ΑΛΕΞΗΣ ΖΟΡΜΠΑΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 23/04/2018 11:10
Το έργο του Νίκου Καζαντζάκη (σε διασκευή Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου) "Αλέξης Ζορμπάς" σκηνοθετεί στο Θέατρο Βέμπο ο Σταμάτης Φασουλής. Βασισμένο στο μυθιστόρημα του μεγάλου Κρητικού συγγραφέα "Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά" του 1946, διασκευάστηκε από το γνωστό συγγραφικό δίδυμο και μετά την επιτυχημένη καλοκαιρινή του περιοδεία, συνεχίζει και τη χειμερινή θεατρική σαιζόν. Στην ιστορία, ένας διανοούμενος και λίγο δανδής τύπος περιμένει στο λιμάνι του Πειραιά να ταξιδέψει στην Κρήτη για να εκμεταλλευτεί την πατρική του περιουσία ενός ορυχείου λιγνίτη και να κερδίσει χρήματα. Εκεί τον πλευρίζει ένας μεγαλύτερος, λαϊκός τύπος με ένα σαντούρι, λίγο πιο ηλικιωμένος, που τον φωνάζει αφεντικό και τον διαβεβαιώνει ότι είναι ο ιδανικός για να είναι στη δούλεψή του. Γοητεύεται από τον τρόπο που φέρεται και μιλάει, τον προσλαμβάνει και τελικά ταξιδεύουν μαζί στην Κρήτη γράφοντας τον πρόλογο μιας μακράς συνύπαρξης και συνεργασίας, όπου θα μάθουν και οι δύο πολλά για τη ζωή, τις γυναίκες, το Θεό και το θάνατο. Όπως είναι φυσικό θα συναντήσουν πολλούς ντόπιους χαρακτήρες, με τις γυναικείες φιγούρες της Αννιώς και της μαντάμ Ορτάνς να στιγματίζουν την εκεί παρουσία τους και θα εμπλακούν σε αρκετά επεισόδια της τοπικής κοινωνίας. Όταν όμως όλα τα επιχειρηματικά πλάνα των δύο αποτυγχάνουν, έχοντας εξαντλήσει και τα οικονομικά αποθέματα, οι δρόμοι τους αναγκαστικά θα χωρίσουν, με τον αποχωρισμό να είναι χαρακτηριστικός της φιλοσοφίας ζωής του Ζορμπά. Η διασκευή του αρχικού κειμένου, δεν αλλοιώνει το βασικό του ιστό, αλλά έχει κάποιες αστοχίες στη θεατρική του εκδοχή, όπου η αφήγηση γίνεται επίπεδη και γραμμική, η εξέλιξη αργή και διολισθαίνει από τη στιβαρότητα και τη δυναμική του πρωτοτύπου.
Ο Σταμάτης Φασουλής σκηνοθετεί το εγχείρημα, προσπαθώντας να κρατήσει τις ισορροπίες μεταξύ της μεγάλης παραγωγής, των φιλοσοφημένων μηνυμάτων του κειμένου και των χαρακτηριστικών ανθρώπινων τύπων που πλάθει ο Καζαντζάκης. Πάντα στη μεταφορά στο θέατρο ενός λογοτεχνικού έργου ελλοχεύουν κίνδυνοι παραποίησης του ύφους του συγγραφέα. Δόθηκε μεγαλύτερη σημασία στο φαίνεσθαι της παράστασης και λιγότερο στην ουσία και τα μηνύματα του μύθου. Η αφήγηση ντύθηκε ένα χαρίεν προσωπείο και ανέλαβε σημαντικό ρόλο στη ροή της ιστορίας, αντί να παρεμβάλλεται σαν διάλειμμα της δράσης. Οι περισσότεροι χαρακτήρες δε βρήκαν έτσι πρόσφορο έδαφος να εξελιχθούν και να αποκτήσουν οντότητα και ειδικό βάρος. Οι βαθιές αντιθέσεις τους, οι συμβολισμοί και οι προεκτάσεις τους (φιλοσοφικές, θρησκευτικές, ηθικές, κοινωνικές) πέρασαν ακροθιγώς, με το κύριο μέλημα του έργου να είναι ένα τελικό feelgood συναίσθημα, απαλλαγμένο όμως από τη δημιουργική και στοχαστική σκέψη. Η δράση υπάρχει, αλλά όπου είναι παρούσα, έχει μια επιδερμική προσέγγιση, δε δείχνει να βγαίνει βαθιά μέσα από τους ήρωες, δεν τους ψυχογραφεί. Η εναλλαγή των σκηνών έχει μια κινηματογραφικότητα, υπάρχει χιούμορ, (λίγες) δραματικές κορυφώσεις, κάποιες εικόνες που δημιουργούνται έχουν δυναμική και ένταση, αλλά όχι αρκετή, ώστε να παρασύρουν το θεατή στο πραγματικό σύμπαν και τις ενδότερες αναζητήσεις του Ζορμπά.
Ο Γρηγόρης Βαλτινός αναλαμβάνει το (δύσκολο) ρόλο του Αλέξη Ζορμπά, έναν εμβληματικό χαρακτήρα, στην κινηματογραφική εκδοχή του οποίου απολαύσαμε τον Anthony Quinn. Έχει τη σπίθα, έχει την ένταση που θα απαιτούσε ο ρόλος, αλλά σε αρκετές σκηνές αναλώθηκε σε στερεοτυπική ερμηνεία. Έδωσε μεγάλη βαρύτητα στο γυναικά Ζορμπά, ενώ ο λαϊκός φιλόσοφος έβγαινε κυρίως μέσα από τις περιγραφές του αφεντικού, χωρίς να αποτυπωθεί εκτενώς από τον ίδιο στη σκηνή. Γενικότερα ένιωσα ότι οι καλές και οι λιγότερο καλές του στιγμές είχαν μια ισορροπία, αλλά σίγουρα απείχε από το να απογειώσει το ρόλο .
Ο Μέμος Μπεγνής ήταν το αφεντικό, που ανυποψίαστο περιμένει στον Πειραιά την αναχώρησή του για την Κρήτη και βρίσκει το μέλλον του να συνδέεται αναπόσπαστα με αυτό του Ζορμπά. Με ένα "χαριτωμένο" λόγο και αντίστοιχη κίνηση, ήταν ένας αντιπροσωπευτικός τύπος δανδή κληρονόμου, αλλά κατά τα άλλα είναι μάλλον στατικός, άνευρος και πατάει σε τηλεοπτικές ευκολίες για να στηρίξει τις καλές στιγμές του. Το συναίσθημα που εκλύει στη σκηνή υποτονικό και αυτό και η φωνή του χωρίς το χρώμα, τις εναλλαγές και τις κορυφώσεις που περίμενα για τον αφηγητή ενός σημαντικού μέρους της ιστορίας.
Η Ταμίλα Κουλίεβα ερμηνεύει τη Μαντάμ Ορτάνς και έχει μπρίο, θηλυκότητα και ενέργεια στη σκηνή. Σε κάποιες σκηνές ίσως το παρατραβάει λίγο με την ξενική προφορά, αλλά καταφέρνει να είναι κωμική όπου χρειάζεται, παραπονιάρα όταν νιώθει τη ζωή της να περνά χωρίς στόχο και γνήσια ευτυχισμένη μετά το γάμο της με το Ζορμπά. Έμπειρη ηθοποιός, ξεπερνά γρήγορα μικρές σκηνικές αμηχανίες και ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στις απαιτήσεις του ρόλου της.
Η Ναταλία Δραγούμη υποδύεται την Αννιώ, την Κρητικιά χήρα, που γίνεται η πέτρα του σκανδάλου στο χωριό της. Δυναμική, με έμπειρα πατήματα, γυναικείο πάθος, είναι αρκετά πειστική στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ηρωίδας της. Λίγο αμήχανη στην ερωτική σκηνή με τον αφηγητή, αλλά στο σύνολό της βρήκε τις ισορροπίες που χρειαζόταν.
Ο Νίκος Βερλέκης είναι ο Μαυραντώνης, ένας από τους επιφανείς άντρες του χωριού και εκμεταλλεύεται την εμπειρία, το παρουσιαστικό του και τη βαθιά φωνή του, για να ερμηνεύσει με στιβαρότητα και αυθεντικότητα το μικρό του ρόλο.
Η αποκάλυψη ίσως της παράστασης είναι όμως ο Τάκης Παπαματθαίου στο ρόλο του Μιμιθού. Αστείος, χωρίς να γίνεται παλιάτσος, κάνει το χαμόγελο του θεατή να έχει μια πικρή επίγευση, καθώς μαζί με τα αστεία του λέει και αλήθειες, μερικές φορές δύσπεπτες στη συντηρητική κοινωνία του χωριού. Αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση όπου το ταλέντο του ηθοποιού, "συνάντησε" το ρόλο και τον έκανε δικό του.
Ο Ρένος Ρώτας ερμηνεύοντας τον Παυλή, στάθηκε κάπως αμήχανα στη σκηνή, μην ξέροντας που να διοχετεύσει τη νεανική ενέργεια του ρόλου. Χαμηλός τόνος ομιλίας και αβέβαιη κίνηση, από ένα νεαρό ηθοποιό που έχει δώσει δείγματα ότι μπορεί να τα καταφέρει πολύ καλύτερα.
Ο Γιώργος Παράσχος παίζοντας το Μανώλακα, είχε αρκετές στιγμές υπερβάλλουσας σκηνικής παρουσίας και φωνητικές κορυφώσεις στις οποίες δεν προσαρμόστηκαν κατάλληλα η αρμόζουσα συναισθηματική ένταση και σκληρότητα.
Η Στέλλα Γκίκα στο ρόλο της γυναίκας του Μαυραντώνη και μάνας του Παυλή ήταν εξαιρετική στη σκηνή του θρήνου για την απώλεια του γιου της.
Το ερμηνευτικό παζλ της παράστασης συμπληρώνουν με το ταλέντο και την παρουσία τους σε πολλούς μικρούς (αλλά σημαντικά υποστηρικτικούς προς τους πρωταγωνιστικούς) ρόλους ο Γρηγόρης Σταμούλης (απολαυστικό τρολάρισμα η ερμηνεία του ως μοναχού), η Άννα Μονογιού, ο Κωνσταντίνος Γιουρνάς (με πολύ καλή και αισθαντική φωνή), ο Βασίλης Ζαϊφίδης, ο Βασίλης Λέμπερος (θύμισε πολυεργαλείο), η Αλεξία Μουστάκα, η Αρετή Πασχάλη, η Δέποινα Πολυκανδρίτου, η Μαριαλένα Ροζάκη, ο Αλέξανδρος Σιάτρας, ο Γιώργος Τσούρμας, ο Νικορέστης Χανιωτάκης και η Χριστίνα Ψάλτη, αποτελώντας μια συμπαγή και καλοκουρδισμένη ομάδα στο σύνολό της.
Το σκηνικό του Μανώλη Παντελιδάκη είχε χαρακτήρα υπερπαραγωγής και κατάφερε να "γεννά" από μέσα του επί μέρους σκηνικά, λειτουργώντας ευεργετικά στη ροή της παράστασης.
Τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη προσεγμένα και ανάλογα με το χαρακτήρα (πιο grande για τη μαντάμ Ορτάνς και το αφεντικό, πιο λαϊκά για το Ζορμπά) που έντυναν κάθε φορά.
Η χορογραφία του Δημήτρη Παπάζογλου δουλεμένη στη λεπτομέρεια, με απολαυστική τη σκηνή του Κρητικού χορού, όπου σείστηκε η σκηνή στην εκτέλεσή της και η πλατεία από το χειροκρότημα που ακολούθησε.
Η ενορχήστρωση του Αλέξή Πρίφτη χωρίς ψεγάδια, απέδωσε όλη την αισθαντικότητα της αυθεντικής μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη. Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου, είχαν πολλά ανοιχτά πλάνα, αλλά όταν χρειάστηκε εστίασε σωστά στα πρόσωπα των χαρακτήρων και αποτύπωσε τις αγωνίες και τις ανασφάλειές τους.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Βέμπο, είδα μια παράσταση ενός πολύ σημαντικού βιβλίου της Ελληνικής Γραμματείας, του οποίου όμως η διασκευή ένιωσα να του αφαιρεί τις φιλοσοφικές του προεκτάσεις και να μένει μόνο στην επιφάνειά του. Μοιραία η σκηνοθεσία έδωσε αντίστοιχη ώθηση στο θέαμα, το έκανε πρωταρχικό μέλημα, αλλά περιόρισε σημαντικά το παραγόμενο συναίσθημα και το δημιουργικό προβληματισμό του θεατή. Οι ερμηνείες με καλές και λιγότερο καλές στιγμές, κάποιες πιο δυνατές, κάποιες πιο αδύναμες, χωρίς καμία όμως να ενοχλεί. Με άλλα λόγια, δε φεύγεις δυσαρεστημένος από αυτό που βλέπεις στο θεατρικό σανίδι, αλλά σε βάθος χρόνου θα θυμάσαι ελάχιστα από αυτό, καθώς δεν υποστηρίζονται επαρκώς τα πολλαπλά επίπεδα της γραφής του Καζαντζάκη.