχοσύνθεση των ηρώων και με όχημα αυτή να ανεβάσει τους ρυθμούς και τη θερμοκρασία της παράστασης.
Για το θεατή το διάλειμμα έρχεται σα μάννα εξ'ουρανού, όχι μόνο για τη σωματική, αλλά και την πνευματική του ξεκούραση, καθώς ο νους έχει συγκεντρώσει πολλές άχρηστες πληροφορίες, εις βάρος της ουσίας και της πραγματικής προβληματικής του έργου.
Στο δεύτερο μέρος τα πράγματα καλυτερεύουν και το τέμπο γίνεται πιο εντατικό, εστιάζοντας στους χαρακτήρες και στη μεταξύ τους αλληλεπίδραση ο ένας στη ζωή του άλλου, αλλά και τις ψυχολογικές τους διακυμάνσεις. Προχωράει βαθύτερα και τονίζει πόσο ψυχοφθόρο και εξοντωτικό μπορεί να είναι ένα προσωπικό πάθος ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις, καυτηριάζοντας ταυτόχρονα την υποκρισία και το ψέμα πάνω στα οποία έχει οικοδομηθεί και κινείται η πραγματικότητα. Οι διάλογοι αποκτούν ενδιαφέρον και πάθος και η εξέλιξη της ιστορίας κρατιέται σε ροή και ισορροπία.
Γενικότερα η σκηνοθεσία του κυρίου Ζούλια, κλείνει εν τέλει πιο έντονα το μάτι στον εντυπωσιασμό του θεατή και στη λογική της υπερπαραγωγής, βάζοντας (κυρίως στο πρώτο μέρος) σε δεύτερη μοίρα την ουσιαστική ανάλυση της ιστορίας και τη δημιουργία ερεισμάτων για σκέψη και συναισθηματική φόρτιση στο θεατή. Βλέπουμε έτσι μια παράσταση μεγάλη σε διάρκεια, κουραστική, που δεν καταφέρνει σε καμία στιγμή να συγκινήσει έντονα, να πείσει για το πάθος των ηρώων της και να δέσει σε ένα ενιαίο και αρμονικό σύνολο. Το δεύτερο μέρος διορθώνει αρκετά κακώς κείμενα, αλλά δεν αρκεί για να απογειώσει μια παράσταση ανισομερή και χωρίς επαρκή ανάπτυξη.
Η Μαρία Ναυπλιώτου αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Άννας Καρένινα και στην αρχή είναι ομολογουμένως αρκετά υποτονική με επίπεδη και άχρωμη φωνή, που συχνά υπερκαλύπτεται από τη μουσική. Σιγά, σιγά αρχίζει να βάζει ένταση, χρώμα και πάθος στο λόγο και να κάνει την παρουσία της πιο επιβλητική. Δεν παύει να έχει κάποιες μικρές διακυμάνσεις στην ερμηνεία της ανάλογες και με τις ψυχολογικές εντάσεις στις οποίες βρίσκεται η ηρωίδα την οποία υποδύεται. Χωρίς να υπάρχει κάποιο χτυπητό ψεγάδι στο ρόλο, δεν ένιωσα να τον απογειώνει σε καμία στιγμή και να φτάνει σε ερμηνευτικά κρεσέντο, στα οποία την έχουμε συνηθίσει σε άλλες παραστάσεις που έχει συμμετάσχει.
Ο Ορφέας Αυγουστίδης, υποδυόμενος τον κόμη Βρόνσκι, θεωρώ ότι δεν είχε το φιζίκ για το ρόλο αυτό. Με παιδικό πρόσωπο και χωρίς την ένταση και το πάθος στη σκηνική του παρουσία, που θα έσπαγε κόκκαλα και θα απογείωνε το δίδυμο Βρόνσκι-Καρένινα, είχε μια καλή ερμηνεία, αλλά σχετικά ρηχή και χωρίς τη δωρικότητα και την ολοκληρωτική συγκινησιακή φόρτιση που θα απαιτούσε ο χαρακτήρας αυτός. Η χημεία του με την συμπρωταγωνίστριά του, είχε τις καλές και τις κακές της στιγμές, η οποία ενώ δε σε αφήνει αδιάφορο, δε σε συγκλονίζει και δε σε πείθει απόλυτα για την αλήθεια της.
Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος ήταν ο Καρένιν, ο σύζυγος της Άννας, ο οποίος υιοθέτησε μια ψύχραιμη προσέγγιση στον ήρωά του, χωρίς υπερβολικές δραματικές εξάρσεις, αλλά με ελεγχόμενη συναισθηματική συμμετρία, ένταση φωνής και αρμονία λόγου και κίνησης. Δεν κάνει μελό σκηνές ζηλοτυπίας, αλλά παλεύει με όλες του τις δυνάμεις να σώσει τη σχέση και το γάμο του, δίνοντας μια ερμηνεία σωστά δομημένη και με πλήρη κατανόηση των απαιτήσεών της.
Στο ρόλο του Πρίγκηπα Ομπλόνσκι, αδερφού της Καρένινα, είδαμε το Μελέτη Ηλία, σε μία ώριμη και ισορροπημένη παρουσία. Μπόλιασε το χαρακτήρα με λίγο χιούμορ και τρέλλα και σε κάποιες σκηνές τον οδήγησε στα όρια, χωρίς όμως να τον κάνει καρικατούρα. Έβγαλε συναίσθημα, έβγαλε γνησιότητα και έδωσε το προσωπικό του στίγμα.
Η χημεία του ως ζευγάρι με την Ευδοκία Ρουμελιώτη (Ντάρια Ομπλόνσκι) που υποδύθηκε τη σύζυγό του, ήταν συμπαγής, πειστική και στέρεη, καθώς και αυτή αντιμετώπισε την ηρωίδα της με ζέση, δημιουργική ένταση και πάθος. Θηλυκή, ερωτική, με το συναίσθημα να κινεί την ερμηνεία της, είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που χρειαζόταν ο ρόλος. Κάποιες στιγμές θα μπορούσα να πω ότι έκλεψαν τις εντυπώσεις ακόμα και από το πρωταγωνιστικό ζευγάρι.
Η Ευγενία Δημητροπούλου έπαιξε την Πριγκίπισσα Κίττυ, ξεκινώντας λίγο μουδιασμένα και χωρίς να έχει μπει στην ουσία του, αλλά προς το τέλος του πρώτου μέρους ανέβηκε επίπεδο και βρήκε τις ισορροπίες και το μέτρο που χρειαζόταν. Αποτέλεσε έτσι το ιδανικό και δυναμικό συμπλήρωμα του Κονσταντίν Λέβιν, που τον υποδύθηκε ο Μάξιμος Μουμούρης, στη σκηνική της συνύπαρξη με αυτόν ως ζευγάρι.
Ο Λέβιν, ένας καλοκάγαθος, αλλά αναιμικός χαρακτήρας αποδόθηκε με σχετική επιτυχία από τον καλό ηθοποιό, ο οποίος είχε μια αθωότητα και έναν σχεδόν παιδικό αυθορμητισμό στην ερμηνεία, συνθέτοντας άλλο ένα πετυχημένο σκηνικό δίδυμο με την Κίττυ.
Η Κωνσταντίνα Τάκαλου στο ρόλο της κόμισσας Βρόνσκαγια, μητέρας του Βρόνσκι, ήταν λίγο νευρική και λίγο αποπροσανατολισμένη στην ερμηνεία της. Έδειχνε λίγο αφηρημένη στην εκφορά του λόγου και στατική στην κίνησή της.
Ο Γεράσιμος Γεννατάς υποδύθηκε το Νικολάι Λέβιν, το μέθυσο και περιθωριακό αδερφό του Κονσταντίν, με αρκετή δόση υπερβολής στην ένταση της φωνής και στις κινήσεις που συνόδευαν το λόγο του, χωρίς να καταφέρει να μπει στην ουσία του σύντομου ρόλου, αλλά σκαλίζοντας μόνο την επιφάνεια αυτού.
Η Μυρτώ Αλικάκη έπαιξε την Κόμισσα Λύντια Ιβάνοβνα με μια αεράτη, αλλά συχνά τηλεοπτική προσέγγιση στο ρόλο, που σε κάποιες σκηνές λειτούργησε θετικά, ενώ σε κάποιες άλλες διολίσθησε στην καρικατούρα. Τον πολυπληθή θίασο της σκηνής του Ρεξ συμπλήρωσαν οι Αλέξανδρος Μπαλαμώτης (Καρνέι), Δημήτρης Καραμπέτσης (Υπηρέτης Ματβέι, σε μια σύντομη, αλλά ιδιαίτερη "ζεστή" και ανθρώπινη ερμηνεία), Μαριάννα Τουντασάκη (Ματριόνα), Ντίνα Αβαγιανού (Κόμισσα Νόρντστον, σε μία κλασσική ερμηνεία της κουτσομπόλας και διαβρωμένης κυρίας της αριστοκρατίας), Δήμητρα Σιγάλα (Πριγκίπισσα Μπέτσυ), Μαρίνος Δεσύλλας (Τβιέρσι/Γιατρός), Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος (Κόμης Νόρντστον), Θοδωρής Φραντζέσκος (Γεγκόρουσκα/Μιχαήλοφ), Γιάννης Αθητάκης (Κόμης Καρνούνσκι), Σταύρος Μερμήγκης (Ιερέας/Φιόντορ), Αντώνης Χατζής (Διπλωμάτης/Πιοτρ), Γεωργία Μητροπούλου (Σορόκινα/Σεριόζα) και ο Σπύρος Μπιμπίλας (στο ρόλο του μουζίκου και του Ζυλ Λαντό), δημιουργώντας μια ομάδα λειτουργική και ενεργά διεκπεραιωτική στην παράσταση.
Τα σκηνικά της Αναστασίας Αρσένη, με το τραίνο φυσικά να κυριαρχεί στη σκηνή, εντυπωσιακά μεν, αλλά βαριά και δυσλειτουργικά, τόσο όσον αφορά την κινητικότητα των ηθοποιών, όσο και για την έλλειψη φαντασίας και δημιουργικότητας ως προς τους υπόλοιπους σκηνικούς χώρους της παράστασης. Τα κοστούμια της ίδιας αντιπροσωπευτικά της περιόδου του έργου και λειτουργικά ως προς την παράσταση.
Η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου κυρίως στην αρχή υπερκάλυπτε το λόγο των ηθοποιών και επαναλάμβανε τα ίδια μοτίβα μέχρι το τέλος της παράστασης, με μία τάση να γίνει κουραστική.
Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου και αυτοί στη λογική της υπερπαραγωγής ένιωσα ότι απλά φώτισαν, χωρίς διάθεση να δημιουργήσουν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα.
Η επιμέλεια της κίνησης ανήκε στο Φώτη Διαμαντόπουλο και με λίγες εξαιρέσεις, ήταν προσεγμένη και με εμφανή προσπάθεια να δέσει με το λόγο και να τον υπηρετήσει.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Ρεξ, είδα μια παράσταση ενός εμβληματικού κειμένου, η οποία στη λογική και στο βωμό της υπερπαραγωγής και μίας feelgood αισθητικής, θυσίασε το μεγαλύτερο μέρος της ουσίας και της προβληματικής του έργου του Τολστόι. Δεν κατάφερε να συγκινήσει, δεν κατάφερε να ταυτίσει το θεατή με τους πάσχοντες ήρωες, απλά έδωσε ένα εντυπωσιακό θέαμα και κάποιες αφορμές για σκέψη και συζήτηση. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο δεν απογείωσε τους ρόλους του και δεν έπεισε για το παθιασμένα ερωτευμένο δίδυμο της παράστασης, ενώ καλύτερα λειτούργησαν κάποιοι παράπλευροι ρόλοι και ζευγάρια. Μια παράσταση που τουλάχιστον εγώ δε θα θυμάμαι για πολύ καιρό, ενώ υπήρχαν οι δυνατότητες για κάτι εντονότερο και δυναμικότερο. Μια χαμένη ευκαιρία;
Σπυριδων
24 Μάρτιος 2016 στις 03:49 | #
Μα καλά σ άλλη παράσταση ήσουν βρε Γιώργο μου ? ο Μάξιμος ο καλός ηθοποιός? που με το ζόρι αρθρώνει τις λέξεις ....δεν κατάφερε τον ρόλο του ο Γεννατάς ? που έπαιζε με μεγαλύτερο πάθος απ όλους (πράγματι με πιο δυνατή φωνή από ότι χρειάζεται )...και κατάφερε δηλαδή τον ρόλο της η Ρουμελιώτη ?που απλά ήταν απούσα ή ο Γεωργακόπουλος ?που θύμιζε ήρωα του Φώσκολου (με ρυθμική εκφορά Λάμψης παρακαλώ) .Πραγματικά με προβληματίζει ο τρόπος που βλέπεις τις ερμηνείες των ηθοποιών .
απάντηση