ΑΦΙΞΙΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 10/07/2017 12:13
Την παράσταση "ΑΦΙΞΙΣ", βασισμένη στην Οδύσσεια του Ομήρου σκηνοθέτησε στο μικρό θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου η Ιώ Βουλγαράκη. Οι ραψωδίες Φ (αποσπασματικά) και Χ (ολόκληρη) του ομηρικού έπους με την άφιξη του ταλαιπωρημένου Οδυσσέα στην πατρίδα του την Ιθάκη μετά από εικοσαετή απουσία και τη μνηστηροφονία όλων όσων πολιορκούσαν τη γυναίκα του, διεκδικούσαν το θρόνο του και λυμαίνονταν την περιουσία του αποτελούν τη θεματική αφετηρία του έργου, το οποίο δε σταματά στην απλή καταγραφή των γεγονότων, αλλά επιχειρεί να απαντήσει σε κάποια καίρια ερωτήματα. Ποιος είναι αλήθεια ο Οδυσσέας που επιστρέφει στην Ιθάκη; Είναι η εκδίκηση για όσα έχει υποφέρει η γυναίκα του Πηνελόπη και ο γιος του Τηλέμαχος κατά την απουσία του το μοναδικό εφαλτήριο της μαζικής εξολόθρευσης των μνηστήρων; Πώς επανασυντίθεται η ζωή και η ταυτότητα ενός ανθρώπου μετά από τόσα χρόνια αποσύνδεσης από την πραγματικότητα της οικογένειας και της σύνδεσης με το παρελθόν του; Ποια η αμείλικτη επίδραση του φθοροποιού χρόνου στην ψυχοσύνθεση του συζύγου και πατέρα που έλειψε τόσο καιρό από την οικογενειακή εστία; Την παράσταση "προλόγισε" ένα δρώμενο με πρωταγωνιστές τους ηθοποιούς της παράστασης και συμμετέχοντες τους θεατές, οι οποίοι αφού συναθροίστηκαν στην αρχή του μονοπατιού για το αρχαίο θέατρο, οδηγήθηκαν εκεί από τους ερμηνευτές, οι οποίοι στην πορεία απήγγελαν ή τραγουδούσαν στίχους από την Οδύσσεια και αφηγούνταν χαρακτηριστικά στιγμιότυπα, βάζοντας το κοινό στο κλίμα του όλου εγχειρήματος. Η μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, σφριγηλή, δυναμική, γεμάτη από τους ιδιαίτερους χυμούς της ελληνικής γλώσσας, έδωσε πνοή και ένταση στον ομηρικό στίχο. Τη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου ανέλαβε η ίδια η σκηνοθέτις.
Η Ιώ Βουλγαράκη σκηνοθέτησε την παράσταση προσπαθώντας να "διαβάσει" το μύθο της επιστροφής του Οδυσσέα σε ένα βαθύτερο επίπεδο και να προσεγγίσει τις ψυχολογικές του πτυχές και προεκτάσεις. Διατήρησε ατόφια την τραγικότητα και την αγριότητα των ιστορούμενων γεγονότων, διανθίζοντάς τες με ένα πικρό τόνο χιούμορ και μια διάθεση λεπτού σαρκασμού. Η αφήγηση είχε ισχυρή παρουσία στην παράσταση και εναλλασσόταν (αν και πολύ μικρότερη σε διάρκεια) με τις σκηνές διάδρασης μεταξύ των ηθοποιών, σε μία αντιπαραβολή του αντικειμενικού με το υποκειμενικό. Ενδιαφέρων ήταν ο τρόπος ρίψης του βέλους ή του δόρατος από τον Οδυσσέα και τον Τηλέμαχο προς κάθε έναν από τους μνηστήρες, εν είδει μιας αιματηρής σκυταλοδρομίας. Παράλληλα με τη δράση ο λόγος επιχειρεί να δώσει αφορμή για σκέψη και εσωτερική αναζήτηση ως προς το που έχει επιστρέψει ο Οδυσσέας και τα βαθύτερα κίνητρα της ολοκληρωτικής σφαγής των μνηστήρων. Τι είδους επιστροφή είναι αυτή, την οποία ο χρόνος και οι άνθρωποι δείχνουν να έχουν ξεπεράσει και ο χρόνος να έχει αφήσει εμφανή και ανεξίτηλα τα σημάδια του; Είναι η τιμή και το εσωτερικό του αξιακό σύστημα οι μόνες κινητήριες δυνάμεις της μανίας του Οδυσσέα; Ερωτήματα τα οποία προφανώς απασχόλησαν τη σκηνοθετική οπτική και στα οποία προσπάθησε να κάνει κοινωνούς τους θεατές και σε μεγάλο βαθμό τα κατάφερε. Ίσως θα ήθελα μεγαλύτερη "συμμετοχή" της Πηνελόπης στα δρώμενα και στο λόγο, καθώς ένιωσα ότι αδικήθηκε η παρουσία της στη σκηνή. Η προσθήκη μοντέρνου μουσικού ρυθμού και αντίστοιχης τελετουργικά χορευτικής κίνησης (η οποία δανείστηκε έθνικ πρότυπα από συγκεκριμένες ομάδες λαών) στην παράσταση είχε σκηνές που ξένισε και δεν έδεσε πάντα αρμονικά με την τραγικότητα των εκτυλισσόμενων σκηνών. Κάποια επαναλαμβανόμενα μοτίβα (κυρίως κινητικά) στη ροή της μνηστηροφονίας δεν αποφεύγονται, αλλά η παράσταση γενικότερα κρατά το ρυθμό, την ατμόσφαιρα και την αισθητική της με μικρές διακυμάνσεις μέχρι το τέλος, χωρίς να κουράσει ή να κάνει κοιλιά.
Ο Αργύρης Ξάφης αναλαμβάνει το ρόλο του Οδυσσέα, ισορροπώντας μεταξύ της στιβαρότητας και της δυναμικής ενός βασιλιά και της ανασφάλεια ενός ανθρώπου με αδυναμίες. Στην ερμηνεία του συναντάς ψήγματα του ατρόμητου εκπορθητή της Τροίας, αλλά και την εσωτερική αγωνία του ανθρώπου που προσπαθεί να επιστρέψει πραγματικά στην οικογενειακή του εστία. Δωρικός και επιβλητικός όπου χρειάζεται, ευάλωτος και ευαίσθητος σε άλλες σκηνές, χρησιμοποιεί δημιουργικά και ευφάνταστα όλα του εκφραστικά μέσα για να αποτυπώσει το βαθύτερο ψυχισμό του ήρωα που υποδύεται. Με καθαρή άρθρωση και τόνο φωνής στις οκτάβες ακριβώς που χρειαζόταν, ανταποκρίθηκε με συνέπεια, ένταση και προσωπικότητα στις απαιτήσεις του ρόλου του.
Ο Γιώργος Δικαίος υποδύθηκε τον Τηλέμαχο, που αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στην προσπάθεια του πατέρα του να αφανίσει τους σφετεριστές της κλίνης και της εξουσίας του. Με όλη την ευαισθησία και την αβεβαιότητα ενός αγοριού που καλείται να γίνει απότομα άντρας, αλλά και πιστός στα πατρικά πρότυπα αξιών κάνει το γιο να φαίνεται ένα νεανικότερο είδωλο του πατέρα του. Με ένταση και πάθος στο λόγο του, αλλά μετρημένος και χωρίς υπερβολές στην κίνησή του απέδωσε πολύ ικανοποιητικά ένα ρόλο κλειδί στην παράσταση.
Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης και ο Γιώργος Παπαγεωργίου ερμήνευσαν όλους τους χαρακτήρες των μνηστήρων και τους απέδωσαν τονίζοντας τη ματαιοδοξία, την έπαρση αλλά και τη βαθύτερη φοβικότητά τους. Οι ρόλοι επίπονοι σωματικά και σύνθετοι λόγω της μικρής διάρκειάς τους και της συνεχούς εναλλαγής των χαρακτήρων, απαίτησαν συγκέντρωση και ποικιλία εκφραστική, στοιχεία τα οποία είδα και στους δύο σε μεγάλο βαθμό. Κάποιες μικρές υπερβολές φωνητικές και κινητικές δεν αποφεύχθηκαν, αλλά δεν επηρέασαν το θετικό τελικό πρόσημο των δύο ηθοποιών.
Η Δέσποινα Κούρτη σαν Πηνελόπη έδωσε οντότητα και ειδικό βάρος σε ένα μικρό (σε διάρκεια συμμετοχής) ρόλο και τον μπόλιασε με τη σεμνότητα περασμένων εποχών, αλλά και τη δυναμική μιας σύγχρονης γυναίκας. Ενδιαφέρουσα και η συμμετοχή της στα χορικά και αφηγηματικά κομμάτια του έργου.
Ο Γιώργος Μπινιάρης ξεκίνησε λίγο διστακτικά και με χαμηλές εντάσεις στη φωνή του, αλλά γρήγορα ανέβασε στροφές, έγινε ισότιμο μέλος της ερμηνευτικής ομάδας και σα βοσκός, ακόλουθος του Οδυσσέα, είχε μια σταθερά καλή παρουσία στη σκηνή.
Η Μαίρη Μηνά είχε και αυτή μια σχετικά αδύναμη εκκίνηση, αλλά βρήκε τα πατήματά της στη ροή της παράστασης και ήταν πολύ καλή σα θεά Αθηνά. Αξιοσημείωτη η μη χρήση μικροφώνου από τους ηθοποιούς της παράστασης, με τις φωνές τους να ακούγονται όμως με ευκρίνεια, καθαρότητα και χωρίς κορώνες από όλους τους θεατές.
Τα σκηνικά της Άννας Φιοντόροβα οριοθέτησαν το μεγαλύτερο μέρος της σκηνής με ένα απαλό νέον φως σαν το δωμάτιο της μνηστηροφονίας και άφησαν αρκετό χώρο στους ηθοποιούς για να κινούνται μέσα σε αυτό συνεχώς και απρόσκοπτα.
Τα κοστούμια της Μαγδαληνής Αυγερινού, λιτά, σε γήινα χρώματα και αντιπροσωπευτικά των χαρακτήρων που έντυσαν.
Η μουσική της Σαβίνας Γιαννάτου με καλές στιγμές, αλλά και με κάποιες πιο αδύναμες, που κατά την άποψή μου δεν εντάχθηκαν στη σκηνοθετική οπτική, αλλά και δεν έδεσαν με την κίνηση, την οποία επιμελήθηκε η Σοφία Πάσχου και συντονίστηκε αναπόφευκτα με τη μουσική και την ακολούθησε στις καλές και τις λιγότερο καλές στιγμές της. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου έπαιξαν δημιουργικά ένα παιχνίδι με τις σκιές, όπως και ο ίδιος ο Οδυσσέας με τις σκιές της μνήμης του.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του μικρού θεάτρου της αρχαίας Επιδαύρου είδα μια παράσταση που καταπιάστηκε με κάποια αναπάντητα ερωτήματα, που μπορεί να δημιουργηθούν στον αναγνώστη, για την εξέλιξη και το τέλος της Οδύσσειας. Η σκηνοθετική προσέγγιση έδωσε κάποιες απαντήσεις, προσπάθησε να φέρει την προβληματική της στο σήμερα, αλλά και να αποτελέσει τροφή για σκέψη στον ίδιο το θεατή. Μικρές αδυναμίες υπήρξαν, με μικρά σκαμπανεβάσματα του ρυθμού και κάποια αρρυθμία και επαναληπτικότητα στην κίνηση των ηθοποιών, αλλά στο σύνολό της η παράσταση είχε μια φρέσκια και δημιουργική ματιά που ανανέωσε την ανάγνωση του κλασσικού ομηρικού έπους.