ΑΜΥΝΤΑΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΑΜΥΝΤΑΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

Τον ΑΜΥΝΤΑ που τυπώθηκε το 1745, από ανώνυμο συγγραφέα, σκηνοθέτησε στο Ηρώδειο ο Σπύρος Ευαγγελάτος.

Η έρευνα του σκηνοθέτη απέδειξε τελικά ότι ο "δράστης" της συγγραφής ήταν ο Κυθήριος Γεώργιος Μόρμορης, που έκανε μια ελεύθερη παράφραση του ομώνυμου κειμένου του Τορκουάτο Τάσσο.

Πρόκειται για μια ποιμενική κωμωδία, στην οποία εξιστορούνται ο μεγάλος έρωτας του Αμύντα προς τη Σύλβια, η οποία προσποιείται στην αρχή ότι δεν τον θέλει και όλα τα ερωτικά τεχνάσματα που αυτός χρησιμοποιεί για να την κατακτήσει. Μεταξύ αυτών, και διάφορες άδοξες προσπάθειες να αυτοκτονήσει, με την κοπέλα να μένει φαινομενικά ασυγκίνητη. Όταν αυτή χάνεται και κυκλοφορεί η φήμη ότι πέθανε, ο Αμύντας επιχειρεί πραγματικά να πεθάνει. Η Σύλβια στην επάνοδό της, μαθαίνει τα νέα και μετανοεί για τα ερωτικά νάζια που έκανε στον Αμύντα. Τελικά ο καλός της έχει σωθεί από την πτώση στον γκρεμό και κάπως έτσι, σαν παραμύθι, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Το κείμενο γραμμένο σε μια έμμετρη τοπική γλώσσα με ιδιωματισμούς των Κυθήρων, φέρνει μια νοσταλγικότητα και ένα λυρισμό, που πηγάζει και από την ίδια τη ρομαντική του θεματολογία. Η διασκευή από το σκηνοθέτη διατηρεί όλα αυτά τα αυθεντικά στοιχεία, δοσμένα με ένα σύγχρονο και ζωντανό τρόπο.

Ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ακάματος παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, σκηνοθετεί την παράσταση με στόχο διττό, αφενός να διατηρήσει την αυθεντικότητα και τη παραδοσιακή αίσθηση του έργου, αλλά ταυτόχρονα να το φέρει πιο κοντά στη σημερινή πραγματικότητα, ώστε να μη μείνει μια στείρα νοσταλγία στο τελικό αποτέλεσμα. Δεν πειράζει τη γλώσσα και την ποίηση που απορρέει από αυτή, αλλά δεν παραλείπει να προσθέτει μικρές σφήνες από το παρόν, ώστε να φρεσκάρει τη λειτουργικότητα του εγχειρήματος. Και καταφέρνει ο τελικός συνδυασμός να είναι ένας έμμετρος λόγος προσιτός στο κοινό, με τον οποίο δείχνει να διασκεδάζει και να γελάει. Υπάρχει η εγγενής αδυναμία του κειμένου, το οποίο σαν ουσία και περιεχόμενο είναι απλοϊκό και εξαντλείται γρήγορα, με το σκηνοθέτη να αναγκάζεται να επέμβει σε σκηνές επιμηκύνοντάς τες, να προσθέτει κάποιες εικόνες-διαλόγους μεταξύ των πρωταγωνιστών, για να πετύχει καλύτερη σύνδεση των ήδη υπαρχουσών και να δημιουργεί κάποια μικρά "χορικού τύπου" στιγμιότυπα-ανάσες στο χειμαρρώδη λόγο. Η ροή του έργου, μετά το πρώτο αναγνωριστικό τέταρτο, γίνεται εξαιρετικά γρήγορη, με μια ατμόσφαιρα ευφρόσυνη και ροή λόγου, ισόρροπη και συνεπή. Μια μικρή κοιλιά, κάπου στα μέσα της παράστασης δεν αποφεύγεται, αλλά ξεπερνιέται γρήγορα με την επάνοδο σε ενδιαφέροντες συνδυασμούς εικόνας και λόγου και εναλλαγές του φωτισμού. Ο σκηνοθέτης συντόνισε αρμονικά την ομάδα των ηθοποιών, τόσο κατά μόνας, όσο και σε μικρές υποομάδες (Αμύντας-Τίρσης, Σύλβια-Δάφνη) και προσάρμοσε τη νεανική τους ορμή στις ανάγκες των ρόλων.

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, στο ρόλο του Αμύντα, είχε από την αρχή της παράστασης ένα πάθος και μια φλόγα για το χαρακτήρα του. Του εμφύτευσε μια δημιουργική τρέλλα και μια σχεδόν αστείρευτη ενέργεια, ενώ χρησιμοποίησε μια σχεδόν παιδική αφέλεια, στις στιγμές της απογοήτευσής του από το αντικείμενο του πόθου του. Η ενέργεια μεταφράστηκε και σε μια διαρκή κίνηση, που υπάκουε σε μια κεφάτη και μπριόζα χορογραφία, που συνδυάστηκε επιτυχημένα με το χειμαρρώδη και σκαμπρόζικο λόγο. Αποτέλεσμα μια εξαιρετική ερμηνεία από τον ηθοποιό, που έδειξε να ζει και να διασκεδάζει το ρόλο του.

Η Φαίη Ξυλά ερμήνευσε τη Σύλβια και είχε κάποιες ατέλειες. Χωρίς ιδιαίτερη ψυχή και ένταση ο λόγος της, χάσαμε κάποιες ατάκες λόγω έντασης φωνής και μερικές φορές έμοιαζε κάπως κουρασμένη, ενώ και η κίνησή της ήταν νωχελική και δεν εξέπεμπε διάθεση δημιουργική, δείχνοντας έτσι να μην έχει μπει απόλυτα και ουσιαστικά στο πνεύμα και τις απαιτήσεις της ηρωίδας της. Άχρωμη σε αρκετές σκηνές, είχε κάποιες φωτεινές στιγμές σε κάποιες άλλες, αλλά γενικά δεν κατάφερε να περισώσει και πολλά από το ρόλο.

Η Βίκυ Βολιώτη υποδυόμενη τη φίλη της Σύλβιας, τη Δάφνη, καταφέρνει και πάλι να προσαρμόσει το υποκριτικό της μέτρο, σχεδόν ιδανικά στις απαιτήσεις του ρόλου της. Χωρίς φωνητικές ή κινησιολογικές ακρότητες, φαινόταν να είναι πάντα ενεργά παρούσα στη σκηνή και να δίνει τον απαραίτητο παλμό και τη δυναμική που θα απαιτούσε ένας απόλυτα γυναικείος ρόλος, άλλοτε πολυμήχανη και εφευρετική και άλλοτε ανασφαλής και σε εσωτερικές αναζητήσεις.

Ο Θανάσης Κουρλαμπάς στην αντίστοιχη ανδρική εκδοχή του φίλου του Αμύντα, του Τίρση, απετέλεσε την "ήρεμη δύναμη" στην ορμητικότητα και την εκρηκτικότητα του φίλου του. Με υπόγειο και έξυπνο χιούμορ, αλλά και σκηνική ψυχραιμία, ακολούθησε μέχρι κάποιο σημείο την τρέλλα του, αλλά φρόντιζε και να τον προσγειώνει στην πραγματικότητα. Ισορροπημένος, συνεπής και με καθαρή άρθρωση στη φωνή, ήταν ακόμα μια καλή παρουσία στη σκηνή του Ηρωδείου.

Ο μπασοβαρύτονος Μάριος Σαραντίδης, μας έτερψε με τις φωνητικές του δυνατότητες και τα τραγούδια του αποτέλεσαν μια ανάσα δροσιάς στην πρόζα και μάλιστα σε καίρια σημεία, όπου άρχιζε να εμφανίζεται μια κούραση.

Θανάσης Δήμου, Χριστιάννα Ματζουράνη, Θωμάς Γκαγκάς και Γεράσιμος Σκαφίδας, συμπλήρωσαν επιτυχημένα, κατά το πλείστον το καλοκουρδισμένο και δουλεμένο καστ των ηθοποιών, ερμηνεύοντας αρκετούς μικρούς ρόλους, συμπληρώνοντας την αλυσίδα των χαρακτήρων του έργου.

Το σκηνικό του Γιώργου Πάτσα είχε κάτι το απόκοσμο με τις κούκλες-καρικατούρες να γεμίζουν τη σκηνή, αλλά και ένα κουβούκλιο στο κέντρο της, που βοηθούσε στην κινητικότητα των ηθοποιών, εν τέλει αποδείχτηκε λειτουργικό και αναδείχθηκε με την εναλλαγή των φωτισμών.

Ο ίδιος ανέλαβε και τα κοστούμια, τα οποία είχαν ελληνικότητα και ήταν πιστά στην παράδοση τη βουκολική.

Η μουσική του Γιάννη Αναστασόπουλου ήταν ευχάριστη παρέα στα μικρά διαλείμματα της πρόζας, ενώ οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, έδωσαν χρώμα και μαγεία στο χώρο του Ηρωδείου και λειτούργησαν δημιουργικά στη ροή της παράστασης. Η χορογραφία της Αντιγόνης Γύρα, ήθελε λίγο συντονισμό ακόμα, αλλά συνδυάστηκε υπέροχα με το λόγο και βοήθησε τους ηθοποιούς να έχουν ολοκληρωμένες ή πολύ καλές ερμηνείες στις περισσότερες σκηνές.

Συμπερασματικά, ο Σπύρος Ευαγγελάτος στον ΑΜΥΝΤΑ του, μας απέδειξε, ότι διατηρεί το κέφι, τη διάθεση και το μεράκι να σκηνοθετεί έργα που ταιριάζουν στο ταμπεραμέντο του. Προσπάθησε να αναδείξει τα δυνατά σημεία και να καλύψει τις εμφανείς αδυναμίες του κειμένου με ευρήματα ευχάριστα στο κοινό και δημιούργησε μια παράσταση με ρυθμό, ατμόσφαιρα, καλές ερμηνείες και σημερινή αισθητική. Το κοινό δεν έδωσε σημασία στη μικρή κοιλιά, στα μείον του κειμένου ή σε κάποιες πιο μέτριες ερμηνείες, αλλά απορρόφησε μια θετική ενέργεια γνήσια και αυθεντική και χειροκρότησε δικαίως παρατεταμένα στο τέλος.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.