ΑΙΑΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 19/06/2017 10:14
Την τραγωδία του Σοφοκλή "Αίας", σκηνοθετεί στη σκηνή του Θεάτρου Θησείον ο Χρήστος Σουγάρης.
Πρόκειται για το παλαιότερο από τα σωζόμενα έργα του αρχαίου Έλληνα δραματουργού, πρώτο μέρος της τριλογίας του, Αίας-Τεύκρος-Ευρυσάκης και περιγράφει την τρέλα και το άδοξο τέλος του αρχηγού των Σαλαμίνιων που συμμετείχαν στον Τρωικό Πόλεμο, όταν δεν του αποδόθηκαν τα όπλα του Αχιλλέα, τα οποία κέρδισε τελικά ο Οδυσσέας. Νιώθοντας βαθιά προσβεβλημένος από τα τεχνάσματα του συμπολεμιστή του και αρχηγού των Φαιάκων και τη μη απονομή δικαιοσύνης από τους Αγαμέμνονα και Μενέλαο, ο Αίας ξεσπά την οργή του με βίαιο τρόπο θανατώνοντας ζώα των Αχαιών και βάφοντας τα χέρια του στο αίμα τους, νομίζοντας ότι σκοτώνει τους εχθρούς του, διαπράττοντας ύβρη. Η μήνις των πρώην συμμάχων στρέφεται εναντίον του και τον οδηγεί σε έναν άδοξο θάνατο, αφήνοντας τον έμπιστό του Τεύκρο να προσέχει τη γυναίκα και το γιο του. Οι Ατρείδες θέλουν να τον αφήσουν άταφο για να εκδικηθούν, αλλά με την παρέμβαση του άσπονδου εχθρού του Οδυσσέα, μεταπείθονται και συμφωνούν στην ταφή του. Η μετάφραση ανήκει στην ομάδα Εν Κύκλω, έχει ροή και συνέχεια και σέβεται απόλυτα τον πλούτο, την ουσία και τα μηνύματα του αρχαίου κειμένου, ενώ η δραματουργική επεξεργασία έγινε από το σκηνοθέτη και την Κατερίνα Κουτσοχερίτη.
Ο Χρήστος Σουγάρης έχει τη σκηνοθετική επιμέλεια της παράστασης, προσπαθώντας να προσαρμόσει το αποτύπωμα της αρχαίας τραγωδίας σε μία πιο σύγχρονη πραγματικότητα, δίνοντας έμφαση στη διαχρονικότητα των νοημάτων της. Κεντρικό ρόλο στην εννοιολογική προσέγγιση του έργου έχει η τιμή του μαχόμενου άνδρα και ο τρόπος με τον οποίο ο κάθε ένας από τους ήρωες την αντιλαμβάνεται. Ο Σοφόκλειος λόγος είναι πρωταγωνιστής και καθορίζει με την έντασή του την πορεία του αρχηγού των Σαλαμίνιων από το ζενίθ στο ναδίρ, την ταπείνωση και το θάνατο. Η αποκαθήλωση αυτή έχει στάδια, μέχρι την τελική κορύφωση, με τον Αίαντα να παλεύει να ισορροπήσει τον ήρωα πολεμιστή με τον άνθρωπο μέσα του. Ο σκηνοθέτης κρατά την παράσταση γειωμένη, λιτή, αλλά γεμάτη εικόνες, με την κίνηση των ηθοποιών να υπηρετεί το λόγο και τη δυναμική του. Οι φόβοι, οι προσδοκίες, αλλά και τα αδιέξοδα του ανθρώπου έρχονται στην επιφάνεια και κάνουν το θεατή κοινωνό τους. Το σκηνικό από ένα άσπρο μεγάλο μπαούλο συμβολίζει την ταπείνωση που νιώθει ο ήρωας για τις πράξεις του και την αναζήτηση της κάθαρσης μέσω της αυτογνωσίας του. Ο χορός των ανδρών ομοιόμορφα ντυμένος, χρησιμοποιεί τους ίδιους ηθοποιούς που ερμηνεύουν και διακριτούς ήρωες της τραγωδίας, αναδεικνύοντας έτσι τη συμμετοχή τους στη ροή της πλοκής, ενώ χρησιμοποιούνται και οι δύο είσοδοι της σκηνής, με την έξοδο προς το δρόμο να λειτουργεί σαν έξοδος λύτρωσης. Αν και προσαρμοσμένη στις ανάγκες ενός κλειστού χώρου, η παράσταση ένιωσα να περιορίζεται σε κάποιες στιγμές και να χρειάζεται κάποιες ανάσες χώρου (κυρίως στο πλάτος της σκηνής), ενώ υπήρξαν και κάποιες μικρές υπερβάσεις τόσο λεκτικές, όσο και εικονοπλαστικές (σκηνή Μενέλαου-Αγαμέμνονα), που αν και είχαν συμβολισμό, ένιωσα ότι υπερέβησαν ελαφρώς τις σκηνοθετικές προθέσεις . Εξαιρετικά ενταγμένη στη ροή της παράστασης η απαγγελία από τη θεά Αθηνά της καβαφικής Απιστίας.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης στο ρόλο του Αίαντα καταφέρνει να αποτυπώσει στη σκηνή όλο το μεγαλείο ψυχής του χαρακτήρα που ερμηνεύει. Αντιηρωικός, ανθρώπινος, έχοντας κατανοήσει βαθιά την ουσία της τιμής και της υπόληψης ενός πολεμιστή, αλλά και την παρακαταθήκη που θέλει να αφήσει στο γιο του, τον Ευρυσάκη, θέλει να ξεπλύνει την αδικία που θεωρεί ότι του έγινε, αλλά την ίδια στιγμή συνειδητοποιεί απόλυτα την ύβρη που διέπραξε. Με μεστό και σωστά αρθρωμένο λόγο εμμένει στο βαθύ αξιακό σύστημα του βασιλιά των Σαλαμίνιων, αν και περνάει από τη φάση της αλαζονείας και της προσβολής προς τους θεούς. Έντονος και δυναμικός εκεί που πρέπει, συντετριμμένος και αυτοταπεινωμένος στη συνέχεια, καλύπτει εύστοχα όλο το εύρος της ψυχολογικής διαδρομής του Σοφόκλειου ήρωα.
Η Νίκη Σερέτη υποδυόμενη την Αθηνά, της δίνει μία θηλυκή, σχεδόν ανθρώπινη υπόσταση, κρατώντας την ταυτόχρονα απόμακρη στο θεϊκό της βάθρο. Κάποιες στιγμές σχεδόν χαιρέκακη, διασχίζει τη σκηνή, δείχνοντας να τριγυρνάει στον κόσμο των θνητών, άλλες πάλι απόκοσμη και έντονα εξουσιαστική, έχει ένα περιπαικτικό βλέμμα, υπενθυμίζοντας τη διαφορά που χωρίζει θεούς και ανθρώπους. Χωρίς υπερβολές και με στοιχεία της προσωπικής της γοητείας, έδωσε μια διαφορετική Αθηνά, χωρίς να αλλοιώσει την υπόστασή της.
Ο Αλέξανδρος Τούντας έπαιξε τον Τεύκρο, επιστήθιο φίλο και συνοδοιπόρο του Αίαντα, με μέτρο, εκφραστικότητα και ευθύτητα, τονίζοντας το ήθος και την ακεραιότητά του, παρά την ταπεινή του καταγωγή, που αποτέλεσαν τα κοινά σημεία της πορείας του με το βασιλιά της Σαλαμίνας. Η δυναμική του λόγου του, συνοδεύτηκε και από τη λιτότητα της κίνησής του.
Ο Βαγγέλης Ψωμάς ερμήνευσε τον Οδυσσέα, τονίζοντας τόσο το πολυμήχανο μυαλό του χαρακτήρα του, όσο και τη δίκαιη κρίση του. Διπλωμάτης, κρατώντας με σοφία απόσταση από κάθε έκφανση βίας ή εκδικητικότητας, έδωσε έξυπνα τις λεπτές αποχρώσεις του νου και της ψυχοσύνθεσης του Φαίακα αρχηγού.
Η Λεωνή Ξεροβάσιλα, σαν Τέκμησσα, σύντροφος του Αίαντα, ξεκίνησε κάπως μουδιασμένα, δείχνοντας μια ατολμία και μια έλλειψη έντασης και χρώματος στη φωνή. Στην πορεία βελτιώθηκε σημαντικά και μπόρεσε να συγκεντρωθεί στις απαιτήσεις του ρόλου της.
Ο Μιχάλης Μουλακάκης στο ρόλο του Μενέλαου, υπερόπτης σε σχεδόν υπερθετικό βαθμό, άγγιξε τα όρια της υπερβολής, τόσο φωνητικά, όσο και κινητικά, χωρίς όμως τελικά να κάνει τον ήρωά του καρικατούρα, αλλά διατηρώντας τον μέσα στο πνεύμα του έργου. Ο Παναγιώτης Μαρίνος ως Αγαμέμνονας, είχε τη στιβαρότητα και την επιβλητικότητα του βασιλιά του Άργους, αλλά κατάφερε να προβάλλει εξίσου ισορροπημένα τόσο την αλαζονεία, όσο και την υπερφίαλη και ξύλινη κενότητα των λόγων του.
Ο Γιώργος Ματζιάρης υποδυόμενος τον Αγγελιαφόρο ήταν απόλυτα ενταγμένος στο ρόλο του στη ροή της παράστασης.
Ορέστης Πετούα και Άρης Παναγιώτου ερμηνεύουν σε διπλή διανομή τον Ευρυσάκη, γιο του Αίαντα και αποτελούν μια ευφρόσυνη νότα στην παράσταση.
Το σκηνικό του Αριστοτέλη Καρανάνου απόλυτα λιτό και λειτουργικό για τις ανάγκες της παράστασης, εξυπηρέτησε εύστοχα τη σκηνοθετική οπτική. Τα κοστούμια της Αλεξάνδρας Σιάφκου με εξαίρεση την επιτηδευμένη προκλητικότητα των ρούχων του Μενέλαου, αποτυπώνουν τα ιδιαίτερα εσωτερικά γνωρίσματα των χαρακτήρων που ντύνουν.
Η μουσική του Αλέξη Κωτσόπουλου συνόδεψε μεν αρμονικά το λόγο, αλλά δεν άφησε και έντονο το αποτύπωμά της στη μνήμη μου.
Η κίνηση της Φαίδρας Σούτου, αποτέλεσε ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στην εξέλιξη της τραγωδίας του Σοφοκλή και ήταν μελετημένη, προσεγμένη στη λεπτομέρεια και απόλυτα συνυφασμένη με το λόγο.
Οι φωτισμοί του Άρη Τρουπάκη εστίασαν σωστά τόσο στα πρόσωπα και τους ήρωες, όσο και σε γενικότερα πλάνα που εξυπηρετούσαν την εικονοπλαστική διάθεση της σκηνοθεσίας.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Θησείον, είδα μια κλειστού χώρου αναπαράσταση μιας σοφόκλειας τραγωδίας με μοντέρνα οπτική, η οποία όμως δεν αλλοίωσε το πνεύμα και τα νοήματα του αρχαίου λόγου. Σε κάποιες σκηνές ένιωσα να περιορίζεται κυρίως κινητικά από την αδυναμία απλώματος της δράσης σε μεγαλύτερο χώρο, αλλά σε γενικές γραμμές οι μικρές αυτές ανισότητες καλύφτηκαν με πληρότητα από τη στιβαρότητα του λόγου, τα έξυπνα σκηνοθετικά ευρήματα στη ροή του έργου και τις γενικά πολύ καλές ερμηνείες.