ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΝΕΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΡΩΝΙΤΗ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 02/03/2017 14:43
«Ήλθα σήμερα εδώ, γιατί επρόκειτο για ένα ραντεβού, στο οποίο ήταν αδύνατο να μην ανταποκριθώ. Λίγες μέρες πριν μας αφήσει ο Μίμης μου τηλεφώνησε. Δεν ήξερα τίποτε για την κατάσταση της υγείας του και παραξενεύτηκα, γιατί είχαμε να μιλήσουμε ίσως περισσότερα από 10-15 χρόνια. Μιλούσε ασταμάτητα, σπασμωδικά, σε παροξυσμό.
Είναι αδύνατο να επαναλάβω τι μου έλεγε, γιατί δυστυχώς δεν καταλάβαινα σχεδόν τίποτα. Από τη μια η κατεστραμμένη φωνητική χορδή, από την άλλη το συνεχές κλάμα που συνόδευε τα λόγια του, με εμπόδιζαν να καταλάβω. Πού και πού τον διέκοπτα για να πω καμιά τυπικότητα, αλλά εκείνος συνέχιζε με τον ίδιο τρόπο. Την τελική, όμως, και αποχαιρετιστήρια πρόταση την άκουσα πεντακάθαρα: Θα τα πούμε στη Θεσσαλονίκη. Ήλθα λοιπόν για να τα πούμε».
Οκτώ μήνες μετά τον θάνατο του Δημήτρη Μαρωνίτη, ένας εκ των πιο στενών του φίλων στη ζωή, ο ομότιμος καθηγητής Φιλολογίας του ΑΠΘ, Κυριάκος Τσαντσάνογλου εκπληρώνει μία υπόσχεση. Συνεπής στο ραντεβού, που του είχε δώσει ο Μίμης, λίγο πριν περάσει στην αιωνιότητα, τον αποχαιρετά και μοιράζεται με το κοινό στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Κέντρου Διάδοσης Ερευνητικών Αποτελεσμάτων του ΑΠΘ «μερικές σκόρπιες και ασύνδετες αναμνήσεις».
Ήταν η ομιλία του κ. Τσαντσάνογλου που «άνοιξε», το απόγευμα της Τετάρτης, την ΙΕ' Διεθνή Επιστημονική Συνάντηση του Τομέα Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ, η οποία είναι αφιερωμένη στη μνήμη του καθηγητή Δ.Ν. Μαρωνίτη «ενός μεγάλου δασκάλου του οποίου η φιλολογική, κριτική, συγγραφική, στοχαστική και προπάντων δημόσια παρουσία υπήρξε ανεξίτηλη τόσο για την πόλη της Θεσσαλονίκης όσο και για ολόκληρο το μεταπολιτευτικό τοπίο της Ελλάδας».
«Ο Μίμης αγαπούσε τους επικηδείους»
«Αντιπαθώ φοβερά τους εγκωμιαστικούς πανηγυρικούς λόγους. Τους αντιπαθούσε και ο Μίμης [...] Αντιπαθώ και τους επικηδείους -πώς αλλιώς δηλαδή, αν και η ανάγκη το έφερε τα τελευταία χρόνια να νεκρολογήσω όχι λίγους αγαπημένους φίλους. Θα σας φανεί παράξενο, αλλά το είδος του επικηδείου ασκούσε μία ιδιαίτερη γοητεία στον Μίμη. Δεν ξέρω πώς να εξηγήσω αυτή τη γοητεία, αλλά παρατηρώ ότι στη μαγεία της ιερής ακτινοβολίας, που περιβάλλει τους νεκρούς, ο Μίμης έβρισκε πάντα μία θέση και για τον εαυτό του».
Μέσα από πιθανές ερμηνείες της γοητείας, που οι επικήδειοι λόγοι ασκούσαν στον Μαρωνίτη, ο καθ. Τσανσάνογλου επιχειρεί να μιλήσει για τον φίλο του, όπως θα μιλούσε κι εκείνος σε μία αντίστοιχη περίσταση, δηλώνοντας πως επιθυμία του είναι να αποφύγει θεωρητικές παρουσιάσεις και αποτιμήσεις της προσωπικότητας και του έργου του.
Μάλιστα δεν παραλείπει να σχολιάσει νεκρολογίες και αποτιμήσεις για τη ζωή και το έργο του Μαρωνίτη, τις οποίες διάβασε πρόσφατα. «Παντού το ίδιο θέμα: Η διττή προσωπικότητα, το δίμορφο του χαρακτήρα του, ο συνολικός διπολισμός στην οντότητά του, διφυής, δισυπόστατος και τα τοιαύτα. Έψαχνα να βρω για ποιον μιλούνε. Πάντως όχι για τον φίλο μου τον Μίμη. Είναι άνθρωπος απλός, απλός είναι το αντίθετο του διπλός, ίσως και απλοϊκός. Σας διαβεβαιώ ότι λίγους ανθρώπους έχω γνωρίσει τόσο ευθείς, τόσο ακέραιους με τη σημασία του όρου της αριθμητικής , τόσο μονοκόμματους όσο ο Μίμης», επισημαίνει.
«Η γνωριμία με τον βλοσυρό βοηθό του Κακριδή»
«1954, στο δεύτερο εξάμηνο του 1ου έτους μου στη φιλοσοφική σχολή. Όλες οι Σχολές του Πανεπιστημίου, η βιβλιοθήκη και η διοίκηση, ήταν στριμωγμένα στο παλιό κτίριο. Οι τομείς και τα σπουδαστήρια τους ήταν στον 3ο όροφο, στον αριθμό 35. Η δυτική πλευρά του αναγνωστηρίου ήταν χωρισμένη με μία ξύλινη κατασκευή σε τρία μικροσκοπικά γραφεία, που μετά βίας χωρούσε το καθένα ένα τραπέζι και δύο καρέκλες. Κάποια ημέρα έγινε ένα μικρό σούσουρο στο αναγνωστήριο, όταν εμφανίστηκε ένας νεαρός, κάπως μεγαλύτερός μας, καλοντυμένος, πολύ σοβαρός έως βλοσυρός, που περπατώντας με το κεφάλι κάτω, αποφασιστικά, χωρίς να μιλήσει σε κανέναν, μπήκε στο μεσαίο από τα τρία γραφεία και έκλεισε την πόρτα». Ο σοβαρός νέος ήταν ο Μαρωνίτης, καινούριος βοηθός του καθ. Κακριδή. Η γνωριμία και μετέπειτα φιλία με τον Τσανσάνογλου δεν άργησε να έλθει:
«Μια μέρα ένας συμφοιτητής μου, λίγο μεγαλύτερος, με ρώτησε αν θέλω να με γνωρίσει στον Μαρωνίτη. Μου φάνηκε παράξενο, γιατί όταν είσαι 18-19 χρονών οι τυπικότητες των συστάσεων είναι πράγμα ασυνήθες. Δέχθηκα παρόλα αυτά και πήγαμε προς το μεσαίο γραφείο. Πριν χτυπήσει την πόρτα γυρίζει και μου λέει : Όχι πολύ σοβαρός, γιατί θα σε απορρίψει. Αλλά ούτε και πολύ ζωηρός, γιατί θα έχεις άλλα τράβαλα. Μπήκα στο γραφείο πριν προλάβω να καταλάβω πώς ακριβώς έπρεπε να φερθώ και τα είχα χαμένα. Τον βρήκαμε να διαβάζει Ερωτόκριτο από την έκδοση Ξανθουδίδη. Βρήκα την ευκαιρία και τον ρώτησα κάτι γλωσσικό από τον Ερωτόκριτο και μου απάντησε αμέσως, λύνοντας την απορία μου. Δεν κατάλαβα πώς έγινε, προφανώς είχα καταφέρει να επιδείξω τον μέσο όρο μεταξύ ζωηρού και σοβαρού και από τη μέρα εκείνη άρχισε η φιλία μας. Πρώτα σε μία κάπως μεγαλύτερη παρέα, ύστερα περιορίστηκε στον Νίκο Καλογερόπουλο, εμένα και τον ίδιο. Η Ανθή και η Ελένη δεν υπήρχαν ακόμη».
«Τα φοιτητικά μεθύσια»
Οι τρεις φίλοι περνούσαν τις περισσότερες ώρες της ημέρας στο Πανεπιστήμιο και το βράδυ ακολουθούσε έξοδος, με κινηματογράφο και ταβέρνα. «Η συζήτηση ξεκινούσε με ανάλυση ερμηνεία και κριτική του έργου που είχαμε δει και γρήγορα με τις αναθυμιάσεις της φθηνής ρετσίνας να ανεβαίνουν σιγά σιγά στον εγκέφαλο προχωρούσαμε στη λογοτεχνία και κυρίως στην ποίηση, που η ερμηνεία της ήταν το κύριό του ενδιαφέρον. Οι φοιτητικές αυτές έξοδοι τέλειωναν πάντα με τραγούδια Τραγουδούσε ωραιότατα και ο Μίμης. Ναι, μεθούσαμε και τραγουδούσαμε και ξεσαλώναμε αφού ήμασταν νέοι, για να έχουμε κάτι να θυμόμαστε στα γεράματά μας, που τότε δε μπορούσαμε ούτε καν να τα φανταστούμε», θυμάται ο κ. Τσαντσάνογλου και προσθέτει:
«Μπορώ χωρίς δισταγμό να πω ότι από τα φοιτητικά αυτά μεθύσια έχω αποκομίσει πολύ περισσότερα από πολλές νηφάλιες ώρες στα αμφιθέατρα».
Γρήγορα η εργένικη και ανέμελη ζωή του Μίμη και του Κυριάκου άλλαξε, καθώς γνώρισαν τις γυναίκες τους, Ανθή και Ελένη. «Προσπαθήσαμε όσο γινόταν να διατηρήσουμε κάπως την παλιά ατμόσφαιρα, αλλά αυτό δεν μπόρεσε να γίνει. Μία τρελή εκδρομή στην Ίο, τη Σαντορίνη και την Πάρο σε εποχή προτουριστική ήταν μία ευχάριστη εξαίρεση. Η στενή μας φιλία εκδηλωνόταν τώρα πια σε οικογενειακές συγκεντρώσεις αραιότερα στο μικρό δικό μας σπίτι στην Κασσάνδρου, πιο συχνά στο ευρύχωρο σπίτι του Μίμη και τη Ανθής. Το στοιχείο όμως της διδασκαλίας από την πλευρά του Μίμη εξακολουθούσε να υπάρχει και στις συγκεντρώσεις αυτές», αναφέρει ο καθηγητής.
«Η λαίλαπα της 21ης Απριλίου»
«Όλα αυτά ήλθε να τα ανατρέψει η λαίλαπα της 21ης Απριλίου 1967». Ο Τσαντσάνογλου μιλάει για το τέλος των ανέμελων χρόνων της φιλίας του με τον Μαρωνίτη. «Ο Μίμης από πολύ νωρίς είχε αρχίσει να εκδηλώνει τις πολιτικά προωθημένες θέσεις του», λέει και θυμάται το τελευταίο μάθημα του Μαρωνίτη στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, πριν την απόλυσή του στο πλαίσιο του αποδεκατισμού των προοδευτικών καθηγητών από τη χούντα: «Το πρώτο δικτατορικό ακαδημαϊκό έτος 1967-1968 άρχισε με δυσοίωνες προβλέψεις και προσμονές. Η αναμενόμενη απόλυση- ήταν τότε εντεταλμένος υφηγητής- ήλθε στις αρχές Ιανουαρίου του 1968, λίγο πριν τελειώσουν οι χριστουγεννιάτικες διακοπές. Πρόλαβε λίγο πριν τα Χριστούγεννα του ?67 να αναγνώσει στους φοιτητές του μία αποχαιρετιστήρια ομιλία στο Παλαιό Κτίριο της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ».
Ο κ. Τσανσάνογλου χαρακτηρίζει το κείμενο εκείνο «κώδικα ορθού βίου και όρθιας συμπεριφοράς». «Ντρέπομαι που το λέω αλλά την παρακολούθησα καθισμένος πίσω, κρυμμένος ανάμεσα στους φοιτητές, καθώς έβλεπα ότι οι γνωστοί ασφαλίτες του Πανεπιστημίου είχαν κι αυτοί πλημμυρίσει το αμφιθέατρο παρακολουθώντας πρόσωπα και κινήσεις. Αργότερα ο Μίμης ένιωθε με συγκίνηση το παλιό αμφιθέατρο ως έναν τόπο εμβληματικό για την προσωπική του ακαδημαϊκή πορεία», θυμάται.
Στη συνεδρία, που ήταν αφιερωμένη στον Δημήτρη Μαρωνίτη, μίλησαν ακόμη οι Δ. Καψάλης, Γ. Κορδομενίδης και Λίζυ Τσιριμώκου. Η Διεθνής Επιστημονική Συνάντηση, οι εργασίες της οποίας θα ολοκληρωθούν το Σάββατο 4 Μαρτίου, έχει τον τίτλο «Περάσματα, μεταβάσεις, διελεύσεις: όψεις μιας λογοτεχνίας εν κινήσει» και σύμφωνα με τους διοργανωτές το αντικείμενό της είναι διεπιστημονικού και απολύτως επίκαιρου χαρακτήρα στο βαθμό που οι μετακινήσεις ατόμων ή και ομάδων συνιστούν μεν μία σταθερά στη ιστορική μακρά διάρκεια, ωστόσο χαρακτηρίζουν όλο και περισσότερο τη σημερινή "ρευστή" μετά-νεωτερική εποχή.
πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ