ΑΙΑΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 07/09/2015 10:30
Στο Βεάκειο δόθηκε το δικό μου ραντεβού με την παράσταση και παρακολούθησα τον Αίαντα να τρελλαίνεται, επειδή δεν του αποδόθηκαν τα όπλα του Αχιλλέα και να καταλαμβάνεται από φονική μανία, κατά των Αχαιών.
Η Αθηνά, του θολώνει το μυαλό και ξεσπάει πάνω στα κοπάδια τους, τα οποία και κατακρεουργεί. Όταν συνέρχεται, συνειδητοποιώντας τις πράξεις του, νιώθει μεγάλη ντροπή και σαν ύψιστη πράξη μεταμέλειας και υστεροφημίας, αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Παρά τις εκκλήσεις των συμπολεμιστών του και της Τέκμησσας, η απόφασή του δεν αλλάζει.
Ο θάνατος του Αίαντα, εγείρει και το θέμα της έντιμης ταφής του, καθώς ο αδερφός του ο Τεύκρος, θέλει να κάνει μια κηδεία ταιριαστή σε έναν ήρωα, ενώ Μενέλαος και Αγαμέμνονας αντιτίθενται και θέλουν μια ντροπιαστική ταφή. Με την παρέμβαση του Οδυσσέα, ο νεκρός θα έχει την αρμόζουσα γι'αυτόν ταφή, την οποία αναλαμβάνει ο Τεύκρος.
Το θέμα των ηθικών αξιών και το πως αυτές οδηγούν τη ζωή μας, είναι δεσπόζον στην τραγωδία αυτή, όπου επίσης θίγονται η εμπάθεια, η γενναιότητα ψυχική και σωματική, σε αντιπαραβολή με τη διπλωματία και την πολιτική και τέλος οι έριδες που προκύπτουν από φόβο και ζήλια.
Η μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, με ροή και λόγια χροιά, γίνεται απόλυτα κατανοητή, αλλά δεν καταφέρνει να δώσει ένα έντονο εσωτερικό ρυθμό και συναισθηματική ένταση, στον ποιητικό λόγο του Σοφοκλή.
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, καταπιάστηκε με τη σκηνοθεσία μίας τραγωδίας, που έχει ηρωικό κεντρικό πυρήνα, αλλά δεν παύει να ανακυκλώνει νοήματα και ιδέες στη διάρκειά της, με αποτέλεσμα να χρειάζεται έξωθεν παρέμβαση, για να διατηρήσει το ενδιαφέρον της. Και ο έμπειρος σκηνοθέτης, δίνει μεγάλη έκταση και χώρο στα χορικά τμήματα της τραγωδίας, ενώ επιλέγει να έχει και έναν ραψωδό, να συνεπικουρεί μουσικά τη ροή της πλοκής της παράστασης και σε κάποιες στιγμές να την προωθεί δημιουργικά.
Η κίνηση σοφή, γιατί δεν μπορώ να πω ότι συμβαίνει το ίδιο στους διαδοχικούς μονολόγους των ηρώων. Έτσι ο ρυθμός μετά το πρώτο πολύ ενδιαφέρον τέταρτο του έργου, αρχίζει να θυμίζει καρδιογράφημα, με τις υψηλές πτήσεις να επιτυγχάνονται στα μουσικοχορικά σημεία και τις χαμηλότερες στους άνευρους και συχνά μονότονους μονολόγους.
Εντύπωση επίσης, μου έκανε ότι παρόλο που οι χαρακτήρες είναι ίσως οι ηρωικότεροι και πιο πολυδιαφημισμένοι των Αχαιών, στη σκηνή είναι στατικοί, μονότονοι στην εκφορά του λόγου και δείχνουν να μην έχουν κάνει κτήμα τους, αυτά τα οποία ευαγγελίζονται, σε αντίθεση με την ένταση και την πυγμή που χαρακτηρίζει τους στίχους του χορού των Σαλαμίνιων ναυτών. Και υπάρχει μια διάχυτη ατμόσφαιρα στόμφου και επιφανειακού εντυπωσιασμού, με αποτέλεσμα, ο λόγος συχνά να προσπερνά την ουσία των ρηθέντων και τα απώτερά τους μηνύματα και η παρουσία του σκηνοθέτη να είναι κύρια διεκπεραιωτική και ελάχιστα παρεμβατική.
Ο Νίκος Κουρής, αναλαμβάνοντας το ρόλο του Αίαντα, ήξερε ότι έχει μπροστά του ένα ρόλο που ακτινοβολεί προσωπικότητα, γενναιότητα αλλά και εσωτερική ένταση. Τεχνικά και κινητικά στάθηκε πολύ καλά, η άρθρωσή του είχε ελάχιστα λάθη, αλλά μου έλειψε στην ερμηνεία του, η φλόγα που θα έκανε το παίξιμό του, αντίστοιχου βεληνεκούς με την ιδιοσυγκρασία και το ταμπεραμέντο του ήρωα που υποδύθηκε. Έτσι στο τέλος της παράστασης έμεινα με την εντύπωση ενός soft Αίαντα, του οποίου δεν κατάφερε να αποκαλύψει και να εξερευνήσει όλες τις πτυχές.
Η Μαρία Πρωτόπαππα, ήταν η Τέκμησσα, η σύντροφος του Αίαντα και προσέγγισε το χαρακτήρα της με ένα μάλλον παλιομοδίτικο τρόπο ερμηνείας. Με στόμφο, σε ρυθμό πομπώδους απαγγελίας, αλλά χωρίς επένδυση ψυχής και ουσιαστικής ταύτισης με την ηρωίδα, ακολούθησε μια εύκολη πεπατημένη, χωρίς παγίδες μεν, αλλά και χωρίς ουσία, δυναμική ή πνευματικό περιεχόμενο.
Ο Γιάννος Περλέγκας έπαιξε τον Τεύκρο, σε μια μικρή από άποψη χρόνου σκηνική παρουσία, αλλά στάθηκε πειστικός και μεταλαμπάδευσε σε αυτόν, ό,τι έλειψε από τον Αίαντα, δηλαδή πάθος, ψυχή, συναίσθημα και εσωτερικό ηρωισμό.
Η Ελένη Ουζουνίδου στο μονόλογό της σαν Αθηνά, στην αρχή της παράστασης, αλλά και στη λεκτική σκυταλοδρομία με τον Οδυσσέα, στάθηκε εξαιρετικά. Σωστή στον τονισμό του λόγου και μετρημένη στις εξάρσεις του, διατήρησε μια ισορροπία και ένα ρυθμό με τη γνωστή της συνέπεια.
Ο Γιάννης Τσορτέκης στο ρόλο του Οδυσσέα, με κάποια φοβική υπερβολή στην πρώτη του σκηνική παρουσία, φάνηκε άνευρος στην αρχή, αλλά στη δεύτερη με τη στιβαρότητα και την αποφασιστικότητά του, ενάντια στον Αγαμέμνονα, ερμήνευσε αντιπροσωπευτικά το γιο του Λαέρτη. Ο Παντελής Δεντάκης στο χαρακτήρα του Άγγελου, χρειαζόταν λίγη ένταση παραπάνω στο λόγο του, λίγο μεγαλύτερη εξωστρέφεια.
Ο Γιάννης Κλίνης πολύ λίγος, σα Μενέλαος, μονότονος και επίπεδος, ενώ λίγο καλύτερος ο Δημήτρης Παπανικολάου σαν Αγαμέμνονας, αλλά χωρίς να αποδώσει όλη τη μεγαλοπρέπεια και τη δυναμική του Αχαιού αρχιστράτηγου.
Ο μικρός Νικόλας Κατσαμπάνης έπαιξε το ρόλο του Ευρυσάκη, του γιου του Αίαντα.
Ο Μιχάλης Τιτόπουλος στο ρόλο του ραψωδού, ήταν μία από τις πιο ευχάριστες νότες της παράστασης. Θυμίζοντας μελαγχολικό Κρητικό λυράρη, λυρικός και ευχάριστα "παραπονιάρης", έδωσε μια μελωδική τραγικότητα στις σκηνές που συμμετείχε. Συντονίστηκε και έδεσε αρμονικά με το χορό, ο οποίος είτε σαν πομπή Επιταφίου, είτε σα Σαλαμίνιοι ναύτες, συμπολεμιστές του Αίαντα, είχε μια εκφραστικότητα λεκτική και κινητική αποτελώντας μια καλοκουρδισμένη ολότητα που είχε ειδικό βάρος και και σκηνικό εκτόπισμα.
Θύμιος Κούκιος, Σπύρος Κυριαζόπουλος, Χρήστος Μαλάκης, Δαυίδ Μαλτέζε, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Δημήτρης Πασσάς, Κρις Ραντάνοφ, Σταύρος Σβήγκος, Θοδωρής Σκυφτούλης, Μάνος Στεφανάκης και Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος είναι οι ηθοποιοί "εργαλεία" του χορού.
Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου απλό, λιτό, ροβινσωνικό και λειτουργικό, ασφυκτιούσε στη μικρή σκηνή του Βεακείου, αλλά στη σκηνή της Επιδαύρου, είμαι σίγουρος ότι θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό.
Λίγο ατυχής η ζωγραφιά του τάφου του Αίαντα, ενώ τα κοστούμια των χαρακτήρων αρχαιοπρεπή και ταιριαστά με την εποχή και τη ροή του έργου.
Η μουσική του Νίκου Κυπουργού γεμίζοντας την παράσταση μελωδία και ένα μελαγχολικά τραγικό ρυθμό, αποτέλεσε εφαλτήριο ιδεών και συναισθημάτων.
Οι χορογραφίες της Αγγελικής Στελλάτου έδειξαν σα να αυτοπεριορίζονταν και δεν έδωσαν μια συνεχή και εσωτερικά αέναη κινητικότητα στους ήρωες.
Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη καίριοι και εύστοχοι.
Συμπερασματικά, ο Αίας έκανε μια γενναία προσπάθεια να ξεφύγει από τα στεγανά και τους αυτοπεριορισμούς του ίδιου του κειμένου, αλλά γενικά κυμάνθηκε σε μάλλον ρηχά νερά. Soft και άνευρες, πλην λίγων εξαιρέσεων ερμηνείες και τα χορικά μέρη, αντί να συνεπικουρούν την παράσταση, έσωσαν τα προσχήματα και τη γλύτωσαν από ένα μεγαλύτερο ναυάγιο. Ίσως χρειαζόταν μια λιγότερο ατμοσφαιρική, αλλά πιο ουσιαστική και σε βάθος προσέγγιση του Σοφόκλειου μύθου, καθώς και μια στιβαρότερη και πολύπλευρη σκηνοθετική ματιά, ώστε να αναδειχθεί περισσότερο η αξιακή θεώρηση της ζωής του Σαλαμίνιου ήρωα και ο θάνατός του και να αποφευχθούν οι κοιλιές στη ροή της παράστασης.