ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ 'ΣΕ ΣΑΣ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΤΕ' ΜΙΛΟΥΝ ΣΤΟ ONLYTHEATER
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 10/12/2015 14:00
Το τελευταίο έργο της Λ. Αναγνωστάκη, το ΣΕ ΣΑΣ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΤΕ ανεβάζει στο Ίδρυμα Μ. Κακογιάννης ο Μάνος Καρατζογιάννης, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την πρώτη παρουσίαση θεατρικού έργου της πιο σημαντικής Ελληνίδας θεατρικής συγγραφέα, από το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν.
Σε ένα βερολινέζικο σπίτι, κάποιοι άνθρωποι - μετανάστες ως επί το πλείστον- αυτοσχεδιάζουν ένα ιδιότυπο παιχνίδι, σε μια προσπάθεια αναζήτησης της ταυτότητάς τους. Η δραματουργία της Αναγνωστάκη πάντα σε πρώτο πλάνο προβάλλει τον άνθρωπο, όμως από πίσω στέκει, απειλητικό συνήθως, το « έξω», ο κόσμος. Στο « Σε σας που με ακούτε «το προσωπικό δράμα συναντάει το συλλογικό, το κάθε πρόσωπο κουβαλάει τον απόηχο μιας κοινωνίας σε αναταραχή.
H Όλια Λαζαρίδου που έχει μια μακρά σχέση με τη Λούλα Αναγνωστάκη, καθώς με τη «Διανυκτέρευσή» της πέρασε στο Θέατρο Τέχνης, αισθάνεται ότι «αυτό το έργο περιέχει ψήγματα από όλα τα προηγούμενα έργα της. Της έχω εκτίμηση μεγάλη και θαυμασμό της Αναγνωστάκη, γιατί σε μια εποχή που ήταν διαφορετικό το ρεύμα, εκείνη τόλμησε να έχει τη δική της φωνή- κι ήταν και γυναίκα. Το βρίσκω πολύ θαρρετό αυτό. Το ζητούμενο είναι να εκφράζεις τη φωνή που ακούς μέσα σου. Κατά βάθος αυτό το έργο έχει ένα ερωτηματικό στον τίτλο νομίζω. Με ακούτε πραγματικά; Δεν είναι σίγουρο. Είναι έργο πλάγιο, αλλά λέγονται, άλλα υπονοούνται κι είναι αμφίβολο αν κανείς ακούει. Όμως αυτά τα πρόσωπα φλέγονται από την επιθυμία να μιλήσουν και να εισακουστούν κι αυτό το βρίσκω πάρα πολύ συγκινητικό».
H Μαρία Ζορμπά μιλώντας γι’ αυτό το εξαιρετικά επίκαιρο όσο ποτέ κείμενο, αναφέρει ότι «στο έργο διαφαίνεται η ανάγκη ενός δημόσιου λόγου σε σχέση με μια ιδιωτικότητα που υπήρξε άκαρπη σε κάθε επίπεδο. Οι άνθρωποι αυτοί προκειμένου να συναντήσουν τον εαυτό τους, στήνουν ένα αυτοσχέδιο φόρουμ στο σαλόνι τους και καταθέτουν βαθιές αλήθειες που μόνο σε κρίσιμες στιγμές μπορούμε να εκφράσουμε. Αυτός είναι και ο βασικός άξονας της παράστασης. Εγώ ερμηνεύω μια μετανάστρια Ελληνίδα που ζει στο Βερολίνο. Μας θυμίζει αυτό το πρόσωπο ότι κάποτε υπήρξαμε μετανάστες- κι ακόμα βέβαια αυτό ισχύει. Διατηρεί πάντα την επιθυμία να επιστρέψει στην Ελλάδα. Έχει μια εικόνα εξιδανικευμένη, αλλά ίσως και πιο βαθιά, γιατί κρατάει μέσα της την ουσία της Ελλάδας και εκεί καταφεύγει κάθε λίγο. Μέσα σε αυτό το φόρουμ, συνοδεία μουσικής από τα Αναστενάρια, καταφέρνει να μιλήσει και να πει την δική της ιστορία. Γιατί αυτή η μουσική τής δίνει δύναμη, τη συνδέει με τον εαυτό της".
"Το έργο αυτό -λέει ο Γιάννης Καραούλης- θα μπορούσε να είναι ένα παραμύθι. Ένα παραμύθι για κάποιους ανθρώπους που βρέθηκαν αποκλεισμένοι στο σαλόνι ενός σπιτιού σε κάποιο Βερολίνο. Και ενώ γύρω τους η Ευρώπη τελειώνει -ο κόσμος τους τελειώνει- αυτοί θα παίξουν ένα τελευταίο παιχνίδι. Το παιχνίδι της προσωπικής τους έκθεσης. Εκεί που οι προσωπικές αποτυχίες αποκαλύπτονται και ως πολιτικές αποτυχίες των προσώπων. Ίσως μέσα από εκεί καταφέρουν να δουν ο ένας τον άλλον. Και ίσως αυτό να είναι η επανάστασή τους. Η στιγμή ενός ύστατου μαζί. Ακόμα και με τη θυσία που αυτό απαιτεί... Και η μαμά; Η μαμά είναι λυπημένη... Είναι συνεχώς λυπημένη...»
Ο Γιώργος Σαββίδης συμπληρώνει: «Είναι ένα έργο που ρίχνοντάς του μια γρήγορη ματιά δύσκολα καταλαβαίνεις την αξία του. Ξαναδιαβάζοντάς το, με αφορμή την παράσταση, ανακάλυψα το πόση δύναμη έχει, καθώς αφηγείται μια ιστορία η οποία αυτή τη στιγμή είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Είναι ένα έργο μάλλον «προφητικό», δεδομένου ότι έχει πάνω από μία δεκαετία ζωής. Αυτό που με εντυπωσιάζει περισσότερο, στο εν λόγω κείμενο, είναι το γεγονός ότι το «προσωπικό» του καθενός μπορεί με τις πιο απλές συνθήκες να μετατραπεί σε πολιτική πράξη. Ίσως τελικά, έχοντας σαν άνθρωποι δοκιμάσει τα πάντα, το να επιστρέψουμε σε κάτι τόσο απλό, όπως το να ακούσουμε αυτό που ο άλλος θέλει να μοιραστεί, να έκανε τα πράγματα καλύτερα».
«Τι γίνεται όταν η ανάγκη σου για αλλαγή ταυτίζεται με την ανάγκη σου για επιβίωση;» αναρωτιέται η Δανάη Επιθυμιάδη και σαν ηρωίδα του έργου λέει: «Ένα νέο είδος ανθρώπων, μία νέα ράτσα ετοιμάζεται στα εργαστήρια των σοφών κι εσύ ετοιμάζεις για πρώτη φορά ένα χοντρό κόλπο για να εξαγοράσεις την ησυχία σου. Και να που καταλαβαίνεις πως αυτή η ησυχία που τόσο απεγνωσμένα αναζητείς προκύπτει από την ίδια σου ανάγκη για επικοινωνία. Μια επικοινωνία που συνεχώς αποτυγχάνει. Ενώ εσύ κάνεις ό,τι μπορείς. Μέχρι και ταυτότητα αλλάζεις, γίνεσαι μια άλλη, αυτή η γυναίκα, η πολύ σημαντική του περασμένου αιώνα που φορούσε μποτάκια, το ένα πιο ψηλό απ’ τ’ άλλο γιατί κούτσαινε λίγο, καμπαρντίνα, τα χέρια στις τσέπες πάντα και που κουβαλούσε γράμματα. Αυτή, που τη δολοφόνησαν μια νύχτα και έπειτα τη έριξαν στο ποτάμι. Ποιο ποτάμι; Το ίδιο ποτάμι που εσένα σ’ αρέσει να χαζεύεις τα νερά του. Κι αν δεν πετύχει; Στην αρχή φοβόσουν πως είναι επικίνδυνο. Δεν είναι σε καθησύχασαν. Τώρα δεν φοβάσαι καθόλου. Αύριο, θα τους δεις για τελευταία φορά».
Ο Αντρέας Κοντόπουλος αναγνωρίζει τον πολιτικό χαρακτήρα του κειμένου, λέγοντας : «Το κείμενο της Αναγνωστάκη, είναι για μένα μία ποιητική ματιά - όχι τόσο γλωσσικά όσο δραματουργικά - στο κατώφλι του 21ου αιώνα και την επερχόμενη νέα τάξη πραγμάτων. Διακρίνεται μία σατιρική διάθεση απέναντι σε όλα αυτά τα ετερόκλητα πρόσωπα που συγκεντρώνονται για ένα βράδυ σε ένα βερολινέζικο διαμέρισμα, μία σκωπτικότητα απέναντι στις ατομικιστικές και ιδεοληπτικές τους αγκυλώσεις, αλλά και μία βαθιά τρυφερότητα ως προς τις αδυναμίες, τους φόβους και τις ανεκπλήρωτες επιδιώξεις τους. Στην ιδιότυπη συνθήκη αυτού του αυτοσχέδιου φόρουμ που προκύπτει ως ρωγμή στην πραγματικότητά τους, νιώθουν όλοι την ανάγκη να εξωτερικεύουν τον εσωτερικό τους χείμαρρο, να μοιραστούν την προσωπική τους ιστορία, να γίνουν συναισθηματικοί, να μεγαλοστομίσουν χωρίς στο τέλος να πουν τίποτα. Συναντιούνται μαζί μπροστά από ένα μικρόφωνο για να αποξενωθούν - μοιραία - και πάλι».
Ο Μάνος Στεφανάκης αναφέρεται στη σημασία της σιωπής: «Σωπάστε όλοι!» λέει ο Ιβάν. Ζητάει τη σιωπή. Από την παρέα του σπιτιού. Από ολόκληρο τον κόσμο. Κάπου μέσα σ’ αυτή τη σιωπή βρίσκονται «οι αισθηματικοί άνθρωποι. Οι ευσυγκίνητοι, οι άπληστοι για ζωή. Οι αφύλακτοι αριστοκράτες της Ιστορίας» και είναι καταδικασμένοι να εξαφανιστούν «απ’ άκρου εις άκρον της γης», γιατί οι φωνές τους είναι αδύναμες. Δεν φτάνουν σ’ αυτούς που ακούν. Σε μας που ακούμε».
O Γερμανός Άντριαν Φρίλινγκ θεωρεί πως ο ρόλος του «είναι ένα σύμβολο για τη Γερμανία και το παρελθόν της, αλλά και για τη βόρεια Ευρώπη γενικότερα, είναι ένα φάντασμα. Όλα αυτά που συμβαίνουν τώρα στην Ε.Ε έχουν τις ρίζες τους στην ιστορία της Βόρειας Ευρώπης», μας λέει. «Ο ήρωας αυτός, όπως γράφει και η Λούλα, μοιάζει με τον Έζρα Πάουντ, δηλαδή είναι ένας έξυπνος άνθρωπος μεν, που έγινε και λίγο φασίστας και το μετάνιωσε. Έχουμε μέσα μας το φασισμό, αλλά είμαστε και ποιητές κι αυτό είναι το παράδοξο».