ΤΟ ΨΕΜΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 02/03/2017 13:39
Το έργο του γνωστού στην Ελλάδα Γάλλου συγγραφέα Florian Zeller με τίτλο "Το Ψέμα", σκηνοθετεί στη σκηνή του μικρού Παλλάς ο Θοδωρής Αθερίδης.
Πρόκειται για μια ερωτική κομεντί ανάμεσα σε δύο ζευγάρια που πορεύονται παρέα αρκετά χρόνια και τα δένουν δεσμοί φιλίας. Η γυναίκα του ενός ζευγαριού βλέπει μια μέρα τον άντρα του άλλου ζευγαριού να φιλιέται στο δρόμο με μία άγνωστη γυναίκα. Κι έτσι αρχίζει να ξετυλίγεται ένα κουβάρι παρεξηγήσεων μεταξύ τους, αποκαλύπτονται μυστικά και αρχίζει ένα γαϊτανάκι με θέμα την ερωτική πίστη και τις πιθανές ατασθαλίες του έγγαμου βίου. Το δίπολο αλήθεια-ψέμα κινεί την παράσταση και κινητοποιεί όλα τα συναισθήματα που απορρέουν από αυτό. Το περιπαικτικό χιούμορ και οι σκαμπρόζικοι διάλογοι αφήνουν χώρο και για προβληματισμό, για ένα θέμα που έχει παρουσιαστεί πολλές φορές στο θέατρο, αλλά παραμένει πάντα επίκαιρο και στην πρώτη γραμμή της πολυπλοκότητας των ανθρώπινων σχέσεων. Η μετάφραση της Μαριαλένας Κωτσάκη χωρίς προβλήματα, διατήρησε τη φρεσκάδα και τη δροσιά του κειμένου και το προσάρμοσε στην ελληνική πραγματικότητα.
Ο Θοδωρής Αθερίδης σκηνοθετεί την παράσταση με μέλημά του να διατηρήσει μία ισορροπία μεταξύ χιούμορ, συναισθήματος και κοινωνικού προβληματισμού. Κρατάει έντονη την κωμική χροιά των διαλόγων, συχνά με κάποια μικρή ειρωνεία, που αποσκοπεί πέρα από την καλλιέργεια μιας παιγνιώδους διάθεσης και σε μια δεύτερη ανάγνωση των πραγμάτων και σε έναν προβληματισμό. Οι γρήγορες και ζωντανές ατάκες διατηρούν το ρυθμό του έργου υψηλό στη μεγαλύτερη διάρκειά του, αν και κάνει μια κοιλιά προς το τέλος, όταν ένιωσα τη διάρκειά του να επιμηκύνεται χωρίς λόγο και κάποιες σκηνές να επαναλαμβάνονται. Τα ερωτικά μπερδέματα δημιουργούν μια ατμόσφαιρα όπου κυριαρχεί μια ναζιάρικη διάθεση, μια ερωτοτροπία, αλλά σε συνδυασμό με μια δυνατότητα γόνιμης σκηνικής συζήτησης. Ίσως κάποια στιγμή ο θεατής χάσει το όριο ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα και νιώσει λίγο μπερδεμένος, αλλά γρήγορα ξαναβρίσκει τον προσανατολισμό του. Η σκηνοθετική προσέγγιση εναποθέτει μεγάλο μέρος της δυναμικής της παράστασης στη χημεία των τεσσάρων ηθοποιών στη σκηνή και στη φρεσκάδα και τη ζωντάνια της ερμηνείας τους, καθώς οι ανθρώπινες σχέσεις απαιτούν αληθινούς χαρακτήρες και γνήσιους. Ώστε να συμπλέουν ο ρυθμός, η ατμόσφαιρα και ο λόγος.
Ο Θοδωρής Αθερίδης κράτησε για τον εαυτό του το ρόλο του Πωλ, ενός άντρα που δείχνει να μην έχει μυστικά και να αντιμετωπίζει με ψυχραιμία όλα τα είδη αντιδράσεων από τη γυναίκα του. Ξεκίνησε λίγο διστακτικά και με μικρές τηλεοπτικές ευκολίες, αλλά σύντομα βρήκε το ρυθμό του. Η ερμηνεία του σε γενικές γραμμές απέδωσε αρκετά στοιχεία του ρόλου του ικανοποιητικά.
Η Σμαράγδα Καρύδη, υποδυόμενη την Άλις, έβγαλε δροσιά και μια διάχυτη θηλυκότητα που την έκανε αισθητή τόσο με το λόγο, όσο και με την κίνησή της. Είχε σκηνική άνεση και δεν κατέφυγε σε ιδιαίτερα ερμηνευτικά τρικ για να αποδώσει τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα της. Έπλασε μία γνήσια και αυθεντική γυναίκα, σημερινή, χωρίς να την καλλωπίσει, με τις αδυναμίες και τις ανασφάλειές της. Μόνο προς το τέλος οι διάλογοί της με τον Πωλ έβγαλαν μια επανάληψη (κυρίως λόγω κειμένου), χωρίς να αλλοιώσουν όμως, το συνολικό καλό αποτέλεσμα.
Ο Κωνσταντίνος Κάππας παίζοντας το Μισέλ, την αφορμή να ξετυλιχτεί ο μίτος της ακολουθίας αλήθειας και ψέματος, είχε μια φυσικότητα και έναν αυθορμητισμό στο παίξιμό του. Ένιωσα να ζει τον ήρωα του έργου και να τον προσαρμόζει στα μέτρα του, σα να βρίσκεται σε μια φιλική συντροφιά. Άμεσος, επικοινωνιακός και συνεπής, έπλασε έναν πραγματικό χαρακτήρα με το οποίο εύκολα θα μπόρεσαν να ταυτιστούν οι περισσότεροι άντρες θεατές της πλατείας.
Η Μυρτώ Αλικάκη στο ρόλο της Φλοράνς είχε τη μικρότερη χρονικά συμμετοχή στη δράση και στους διαλόγους της παράστασης. Είχε μια μετρημένη αφέλεια στο παίξιμό της και απέδωσε την ηρωίδα της με μία κοριτσίστικη αύρα. Δεν είχε την ευκαιρία να εξελίξει πολύ το ρόλο της, αλλά τον απέδωσε μέχρι ένα ικανοποιητικό βαθμό, χωρίς υπερβολές.
Το σκηνικό της Αθανασίας Σμαραγδή είναι πλούσιο και αντικατοπτρίζει ένα καθιστικό ενός εύπορου σχετικά νεανικού σπιτιού.
Τα κοστούμια του Άγη Παναγιώτου, χωρίς τίποτε το εξεζητημένο, ακολούθησαν μια γενικά καθημερινή και κομψή γραμμή (ιδίως τα γυναικεία).
Ο σχεδιασμός του φωτισμού ανήκε στο Χρήστο Τζιόγκα και επέμεινε στα ανοιχτά πλάνα που κάλυπταν μεγάλο μέρος της σκηνής.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Μικρού Παλλάς είδα μια ερωτική κομεντί, η οποία μπορεί σαν κείμενο να μη διεκδικούσε δάφνες πρωτοτυπίας, αλλά είχε καλό ρυθμό, αρκετούς έξυπνους διαλόγους, γέλιο και έκανε το κοινό να τη νιώσει οικεία. Θα μπορούσε ίσως, να είναι πιο σύντομη σε διάρκεια. Αλλά οι καλές ερμηνείες και το τέμπο της μας κράτησαν ευχάριστη και παιχνιδιάρικη παρέα εκείνο το βράδυ που την παρακολούθησα.